Οι εκτιμήσεις όσων αναλυτών, από τα τέλη του 2010, προεξοφλούσαν ότι βαδίζει αναπότρεπτα προς νέα μεγαλύτερη συρρίκνωση κατά το 2011 ο ελληνικός βιομηχανικός τομέας, μοιάζει να δικαιώνονται. Τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του έτους για την εξέλιξη της μεταποιητικής παραγωγής είναι μάλλον απογοητευτικά, αφού η πτώση της όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά ούτε επιβραδύνθηκε: εντάθηκε, με μείωση 7%, έναντι αντίστοιχης μείωσης 4,1% το 2010 σε σχέση με το 2009. Το μήνα Μάρτιο, μάλιστα, η μείωση παρουσίασε περαιτέρω επιτάχυνση, ανερχόμενη σε 10,3% έναντι αντίστοιχης μείωσης 0,9% τον ίδιο μήνα του 2010.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόοδος του τομέα θα είναι αργή, δεν θα είναι εύκολη, αλλά διευκολύνεται πλέον από τη διεύρυνση της εξωστρέφειάς του», σχολιάζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητής/αναλυτής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) Άγγελος Τσακανίκας, βέβαιος σχεδόν ότι η εξαγωγική ανάπτυξη θα αποτυπωθεί σταδιακά στην εξέλιξη της δραστηριότητας του τομέα. Δεν κρύβει, βέβαια, ότι ορισμένα από τα διαθέσιμα στοιχεία είναι «ανησυχητικά», αφού και στην τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του Ιδρύματος τον μήνα Απρίλιο, ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία υποχώρησε στις 78 μονάδες, από 80,5 μονάδες τον Μάρτιο, σε επίπεδα που είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του Απριλίου του 2010 (80,6 μονάδες).

Πράγματι, το πρώτο τρίμηνο του 2011 μειώθηκε η παραγωγή στους 18 από τους 24 κλάδους. Σε δεκατρείς μάλιστα από αυτούς, η ποσοστιαία πτώση ήταν διψήφια, φθάνοντας το 10,3% στην ξυλεία, το 12,1% στα ποτά, το 13,6% στον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, το 15,2% στα πετρελαιοειδή, το 15,8% στο δέρμα και την υπόδηση, το 18,7% στην κλωστοϋφαντουργία, το 19,3% στις εκτυπώσεις, το 19,8% στα έπιπλα, το 19,9% στον λοιπό εξοπλισμό μεταφορών, το 21,4% στην επισκευή και την εγκατάσταση μηχανημάτων, το 26,8% στις λοιπές μεταποιητικές δραστηριότητες, το 27,7% στα μη μεταλλικά ορυκτά και το 30,4% σην ένδυση. Στον αντίποδα, μόλις έξι κλάδοι μπόρεσαν να αυξήσουν την παραγωγή τους, σε ποσοστά που έφθασαν το 0,4% στα ηλεκτρονικά, το 1% στα φάρμακα, το 2,5% στα χημικά, το 8,9% στον καπνό, το 13,3% στα βασικά μέταλλα και το 16,2% στα μηχανήματα.

Αυτή, ωστόσο, είναι η μία όψη του νομίσματος. Σε αντίθεση με τους απαισιόδοξους, στο ΙΟΒΕ μοιάζουν να είναι έτοιμοι να στοιχηματίσουν ότι -εκτός απροόπτου φυσικά- η ανάκαμψη του τομέα δεν θα αργήσει πολύ. Κόντρα σε πολλά από τα στοιχεία που συνηγορούν στο αντίθετο, εκτιμούν ότι «ο τομέας της βιομηχανίας παραμένει σε τροχιά ανάκαμψης, καθώς ευνοείται από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις του», οι οποίες όντως δείχνουν έτοιμες να επιτύχουν υψηλότερες επιδόσεις, αν και τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για την εξέλιξη των ελληνικών εξαγωγών σε αξία κατά τον μήνα Μάρτιο, που αυξήθηκαν μόνο κατά 0,5% αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, έδειξαν ότι ούτε αυτό μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Η οριακή αυτή αύξηση ισοδυναμεί άλλωστε με πτώση του όγκου των εξαγωγών, δεδομένου ότι η αύξηση των τιμών των προϊόντων ορισμένων κλάδων ήταν σημαντική. «Η βελτίωση του διεθνούς εμπορίου ευνοεί την επέκταση των βιομηχανικών εξαγωγών», επισημαίνει εκ μέρους του ΙΟΒΕ ο Αγγελος Τσακανίκας.

Η αλήθεια είναι ότι για να ανακοπεί η έντονα πτωτική πορεία και να σταθεροποιηθεί έστω η παραγωγή του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, σε συνθήκες εντεινόμενης πτώσης της εγχώριας ζήτησης, «πρέπει να επιτευχθεί πολλαπλάσια αύξηση των βιομηχανικών εξαγωγών, από αυτή που δείχνουν τα διαθέσιμα στοιχεία», εκτιμά άλλος αναλυτής του τομέα που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, αμφισβητώντας το κατά πόσον η αύξηση της αξίας των εξαγωγών τους προηγούμενους μήνες εμπεριέχει ουσιώδη αύξηση και του όγκου των προϊόντων. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, άλλωστε, βεβαιώνουν ότι η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής μεταποίησης, δηλαδή με απλά λόγια το μερίδιο της παραγωγής που κατευθύνεται στο εξωτερικό, μόλις που υπερβαίνει το 30%. Έτσι, για να υπερκαλυφθούν οι σημαντικές απώλειες που προκύπτουν από την εγχώρια αγορά, όσο αυτή συνεχίζει να υποχωρεί, απαιτείται αύξηση του εξαγώγιμου όγκου παραγωγής σε υψηλό διψήφιο ποσοστό, κάτι που διευκολύνεται φυσικά από τη συνεχιζόμενη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αλλά οπωσδήποτε απαιτεί την πάροδο ικανού χρόνου.

Ακόμη λοιπόν κι αν αυτό σταδιακά επιτευχθεί, ο βραχυπρόθεσμος ορίζοντας της ελληνικής βιομηχανίας -επιμένει ο ίδιος αναλυτής- παραμένει σε αρνητική τροχιά. Ο ίδιος παρομοιάζει με «ενέσεις αισιοδοξίας» τις διακηρύξεις περί επικείμενης ανάκαμψης του τομέα, πιστεύοντας ότι αρκετές σχετικές αναλύσεις, όπως και εκείνες που αφορούν ολόκληρη την ελληνική οικονομία και τις προτεινόμενες λύσεις για τα προβλήματά της, παραβλέπουν την δυστυχώς «ακόμη βαθειά εξάρτηση του παραγωγικού τομέα από την εσωτερική ζήτηση». Μερικές από τις τρέχουσες αισιόδοξες προβλέψεις για τον βιομηχανικό τομέα, αναφέρει, μοιάζουν με εκείνες κορυφαίων τραπεζικών αναλυτών και στελεχών που μετά από κάθε απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έσπευδαν να προεξοφλήσουν το τέλος της αβεβαιότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Πράγματι, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ για την προβλεπόμενη εξέλιξη της παραγωγής του μεταποιητικού τομέα τους επόμενους 3-4 μήνες, τον Απρίλιο μόλις, μία στις πέντε επιχειρήσεις ανέμεναν άνοδο, έναντι 25% που ανέμεναν περαιτέρω πτώση.

Ωστόσο, «οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της παραγωγής παραμένουν θετικές, παρ’ όλο που οι εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο των παραγγελιών και της ζήτησης εξασθενούν», σε σχέση φυσικά με την αμέσως προηγούμενη περίοδο, επιμένει το ΙΟΒΕ. «Οι προβλέψεις για την εξέλιξη των περισσότερων μεγεθών της βιομηχανίας βελτιώθηκαν τον Απρίλιο», συνεχίζουν, εστιάζοντας σε ορισμένα ποιοτικά στοιχεία, που επιτρέπουν νότες αισιοδοξίας περί ανάσχεσης της επί 27 μήνες πτωτικής πορείας της ελληνικής μεταποιητικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό, από αυτή την άποψη, ότι οι θετικές προβλέψεις των βιομηχανικών επιχειρήσεων για την πορεία των εξαγωγών τους τους προσεχείς μήνες ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 2,5 ετών. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο το ΙΟΒΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προβλέψεις για την εξέλιξη της παραγωγής τους επόμενους 3-4 μήνες κινούνται σε «θετικά επίπεδα», σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Υπάρχει ένα ακόμη εύρημα των ερευνών που ενισχύει αυτή την υπόθεση: το χρονικό διάστημα της εξασφαλισμένης παραγωγής φαινόταν να είχε διευρυνθεί τον Απρίλιο στους 4,4 μήνες, που είναι η υψηλότερη τιμή από τον Νοέμβριο του 2009.

Αναπάντητο φυσικά μένει το ερώτημα, κατά πόσον η προβλεπόμενη διεύρυνση της αξίας των εξαγωγών και η ανάλογη πρόβλεψη για εξασθένηση των πτωτικών τάσεων στο μέτωπο της παραγωγής συνεπάγονται βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. Κι αυτό γιατί δεν λείπουν φυσικά οι βιομηχανίες που εξάγουν όσο-όσο μέρος της παραγωγής τους, με κριτήρια την εξασφάλιση κάποιας ρευστότητας και την πρόληψη απαξίωσής του.

Όσον αφορά εξάλλου τα θετικά στοιχεία που εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι παρέχουν οι έρευνες για την εξέλιξη των νέων παραγγελιών και του κύκλου εργασιών της βιομηχανίας, οι αναλυτές συμφωνούν ότι αυτά προσφέρονται για πολλαπλές αναγνώσεις και, σε τελική ανάλυση, κάθε άλλο παρά συνηγορούν σε «πανηγυρικά» σχόλια και ανάλογες προβλέψεις.

Έτσι, ενώ τον μήνα Φεβρουάριο, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε, σύμφωνα με τη σχετική έρευνα, κατά 6,8% έναντι αύξησης 0,7% τον ίδιο μήνα του 2010 σε σχέση με το 2009, μια περαιτέρω μελέτη δείχνει ότι αυτό οφείλεται στην υψηλή διψήφια ποσοστιαία άνοδο των διεθνών τιμών των κλάδων των παραγώγων πετρελαίου και των βασικών μετάλλων, οι οποίοι πραγματοποιούν το 37% όλου του βιομηχανικού τζίρου. Εξαιρουμένων αυτών και πολύ περισσότερο λαμβανομένων υπόψη γενικώς των τιμών, ο κύκλος εργασιών του τομέα συνέχισε να υποχωρεί. Αυτό ισχύει και για τις νέες παραγγελίες, οι οποίες τον ίδιο μήνα εμφανίζονται αυξημένες κατά 16,8%, ενώ ήταν χαμηλότερες σε εννέα από δώδεκα βασικούς, εξεταζόμενους κλάδους.

Το βέβαιο, λοιπόν, είναι ότι συνυπάρχουν αρνητικά και θετικά στοιχεία για την πορεία του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία, επίσης, ότι οι ακόμα «φτωχές» επιχειρηματικές προσδοκίες του τομέα συνδέονται καθοριστικά με το γεγονός ότι, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, ακόμα «δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες σταθεροποίησης της οικονομίας, καθώς εμμένει η αβεβαιότητα για πλήθος παραμέτρων της οικονομικής πολιτικής».

Αλλά η βιομηχανία, όσο και αν έχει ζωτική ανάγκη από μια τόνωση της εγχώριας ζήτησης, επηρεάζεται καθοριστικά και από το διεθνές περιβάλλον, αποτελώντας τον πλέον ευαίσθητο τομέα στις αλλαγές του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος. «Η βιομηχανία ήταν η πρώτη που επλήγη από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση το 2008», την οποία διαδέχθηκε η δημοσιονομική κρίση στη χώρα μας, θυμίζει ο ερευνητής του ΙΟΒΕ Άγγελος Τσακανίκας. «Η βιομηχανία θα είναι και ο πρόδρομος της εξόδου από την κρίση», διακινδυνεύει την πρόβλεψη ο ίδιος αναλυτής, αφήνοντας να εννοηθεί ότι όταν διαπιστώσουμε ανάκαμψη της ελληνικής βιομηχανίας θα αρχίσει ολόκληρη η ελληνική οικονομία να ανακάμπτει.

Προς το παρόν το 53% των βιομηχανικών επιχειρήσεων της χώρας δηλώνει ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με ανεπαρκή ζήτηση και, επιπλέον, ποσοστό 12% δηλώνει ανεπάρκεια κεφαλαίων.