Απαντήσεις για την αύξηση των κρουσμάτων του Ιού του Δυτικού Νείλου το 2010, έρχονται να δώσουν επιστήμονες. Όπως εκτιμούν, η επιδημία οφείλεται σε υβριδικούς πληθυσμούς κουνουπιών στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι είχαν προκαλέσει 262 κρούσματα και 35 θανάτους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκη.
Πορτογάλοι και έλληνες ερευνητές μελέτησαν συστηματικά τα κουνούπια φορείς του Ιού του Δυτικού Νείλου, στη Θεσσαλονίκη και τον Μαραθώνα. Χρησιμοποιώντας σύγχρονα εργαλεία μοριακής βιολογίας ταυτοποιήθηκαν γενετικά κουνούπια του γένους Culex από τις περιοχές των κρουσμάτων και αντίστοιχες οικο-εντομολογικά εστίες στο Μαραθώνα, όπου δεν υπήρχαν κρούσματα τη συγκεκριμένη περίοδο.
«Εκτός από τα «συνηθισμένα» κουνούπια Culex, που τρέφονται αποκλειστικά είτε από πουλιά, είτε από θηλαστικά, βρέθηκε ένας σημαντικός αριθμό υβριδίων, που προέρχονται από σχετικά σπάνιες διασταυρώσεις μεταξύ των δύο πληθυσμών κουνουπιών, στα χωριά του νομού Θεσσαλονίκης και Πέλλας όπου παρατηρήθηκαν τα κρούσματα του ιού τη συγκεκριμένη περίοδο» σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Βιολογίας του πανεπιστημίου Κρήτης, Γιάννης Βόντας, μιλώντας στο ΑΜΠΕ.
Όπως εξηγεί, οι υβριδικοί αυτοί πληθυσμοί είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι επιδημιολογικά, γιατί τρέφονται τόσο από πουλιά όσο και από θηλαστικά, κάτι το οποίο αυξάνει πολύ τον κίνδυνο της άμεσης μετάδοσης του ιού της Δυτικού Νείλου από τα πουλιά (τα οποία αποτελούν τη δεξαμενή του ιού) προς τον άνθρωπο.
Η παρουσία υβριδικών πληθυσμών και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως και η πιθανή συσχέτιση της συχνότητάς τους με τα κρούσματα Ιού του Δυτικού Νείλου που αναφέρθηκαν το 2012 στην Αθήνα, είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή, υπό διερεύνηση.
Παράλληλα, εκτιμά, με βάση και τις απόψεις ορνιθολόγων, ότι η παρουσία μεγαλύτερου αριθμού και ποικιλίας πτηνών στην Βόρεια Ελλάδα, πιθανόν εξαιτίας της σχετικής γειτνίασης με το κανάλι εισόδου του Βοσπόρου, ενδέχεται επίσης να σχετίζεται με τα αυξημένα κρούσματα του ιού στη συγκεκριμένη περιοχή.
«Τα προβλήματα των κουνουπιών στην Ελλάδα και των ασθενειών που μεταφέρουν (μεταξύ των οποίων και η ελονοσία) αποτελούν ολοένα συχνότερα αντικείμενο συζήτησης στις ημερίδες του ΠΟΥ, απειλώντας άμεσα, τόσο τη δημόσια υγεία, όσο και την τουριστική οικονομία, σε μια κρίσιμη για τη χώρα μας συγκυρία», λέει ο κ. Βόντας.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος γίνεται κυρίως με εντομοκτόνα αλλά η χρήση τους πρέπει να γίνεται με προσοχή, αφενός με εστιασμένες επεμβάσεις ενάντια στους πραγματικούς φορείς, και αφετέρου με τα κατάλληλα κατά περίπτωση εντομοκτόνα.