Τρισεκατομμύρια τόνοι υπόγειων υδάτων, τα οποία αντλούνται σε ολόκληρο τον πλανήτη για άρδευση, ύδρευση και βιομηχανική χρήση, χαμηλώνοντας έτσι, όλο και περισσότερο, τους κατά τόπους υδροφόρους ορίζοντες, έχουν ως συνέπεια να καταλήγουν στις θάλασσες ανεβάζοντας τελικά τη στάθμη τους, ακόμη περισσότερο και από τα νερά που προέρχονται από το λιώσιμο των πάγων της Γης, λόγω της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με μία νέα ιαπωνική υδρολογική επιστημονική έρευνα.
Η ολοένα αυξανόμενη άντληση των υπόγειων νερών, σύμφωνα με την μελέτη, έχει οδηγήσει σε μέση άνοδο της στάθμης των θαλασσών κατά 0,77 χιλιοστά το χρόνο από το 1961 μέχρι σήμερα. Η άντληση των υπόγειων υδάτων είναι πενταπλάσια σε ποσότητα από το λιώσιμο των δύο μεγαλύτερων όγκων πάγων του πλανήτη, της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας. Εκτιμάται ότι κατά την τελευταία 50ετία, περίπου 18 τρισεκατομμύρια τόνοι νερού αντλήθηκαν από τα υπόγεια «ρεζερβουάρ», χωρίς να αντικατασταθούν.
Σ’ αυτά τα ανησυχητικά συμπεράσματα κατέληξε η νέα μεγάλη επιστημονική μελέτη, η οποία δείχνει ότι η δίψα για φρέσκο νερό του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού του πλανήτη μας είναι ένας παραγνωρισμένος παράγοντας, ο οποίος μπορεί να εξηγήσει, πέρα από την υπερθέρμανση του πλανήτη και τη διόγκωση των νερών των ωκεανών όσο αυτοί θερμαίνονται περισσότερο, γιατί ανεβαίνει η στάθμη των ωκεανών και των θαλασσών.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, η στάθμη παγκοσμίως έχει ανέβει κατά 1,8 χιλιοστά ετησίως. Από αυτή την άνοδο, σύμφωνα με την επίσημη εκτίμηση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το 1,1 χιλιοστό ετησίως αποδίδεται στο λιώσιμο των πάγων και στο «φούσκωμα» των θαλασσινών υδάτων λόγω απορρόφησης μεγαλύτερης θερμότητας, ενώ η υπόλοιπη άνοδος (σχεδόν το 42%) -που έως τώρα αποτελούσε μάλλον ένα επιστημονικό αίνιγμα- φαίνεται πως πρέπει να αποδοθεί στα υπόγεια νερά που καταλήγουν στις θάλασσες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Γιαντού Ποκρέλ του πανεπιστημίου του Τόκιο, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το «Nature», επισημαίνουν ότι η διαρροή των αντλούμενων υδάτων που καταλήγουν στους ωκεανούς, γίνεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με την φυσική αναπλήρωση των υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων από τις βροχές κ.λπ.
Σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αν ένα σημαντικό μέρος αυτών των αντλούμενων υδάτων δεν αποθηκευόταν στους μεγάλους και μικρούς ταμιευτήρες που κατασκευάζουν οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Η συλλογή υδάτων στους ταμιευτήρες αντισταθμίζει σε ένα βαθμό τη διαρροή των νερών στις θάλασσες, αλλά με το πέρασμα του χρόνου ο αντισταθμιστικός ρόλος των ταμιευτήρων σταδιακά μειώνεται, με συνέπεια να αυξάνεται σιγά-σιγά η ποσότητα του υπόγειου νερού που χύνεται στους ωκεανούς ή εξατμίζεται στην ατμόσφαιρα.
Ένα μεγάλο μέρος του νερού που από το υπέδαφος μεταφέρεται στις θάλασσες, είναι πολύ παλαιό από γεωλογική άποψη και η μεταφορά του είναι ένας μόνοδρομος χωρίς επιστροφή, αφού αυτό το νερό δεν προλαβαίνει να αναπληρωθεί. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ακόμα κι αν δεν υπήρχε κλιματική αλλαγή ή αυτή είχε σταθεροποιηθεί, πάλι θα ανέβαινε η στάθμη των θαλασσών παγκοσμίως εξαιτίας του μη βιώσιμου τρόπου που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το υπόγειο νερό. Σε μερικές περιοχές της Γης, τα υπόγεια αποθέματα νερού έχουν πια ουσιαστικά εξαντληθεί και ο υδροφόρος ορίζοντας έχει πιάσει «πάτο».
Η στάθμη των ωκεανών υπολογίζεται ότι θα ανέβαινε κατά δέκα μέτρα τουλάχιστον, αν αντλούταν όλο το υπάρχον υπόγειο νερό, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, καθώς ένα μέρος των υδροφόρων οριζόντων περιέχει αλμυρό νερό, όπως δήλωσε ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον Ρόμπερτ Νίκολς.
Από την άλλη, δεν φαίνεται να συμφωνούν όλοι οι επιστήμονες με το πόσο σοβαρός παράγων είναι η άντληση των υπόγειων υδάτων για τη στάθμη των θαλασσών, σε σχέση τουλάχιστον με την κλιματική αλλαγή.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Μπρίστολ Τζόναθαν Μπάμπερ δήλωσε ότι κατά τα τελευταία 50 χρόνια δεν φαίνεται να έχει επιταχυνθεί ο -όντως τεράστιος- όγκος υπόγειου νερού που καταλήγει στους ωκεανούς, παρά τον υπερδιπλασιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Αντίθετα, όπως επισήμανε, στην ίδια περίοδο είναι βέβαιο ότι το λιώσιμο των πάγων λόγω ανόδου της θερμοκρασίας έχει επιταχυνθεί, μ’ αποτέλεσμα η κλιματική αλλαγή τελικά να συνιστά την κυριότερη απειλή για τις παράκτιες περιοχές. Άλλοι επιστήμονες συμφωνούν ότι η νέα έρευνα επί της ουσίας δεν πρόκειται να αλλάξει σημαντικά την εκτίμηση για το πόσο μπορεί να ανέβει η στάθμη των υδάτων έως το τέλος του αιώνα μας.
Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το 2007, η στάθμη των ωκεανών θα ανέβει κατά 18 έως 59 εκατοστά έως το 2100, όμως αυτή η εκτίμηση θεωρείται πλέον πολύ χαμηλή, γιατί δεν έλαβε υπόψη της πλήρως το λιώσιμο των πάγων της Γροιλανδίας και της Ανταρκτικής. Νεότερες εκτιμήσεις, από άλλους επιστημονικούς φορείς το 2011, αναφέρουν ότι, με τον τωρινό ρυθμό που λιώνουν οι πάγοι, η στάθμη θα ανέβει κατά 90 εκατοστά έως 1,6 μέτρα έως το 2100, κάτι που, αν όντως συμβεί, θα αποτελέσει τρομερό πρόβλημα για πολλές πολυπληθείς παράκτιες πόλεις και άλλες περιοχές σε όλη τη Γη.