Η Αλεξάνδρα Ούστα, στην πιο προσωπική παράσταση της πορείας της, συν-σκηνοθετεί με τη Μένη Κωνσταντινίδου και ερμηνεύει το έργο του Γιάννη Κεντρωτά, «Η λεμονιά». Με έμπνευση από τις κασέτες που ηχογραφούσε η μητέρα της, όταν ζούσε στη Σαουδική Αραβία του ‘70, έρχεται στο προσκήνιο μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα.

«Η μητέρα μου έζησε τη δεκαετία του ’70 στη Σαουδική Αραβία ακολουθώντας τον άνδρα της στη δουλειά του, αλλά αντί για γράμματα στην οικογένειά της έγραφε κασέτες. Κασέτες γεμάτες ψέματα για το πόσο ευτυχισμένη ήταν, για το πόσο όμορφα περνούσε στον γάμο της. Σήμερα, 14 χρόνια μετά τον θάνατό της ξανακούω αυτές τις κασέτες προσπαθώντας να ανακαλύψω αν υπάρχει κάποιο θαμμένο μήνυμα στο χρόνο για όσα συνέβησαν εκεί. Στις κασέτες αυτές ακούμε μια νέα γυναίκα να προσπαθεί να πείσει την οικογένεια – και τον εαυτό της – ότι όλα πάνε καλά, ενώ η ίδια υποφέρει. Εγκλωβισμένη σ’ έναν ρόλο που της έχει επιβληθεί από την κοινωνία, βρίσκεται σ’ έναν τόπο μακρινό και σε ένα πλαίσιο που δεν της επιτρέπει να εκφράσει τα αληθινά της συναισθήματα.», αναφέρει η πρωταγωνίστρια για το έργο που αναφέρεται στην περίοδο εκείνη της μητέρας της.

Με αφορμή τον συγκινητικό μονόλογο που ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο 104, η Αλεξάνδρα Ούστα μίλησε στο Newsbeast για την παράσταση, τη μητέρα της που έχει φύγει από τη ζωή, αλλά και πώς είναι να την ενσαρκώνει πάνω στη σκηνή.

– Πώς προέκυψε η ιδέα του έργου;

Μου αρέσουν οι αληθινές ιστορίες, εμπνέομαι από αυτές και τις περισσότερες φορές, ανακαλύπτω κάτι για μένα ή γενικότερα για τη ζωή… Ήρθε η στιγμή που θέλησα να κάνω κάτι πιο προσωπικό, κάτι δικό μου και νομίζω ότι θα ήταν υποκριτικό ν’ αρχίσω με ιστορίες άλλων. Όταν άκουσα τις κασέτες που έστελνε η μητέρα μου τη δεκαετία του ’70 από την Σαουδική Αραβία στην οικογένειά της στην Ελλάδα, ένιωσα ότι υπήρχε εκεί κάτι που έπρεπε να ειπωθεί αλλά δεν ήξερα το πώς. Πέρασαν κάποια χρόνια, όταν προσέγγισα τον Γιάννη Κεντρωτά με αυτό το υλικό, εκείνος έγραψε αυτό το υπέροχο κείμενο, τη «Λεμονιά».

– Ο τίτλος «Λεμονιά» πώς προέκυψε; Υπάρχει κάποιος συμβολισμός πίσω από αυτόν;

Μέσα στο έργο, η ηρωίδα παρομοιάζει τον εαυτό της με την πίσω λεμονιά που υπήρχε στο πατρικό της σπίτι. Επειδή αυτό το δέντρο δε βρισκόταν στο οπτικό πεδίο της οικογένειας και δεν έβγαζε και λεμόνια, το είχαν όλοι παρατημένο και δεν το φρόντιζαν. Το ίδιο αισθάνεται κι εκείνη τώρα που βρίσκεται τόσο μακριά από την οικογένειά της.

– Πώς είναι να ανεβάζετε στη σκηνή ένα έργο για τη μητέρα σας;

Όλη η διαδικασία ήταν κυρίως θεραπευτική για μένα, παρόλο που αντιμετώπισα δυσκολίες. Η βουτιά που έκανα στο οικογενειακό μου παρελθόν για να μπορέσω να καταλάβω πώς ένιωθε η μητέρα μου τότε, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω πράγματα για το πώς είμαι εγώ στο σήμερα.

– Ο μονόλογος είναι ούτως ή άλλως ένα πολύ δύσκολο είδος. Όταν εμπλέκεται και το προσωπικό συναίσθημα, αυτό το κάνει πιο δύσκολο; Πώς είναι σαν αίσθηση όταν μπαίνεις στον ψυχικό κόσμο της ηρωίδας που αυτή δεν είναι άλλη, από τη μητέρα σας;

Ο μονόλογος όντως είναι μία πρόκληση για έναν ηθοποιό και για μένα ακόμη περισσότερο, γιατί είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό. Η διαδικασία και η διαδρομή για να βρω το πώς αισθάνεται η ηρωίδα είναι δύσκολη, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα. Δεν ξέρω αν η προσωπική εμπλοκή που έχω μ’ εκείνη, το κάνει ακόμα πιο δύσκολο γιατί δεν έχω να συγκρίνω κάτι αντίστοιχο. Πιστεύω όμως ότι αν δεν έβλεπα αυτό το έργο από μία συγκεκριμένη απόσταση, πιθανόν να μην σκεφτόμουν εξ αρχής την ιδέα του να συμβεί.

– Μέσα από το έργο, πιστεύετε πως την γνωρίσατε καλύτερα;

Μ’ αυτό το έργο είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ένα κομμάτι της μητέρας μου που δεν ήξερα. Εκείνη τη νεαρή κοπέλα που ξεκινάει τη ζωή της γεμάτη όρεξη και όνειρα, τη διαδρομή που έκανε η ίδια και τα εμπόδια που αντιμετώπισε στην πορεία, μέχρι να γίνει η μητέρα μου. Πώς όλα αυτά διαμόρφωσαν τη μετέπειτα ζωή της, και τι μπορεί ν’ άφησαν σε μια γυναίκα της επόμενης γενιάς, σε μένα.

– Όταν ακούσατε για πρώτη φορά τις κασέτες, πώς νιώσατε;

Οπωσδήποτε με έπιασε μια νοσταλγία, αλλά αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν η φωνή της και ο τρόπος που μιλούσε. Δεν έμοιαζε καθόλου με τη φωνή της μητέρας μου όπως τη γνώρισα εγώ μεγαλώνοντας, μιας γυναίκας δυνατής, δυναμικής και ανεξάρτητης με πολύ διαφορετικά προβλήματα από αυτά που είχε εκείνη η νεαρή κοπέλα που άκουγα στην κασέτα.

– Ως ιδέα, πάντως, τη βρίσκω συγκλονιστική και συγκινητική: να ακούς δηλαδή τη φωνή της μητέρας σου αφού έχει φύγει από τη ζωή, τις σκέψεις, τα συναισθήματά της, αντί να τα διαβάζεις σε ένα ψυχρό κομμάτι χαρτί. Για κάθε παιδί, είναι ένα πολύτιμο δώρο, έτσι δεν είναι;

Κάποιος είπε ότι όταν φεύγει ένας γονιός, η σιωπή μετά είναι εκκωφαντική. Η φωνή της μητέρας μου συνεχίζει να υπάρχει μέσα από αυτές τις κασέτες και αυτό κάνει αυτή τη σιωπή, λίγο λιγότερο εκκωφαντική για μένα. Είναι θησαυρός.

– Μοιάζετε με τη μαμά σας; Μέσα από τις εξομολογήσεις της για τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη ζωή, βρίσκετε κοινά;

Της μοιάζω αρκετά και είναι λογικό εφόσον μεγάλωσα μαζί της. Υπάρχουν στοιχεία που μου αρέσουν και τη θαύμαζα γι’ αυτά και θέλω να τα κρατήσω, αλλά υπάρχουν κι άλλα, που είδα ότι δεν βοήθησαν και την ίδια, και αυτά είναι που προσπαθώ να διορθώσω.

– Εμείς ως θεατές τι κοινά θα βρούμε με την ιστορία της;

Η ιστορία της στην παράσταση θίγει διάφορα θέματα. Υπάρχει το κομμάτι της μετανάστευσης και της μοναξιάς που βιώνει λόγω της απόστασης από την οικογένειά της. Ένα άλλο θέμα είναι το πώς η ίδια η ηρωίδα κάνει μία αναδρομή στο οικογενειακό παρελθόν της, για να βρει το γιατί έχει φτάσει στην κατάσταση που τη βρίσκουμε εκείνη τη στιγμή. Τέλος και το πιο σημαντικό για μένα είναι το θέμα της κατάθλιψης και σε τι μονοπάτια μπορεί να μας οδηγήσει όταν δε φροντίσουμε να επικοινωνήσουμε το πρόβλημα και να ζητήσουμε βοήθεια. Το κοινό μέχρι τώρα, δείχνει να ευαισθητοποιείται από αυτά τα ζητήματα και υπάρχουν φορές, που στο πρόσωπο και τις αντιδράσεις της «Λεμονιάς», βλέπουν έναν δικό τους άνθρωπο ή και τον εαυτό τους.

– Το έργο γράφει ένας άντρας και μάλιστα με υπέροχο τρόπο, ο Γιάννης Κεντρωτάς. Δικαιωθήκατε για την επιλογή σας, έτσι δεν είναι;

Δεν αισθάνομαι μόνο δικαιωμένη. Είχα δει στο παρελθόν έργα του Γιάννη Κεντρωτά και τον θαύμαζα για τον τρόπο γραφής του, οπότε ήταν και μεγάλη τιμή για μένα που εμπνεύστηκε από αυτή την ιστορία της μητέρας μου και έγραψε αυτό το κείμενο.

– Δικαιωθήκατε και για την επιλογή σας να ανεβάσετε ένα έργο για τη μητέρα σας, αφού συνεχίζει φέτος για δεύτερη χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι το κοινό έχει ανάγκη να παρακολουθήσει και ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας που να μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους;

Πιστεύω ότι διανύουμε μία τέτοια εποχή. Έχουμε ανάγκη την αμεσότητα και το να ταυτιστούμε μ’ έναν αληθινό χαρακτήρα, βλέποντας ένα κομμάτι της ιστορίας του. Κατά κάποιον τρόπο έχει και ένα στοιχείο κλειδαρότρυπας, που από τη φύση μας, όσο και αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε, μας ελκύει.

– Η μητέρα σας τι πιστεύετε ότι θα σας έλεγε για τη Λεμονιά;

Πιθανόν να ήθελε να χωρέσει 2-3 φορέματα ακόμα στην παράσταση για να φορέσει η «Λεμονιά» και ν’ ακούγονταν περισσότερα τραγούδια, αλλά πιστεύω ότι γενικά θα ήταν ικανοποιημένη με το πώς ξετυλίγεται η συναισθηματική διαδρομή του χαρακτήρα.

– Και για το ότι στο θέατρο, άγνωστοι άνθρωποι συγκινούνται βλέποντας την ιστορία της ή εντοπίζουν σε αυτήν δικά τους κομμάτια, πώς θα ένιωθε;

Θα τη συγκινούσε κι εκείνη. Θα τους έπιανε κουβέντα και μέχρι να φύγουν από το θέατρο, με πολλούς θα είχε γίνει φίλη.

Ταυτότητα παράστασης

Συγγραφέας: Γιάννης Κεντρωτάς
Ερμηνεία: Αλεξάνδρα Ούστα
Σκηνοθεσία: Μένη Κωνσταντινίδου – Αλεξάνδρα Ούστα
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παπαζήσης

Πού: Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Αθήνα 118 54, τηλ: 210 3455020
Πότε: κάθε Σάββατο στις 18:15 και Κυριακή στις 21:00
Διάρκεια: 75΄
Προπώληση: more.com