Διάσημα ονόματα, όπως οι Τζέιν Φόντα, Οντρέι Τοτού, Κιάρα Μαστρογιάνι, Αλφόνσο Κουαρόν, Λετίτσια Κάστα, χωρίς να ξεχνάμε την κριτική επιτροπή με πρόεδρο τη Νεοζηλανδή σκηνοθέτρια Τζέιν Κάμπιον και τους πρωταγωνιστές της ταινίας, με επικεφαλής την Νικόλ Κίντμαν, πέρασαν χτες το βράδυ το κόκκινο χαλί του 67ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών για να παρακολουθήσουν την επίσημη, εκτός διαγωνισμού, προβολή της ταινίας «Η Γκρέις του Μονακό» του Ολιβιέ Νταάν. Ταινία, που καλύπτει μέρος της ζωής της πριγκίπισσας του Μονακό, πρώην ηθοποιού του Χόλιγουντ, Γκρέις Κέλι, με επίκεντρο τον αγώνα της (και σε δεύτερο πλάνο εκείνο το συζύγου της, πρίγκιπα Ρενιέ) ενάντια στον Γάλλο Πρόεδρο Ντε Γκολ (την περίοδο του πολέμου της Αλγερίας), όταν τα γαλλικά στρατεύματα είχαν αποκλείσει το κρατίδιο του Μονακό σε μια προσπάθεια των Γάλλων να επιβάλουν φόρους στους κατοίκους.
Ο Νταάν προσπάθησε να συνδυάσει διάφορα στοιχεία (την ιδιωτική ζωή της πριγκίπισσας, τη σε κρίση τότε συζυγική σχέση της με τον Ρενιέ, την πολιτικοποίησή της και τις αγαθοεργίες της), με επίκεντρο πάντα να αγγίξει ένα όσο το δυνατόν πιο μεγάλο κοινό. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα αποδείχτηκε μηδαμινό, με τον σκηνοθέτη να φτιάχνει τελικά ένα συνηθισμένο μελόδραμα, βασικά γύρω από ένα παραμύθι (το απλό κορίτσι που παντρεύεται τον πρίγκιπα του παραμυθιού), που από ένα σημείο κι ύστερα γίνεται ανιαρό. Τα μόνα θετικά στοιχεία είναι κάποιες –αν και λιγοστές– ωραία στημένες σκηνές και η σχετικά καλή ερμηνεία της Κίντμαν, αντίθετα με τους υπόλοιπους ηθοποιούς που αντιμετωπίζουν υποτονικά (σχεδόν με αδιαφορία) τους ρόλους τους.
Αντίθετα, με πολύ καλές ταινίες ξεκίνησε σήμερα η πρώτη μέρα του διαγωνιστικού τμήματος του 67ου κινηματογραφικού φεστιβάλ των Κανών, με τις ταινίες «Ο κύριος Τέρνερ» του Μάικ Λι (βραβευμένου στο παρελθόν με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών για την ταινία του «Αλήθειες και ψέματα») και «Τιμπoυκτού» του Μαυριτανού Αμπντεραχμάνε Σισάκο (βραβευμένου στο φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης για την ταινία του «Bamako»).
Η ταινία του Μάικ Λι παρουσιάζει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του διάσημου ρομαντικού (ταυτόχρονα εκκεντρικού) ζωγράφου Γουίλιαμ Τέρνερ (1775-1851), του μεγαλύτερου τοπιογράφου (και πρόδρομου των ιμπρεσιονιστών) της Αγγλίας. Με ένα εξαιρετικό σενάριο που έγραψε ο ίδιος και που στη συνέχεια ανέπτυξε στις πρόβες με τη βοήθεια των ηθοποιών του, ο Λι με την πράγματι εξαιρετική φωτογραφία τού Ντικ Πόουπ, με χρώματα και χώρους εμπνευσμένα από τους πίνακες του ζωγράφου, έφτιαξε ένα συναρπαστικό πορτρέτο του Τέρνερ, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του τόσο στον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη όσο και στις σχέσεις του με δύο από τις γυναίκες της ζωής του (την οικονόμο και ερωμένη του και την κατοπινή ερωμένη του, κυρία Μπουθ). Ένα μεγάλο μέρος της επιτυχία της ταινίας στηρίζεται στην εκπληκτική ερμηνεία του Τίμοθι Σπολ, που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το πάθος και την πληθωρικότητα του εκκεντρικού αυτού καλλιτέχνη– ερμηνεία που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο ερμηνείας του φεστιβάλ.
Τη φριχτή κατάσταση που επικρατεί στο Τιμπουκτού, στη δημοκρατία του Μάλι, με την επιβολή των όπλων των μουσουλμάνων φονταμενταλιστών καταγράφει στη συγκλονιστική αυτή, σπαραχτική, διανθισμένη με λυρικές εικόνες, ταινία του, ο Σισάκο. Στο επίκεντρο, ένα ζευγάρι, ο Κιντάν και η Σατίμα, που ζουν στην έρημο, μαζί με τη μικρή τους κόρη Τόγια, και τον νεαρό Ισάν που φροντίζει το κοπάδι τους. Το Τιμπουκτού που μας παρουσιάζει ο Σισάκο είναι μια πόλη βυθισμένη στη σιωπή και τον τρόμο. Η μουσική, το τσιγάρο, το τσάι, τα χρωματιστά ρούχα απαγορεύονται και όποιος παραβεί τον «ισλαμικό» νόμο, τιμωρείται με φριχτές μαστιγώσεις. Όσο για τη μοιχεία, αυτή τιμωρείται με θάνατο από λιθοβολισμό. Ο Σισάκο καταγράφει με λεπτότητα και χαμηλούς τόνους (με τις σιωπές να δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα) την κατάσταση, κινώντας τα πρόσωπά του σε φροντισμένες με έμπνευση και έξοχη εικαστική ματιά, εικόνες, αποσπώντας ωραίες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του.