Ένα ντοκιμαντέρ που δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο πρόκειται να κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες και αφορά τον Χρήστο, τον μοναδικό μαθητή του δημοτικού σχολείου των Αρκιών, του απομακρυσμένου αυτού νησιού των Δωδεκανήσων όπου υπάρχουν χίλιες κατσίκες, τριάντα κάτοικοι και μόνο ένα παιδί.
Ο «Χρήστος, το τελευταίο παιδί» είναι το νέο ντοκιμαντέρ της Τζούλια Αμάτι, σε συμπαραγωγή Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδας, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο τμήμα Giornate degli Autori του Φεστιβάλ Βενετίας, ενώ απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI, ΕΡΤ και Νεότητας των Φοιτητών Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ο Χρήστος είναι ο μοναδικός μαθητής του δημοτικού σχολείου των Αρκιών στα Δωδεκάνησα. Για να συνεχίσει όμως στο γυμνάσιο πρέπει να εγκαταλείψει τους Αρκιούς και να μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο νησί. Η οικογένεια του δεν μπορεί να αντέξει το κόστος και ο πατέρας του θέλει να τον κάνει βοσκό. Η δασκάλα του αντίθετα είναι αποφασισμένη να βρει λύση για να συνεχίσει το σχολείο. Θα τα καταφέρει;
Η σκηνοθέτρια περνούσε τα καλοκαίρια με τον πατέρα της στα Δωδεκάνησα, και όταν εκείνος πέθανε ένοιωσε πως πρέπει να επιστρέψει στους Αρκιούς. Εκεί γνώρισε τον Χρήστο, που είχε την ηλικία της ίδιας όταν πρωτοπάτησε στο νησί, αλλά και την αφοσιωμένη δασκάλα του που έβαλε ως στόχο ζωής της την συνέχιση της εκπαίδευσης του μικρού μαθητή και μετά την έκτη δημοτικού.
Η Τζούλια Αμάτι αποφάσισε να καταγράψει τον αγώνα τους, θίγοντας, μέσα από την ταινία της ένα «καυτό» ζήτημα: αυτό της εκπαίδευσης των παιδιών στα απομακρυσμένα σχολεία της Ελλάδας, που αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση για τους δασκάλους, αλλά και τους ίδιους τους μαθητές. Δεν ήταν τυχαίο που στην περίπτωση του Χρήστου των Αρκιών, η δασκάλα του, Μαρία Τσιαλέρα, τιμήθηκε το 2018 από την Ακαδημία Αθηνών «για την αφοσίωση και τη συνέπεια με την οποία εκτελεί τα καθήκοντά της».
Η υπόθεση της ταινίας
Από τους τριάντα ένα κατοίκους των Αρκιών, του ανεμοδαρμένου νησιού στα Δωδεκάνησα, ο Χρήστος είναι το μοναδικό παιδί. Είναι δέκα ετών και είναι ο μόνος μαθητής της δασκάλας του, της Μαρίας, στο δημοτικό σχολείο του νησιού.
Ο Χρήστος σύντομα θα μπει στην έκτη δημοτικού. Για να συνεχίσει στο Γυμνάσιο, θα πρέπει να εγκαταλείψει τους Αρκιούς και να μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο νησί. Ωστόσο, η οικογένειά του δεν μπορεί να αντέξει αυτό το κόστος και ο πατέρας του έχει διαφορετικά σχέδια για αυτόν. Θέλει να του διδάξει το οικογενειακό επάγγελμα εδώ και γενιές: να γίνει βοσκός.
Η Μαρία δεν μπορεί να αποδεχτεί αυτή την κατάσταση. Πιστεύει ότι ο μαθητής της έχει δικαίωμα να επιλέξει το μέλλον του όπως όλα τα άλλα παιδιά και είναι αποφασισμένη να βρει τη λύση για τη συνέχεια της εκπαίδευσής του.
Θα παραμείνει ο Χρήστος στο νησί για να γίνει βοσκός όπως τα αδέλφια του ή θα αφήσει τους Αρκιούς για να συνεχίσει το σχολείο πολύ μακριά, πέρα από την θάλασσα;
Όπως εξομολογείται η Τζούλια Αμάτι για την ταινία: «Έχει τις ρίζες της στην παιδική μου ηλικία. Γεννήθηκα στη Γαλλία και μεγάλωσα στη Ρώμη. Ο πατέρας μου ήταν παθιασμένος ναυτικός και κάθε χρόνο περνούσαμε αρκετές εβδομάδες στη θάλασσα. Όταν ήμουν παιδί, διασχίσαμε το Τυρρηνικό Πέλαγος, την Αδριατική, τη Μεσόγειο και το Ιόνιο Πέλαγος: αλλά το πραγματικό πάθος του πατέρα μου ήταν το Αιγαίο. Από τα νησιά των Δωδεκανήσων, οι Αρκιοί έγιναν γρήγορα το αγαπημένο νησί της καρδιάς μου. Ζητούσα να πηγαίνουμε εκεί κάθε καλοκαίρι. Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά του χταποδιού και τον ήχο των τζιτζικιών. Θυμάμαι τις σφυρίδες που ψαρέψαμε στα γαλαζοπράσινα νερά, την άγρια και φυσική ομορφιά της παραλίας Τηγανάκια, το δυνατό γέλιο του πατέρα μου, το ούζο που θα του έβαζε ο Νικόλας ο ταβερνιάρης. Στη φαντασία μου ως παιδί, οι Αρκιοί έμοιαζαν με το τελευταίο ανθρώπινο καταφύγιο λίγο πριν η Φύση πάρει πίσω ό,τι ήταν, και πιθανότατα θα είναι και πάλι, δικό της».
«Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ένιωσα ότι έπρεπε να επιστρέψω στους Αρκιούς. Ήταν σαν προσκύνημα, ένας φόρος τιμής σε εκείνη την ευλογημένη περίοδο των θαλάσσιων εξερευνήσεων και της παιδικής μου ζωντάνιας. Τα συναισθήματά μου όταν είδα το νησί μετά από 20 χρόνια ήταν πολύ έντονα. Ακόμη πιο πολύ όταν έμαθα ότι είχε απομείνει μόνο ένα παιδί και ότι ήταν στην ίδια ηλικία που ήμουν όταν πάτησα εγώ στο νησί για πρώτη φορά. Όταν συναντηθήκαμε, ταυτίστηκα αμέσως μαζί του. Είδα τον εαυτό μου να τρέχει χωρίς παπούτσια στην προβλήτα. Θυμήθηκα τις ίδιες τρυφερές χειρονομίες των γυναικών του νησιού που συνήθιζαν να ανακατεύουν τα μαλλιά μου», προθέτει η Τζούλια Αμάτι.
Τι ήταν, όμως, αυτό που την εντυπωσιάσε στον Χρήστο κι έκανε ντοκιμαντέρ τη ζωή του; «Σαν μακρινή ανάμνηση θυμάμαι μερικούς μικρούς φίλους που είχα κάνει στους Αρκιούς. Ο Χρήστος, από την άλλη πλευρά, είναι πάντα μόνος. Αυτή η κατάσταση με εντυπωσίασε. Τι σημαίνει να είσαι εντελώς μόνος, να μεγαλώνεις χωρίς φίλους; Αυτή η αδιανόητη κατάσταση που ο Χρήστος φαινόταν να την βιώνει στωικά, με άγγιξε και με γοήτευσε».
Και συμπληρώνει: «Αργότερα, όταν συνάντησα τη Μαρία, τη δασκάλα του, με εντυπωσίασε η έντονη και γενναιόδωρη στάση της και η σχέση που τη συνδέει με τον μοναδικό της μαθητή. Όταν μου είπε για την ανησυχία της για το μέλλον του Χρήστου και για το δίλημμα που θα αντιμετωπίσει σύντομα το μικρό αγόρι, μου έγινε σαφές ότι υπήρχε η ιστορία για μια ταινία».
Η Τζούλια Αμάτι εδώ και αρκετά χρόνια πραγματοποιεί εργαστήρια αφήγησης για παιδιά σε δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις. «Με την πάροδο του χρόνου, παρατήρησα ότι η μεγαλύτερη πρόκληση με τα παιδιά είναι να διατηρήσουν την προσοχή τους ζωντανή. Κατά τη διάρκεια των πρώτων επισκέψεων στους Αρκιούς, προτεραιότητά μου ήταν να δοκιμάσω το επίπεδο συγκέντρωσης του Χρήστου για να εκτιμήσω το ενδιαφέρον του για το έργο της ταινίας που του πρότεινα. Η υπομονή και ο ενθουσιασμός του, και ταυτόχρονα η ενεργή συνενοχή της Μαρίας, με καθησύχασαν αμέσως και με έπεισαν. Αφού έλαβα την έγκριση των γονιών του Χρήστου, ήθελα να μοιραστώ την ιδέα μου με τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού και να εξηγήσω τις προθέσεις μου».
«Παρατήρησα με μεγάλη ανακούφιση ότι όλοι αντέδρασαν με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ο πληθυσμός του νησιού αποτελεί πραγματική ανησυχία για αυτούς και ορισμένοι μου έχουν εμπιστευτεί ότι βλέπουν αυτήν την ταινία ως έκφραση της ανησυχίας τους, ένα είδος μαρτυρίας. Πολλοί από αυτούς είναι πεπεισμένοι ότι μια μέρα, όχι τόσο μακριά, το νησί θα είναι εντελώς ακατοίκητο. Τις επόμενες μέρες ζήτησα να τραβήξω ένα φωτογραφικό πορτρέτο καθενός από αυτούς και να ηχογραφήσω μια σύντομη συνέντευξη. Αυτό το ηχητικό υλικό με βοήθησε να σκεφτώ την ιστορία και να σκιαγραφήσω τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της ταινίας», εξηγεί η σκηνοθέτρια για το πώς ξεκίνησε το νέο κινηματογραφικό της ταξίδι.
«Επέστρεψα στο νησί λίγους μήνες αργότερα, με μεγάλου μεγέθους εκτυπώσεις των πορτρέτων και τις έδωσα σε κάθε έναν από τους κατοίκους. Ήταν σημαντικό για μένα να πλαισιώσω την αρχή αυτής της πορείας με μια προοπτική αμοιβαίας ανταλλαγής, παρά μονόπλευρης. Ήταν ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία ενός σταθερού δεσμού εμπιστοσύνης μαζί τους. Στις δύο προηγούμενες ταινίες μου, γυρισμένες σε δύσκολες συνθήκες, στα Παλαιστινιακά Κατεχόμενα Εδάφη, την Αιθιοπία και την Τζαμάικα, αυτή η μορφή συνεργασίας ήταν η θεμελιώδης βάση που μου επέτρεψε να διηγηθώ αληθινές ιστορίες από την άποψη εκείνων που τις είχαν βιώσει», συμπληρώνει η Τζούλια Αμάτι.
Το ντοκιμαντέρ θα πραγματοποιήσει σειρά προβολών στις αίθουσες από την Κυριακή 21 Απριλίου.