Ο Γούντι Άλεν επιστρέφει με τη νέα του ταινία με φόντο το κοσμοπολίτικο Σαν Σεμπαστιάν με ένα πρωτοκλασάτο καστ που περιλαμβάνει τους Τζίνα Γκέρσον (Showgirls), Γουάλας Σον (Manhattan), Ελένα Ανάγια (Το Δέρμα που Κατοικώ), Σέρζι Λόπεθ (Ο Λαβύρινθος του Πάνα), Κρίστοφ Βαλτς (Άδωξοι Μπάσταρδοι) και Λουί Γκαρέλ (Οι Ονειροπόλοι).

Γεμάτη σουρεαλιστικές και χιουμοριστικές στιγμές, η νέα ταινία του Γούντι Άλεν μπλέκει εξωπραγματικές καταστάσεις με ιστορίες αγάπης και ερωτικής απογοήτευσης υφαίνοντας έναν φόρο τιμής στη μεταμορφωτική επίδραση του σινεμά στη ζωή μας. 

Σύνοψη

Ο διανοούμενος Μορτ Ρίφκιν (Γουάλας Σον) συνοδεύει τη σύζυγο του Σου (Τζίνα Γκέρσον) στο διάσημο ισπανικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, ανησυχώντας για το ξεμυάλισμα της με τον νεαρό σκηνοθέτης Φιλίπ (Λουί Γκαρέλ). Στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Μορτ ελπίζει ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα δώσει σπίθα στο πρώτο του υπερφιλόδοξο μυθιστόρημα. Όσο η Σου ασχολείται παθιασμένα με τον γοητευτικό Φιλίπ, ο Μορτ συναντά τη γλυκιά Δρ. Ρόχας (Ελένα Ανάγια) και κάτι μέσα του αλλάζει. Μία διάθεση αναθεώρησης της ζωής μέσα από τη δύναμη του κλασικού σινεμά αναζωπυρώνει την ελπίδα του Μορτ για το μέλλον. 

Ο Ρίφκιν και το Φεστιβάλ

Αρχικά, ο Γούντι Άλεν είχε συλλάβει τον χαρακτήρα του Μορτ Ρίφκιν, του πρωταγωνιστή της ταινίας, ως νεότερο άντρα. «Στην αρχή είχα μία πολύ κλισέ ιδέα για τον πρωταγωνιστή της ταινίας» λέει ο δημιουργός. Αλλά όταν η φίλη και για χρόνια συνεργάτιδα του ως υπεύθυνη διανομής,  Τζουλιέτ Τέιλορ, του πρότεινε τον Γουάλας Σον για τον ρόλο, άλλαξε γνώμη. «Σκέφτηκα ότι ήταν τέλειος! Έχει την κωμική περσόνα καθώς και την ικανότητα να ερμηνεύσει μία πιο αιχμηρή διάσταση» λέει ο Άλεν. «Κυρίως, έχει μία γνήσια διανοητική ποιότητα. Μερικοί ηθοποιοί που είχα στο μυαλό μου ήταν διανοούμενοι, αλλά δεν εξέπεμπαν αυτή την ενέργεια. Και σκέφτηκα ότι μπορώ να δουλέψω με έναν πραγματικό διανοούμενο. Μόλις πήρα την απόφαση, βρήκα τον άνθρωπο που γεννήθηκε να παίξει αυτόν τον ρόλο».

Ο Σον έχει ξανασυνεργαστεί με τον Γούντι Άλεν σε δεύτερους ρόλους, αλλά λίγοι ξέρουν ότι ο Άλεν πυροδότησε την καριέρα του Σον. Όλα συνέβησαν όταν η Τζουλιέτ Τέιλορ είδε τον Σον στο πρώτο του θεατρικό έργο και τον ρώτησε αν θα ήθελε να συναντήσει τον Άλεν. «Τότε νόμιζα ότι αυτό το έργο θα ήταν η μοναδική μου περιπέτεια με την υποκριτική. Αλλά πήγα στο γραφείο του Γούντι και θυμάμαι ότι στεκόταν σε μία σκάλα και έψαχνε κάτι βιβλία στη βιβλιοθήκη, χωρίς να μου πολυδίνει σημασία. Με ρώτησε αν θα έκανα κάτι εκείνο το καλοκαίρι. Είπα όχι και αυτή ήταν η οντισιόν μου».

Το αποτέλεσμα ήταν μία σύντομη εμφάνιση του Σον στην ταινία Μανχάταν, όπου υποδυόταν τον πρώην σύζυγο της Νταϊάν Κίτον. Ενώ είχε εμφανιστεί για λίγο στην ταινία, ο χαρακτήρας έκανε μεγάλη εντύπωση, όπως επίσης και η ερμηνεία του. Σύντομα, ο Σον δεχόταν πολλές επαγγελματικές προτάσεις. «Μετά από μερικά χρόνια κατάλαβα ότι μπορώ να ζήσω σαν ηθοποιός και να μπορώ να γράφω θεατρικά» λέει ο Σον. «Η Τζουλιέτ και ο Γούντι με ανακάλυψαν. Συνέχισα να είμαι ηθοποιός χάρη σε αυτούς».

Ο Σον βλέπει τον Μορτ Ρίφκιν σαν τη μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του. «Είναι ένας υπέροχος χαρακτήρας και μια τεράστια πρόκληση» λέει. «Ακόμα σοκάρομαι που ο Γούντι με εμπιστεύτηκε σε αυτόν τον βαθμό. Έβαλα την καρδιά και την ψυχή μου με έναν τρόπο που με εξέπληξε». Ο Άλεν ήταν πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. «Με ενθουσίασε ο τρόπος που υποδύθηκε τον Μορτ» λέει ο Άλεν. «Έκανε ό,τι ήθελα και τα κατάφερε περίφημα».

Ο Μορτ Ρίφκιν είναι πρώην καθηγητής κινηματογράφου και ετοιμάζεται να γράψει ένα μυθιστόρημα. Παρά τις προσπάθειες, παραμένει μπλοκαρισμένος και ανίκανος να φτάσει τον πήχη που ο ίδιος έχει βάλει στον εαυτό του, καθώς δεν μπορεί να δεχτεί τίποτα λιγότερο από ένα αριστούργημα. «Συνεχώς το ξαναγράφει, το αναβάλλει και μετά προσπαθεί ξανά και ξανά, αλλά δεν έχει το χάρισμα» λέει ο Άλεν. «Είναι τόσο απλό. Αν ψάξεις ένα εκατομμύριο ανθρώπους, μόνος ένας έχει το χάρισμα». Η απογοήτευση του Μορτ με το γράψιμο τον έχει μετατρέψει σε έναν στρυφνό άνθρωπο του οποίου η μόνιμα κακή διάθεση απειλεί τον γάμο του με την Σου, που εργάζεται ως υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσιότητας. «Είναι σε ένα πρώτο στάδιο κατάθλιψης» εξηγεί ο Σον. «Νιώθει ανάξιος, αν δεν γράψει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα».

Ο Μορτ συνοδεύει τη Σου στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν στην Ισπανία, περισσότερο για να την προσέχει παρά για να δει ταινίες. Είναι πεπεισμένος ότι η Σου έχει ερωτευτεί τον πελάτη της, τον Γάλλο σκηνοθέτη Φιλίπ (Λουί Γκαρέλ). «Ο Φιλίπ είναι ένας ψευτοδιανοούμενος» λέει ο Γκαρέλ. «Έχει σκηνοθετήσει μια ταινία με αντιπολεμικό μήνυμα, κάτι με το οποίο όλοι συνδεόμαστε, οπότε παίρνει καλές κριτικές». Από την πλευρά της Σου, όμως, ο Φιλίπ είναι πραγματικά προικισμένος, είναι το είδος του καλλιτέχνη με τον οποίο πάντα ήθελε να συνεργαστεί. «Η Σου έχει πάθος με τα ανερχόμενα ταλέντα» λέει Τζίνα Γκέρσον. «Με τον Φιλίπ νιώθει ότι έχει να κάνει με ένα καθαρόαιμο ταλέντο και είναι ενθουσιασμένη. Πραγματικά πιστεύει σε αυτόν και θέλει να τον ωθήσει να κερδίσει όλα τα βραβεία στο φεστιβάλ. Αλλά ο Μορτ δεν σέβεται ούτε υποστηρίζει αυτή την προσπάθεια».

Στην πραγματικότητα, ο Μορτ δεν χάνει ευκαιρία να τον γελοιοποιήσει τα πάντα γύρω από τον Φιλίπ και το έργο του. «Η Σου έχει μια καταπληκτική δουλειά» λέει ο Σον. «Γιατί να θέλει να είναι με τον Μορτ όταν εκείνος περιπαίζει οποιονδήποτε θαυμάζει; Όμως ο Μορτ, από την πλευρά του, νιώθει ότι ζει σε έναν κόσμο με ψεύτικες αξίες, όπου αυτό που είναι πραγματικά σπουδαίο και όμορφο μένει στα αζήτητα. Αλλά όλα αυτά θα μπορούσε να τα κρατήσει για τον εαυτό του. Επειδή δεν είναι σε καλή διάθεση γενικά, δεν βρίσκει κίνητρο να είναι ευγενικός».

Η εσωτερική αναστάτωση του Μορτ του προκαλεί στηθάγχη. Ενώ η Σου, που έχει πια μπουχτίσει, αποδίδει τους πόνους του Μορτ σε κάτι τάκος που έφαγε στο αεροπλάνο, ο Μορτ ψάχνει να βρει γιατρό να τον εξετάσει. Τελικά, ανακαλύπτει μια γιατρό, την Δρ Χο Ρόχας (Ελένα Ανάγια). Σχεδόν αμέσως, ο Μορτ νιώθει ότι έχει πολλά κοινά μαζί της: ένα κοινό γούστο στο σινεμά, μία κοινή απόρριψη για το έργο του Φιλίπ, μία νοσταλγία για τη Νέα Υόρκη και το Παρίσι και έναν δυστυχισμένο γάμο. «Αυτό συμβαίνει στη ζωή» λέει ο Άλεν. «Κάπου κάπου, γνωρίζεις κάποιον που έχει την ίδια στάση στη ζωή, το ίδιο γούστο με εσένα». Σταδιακά αυτή η γνωριμία βαθαίνει καθώς ανακαλύπτουν ότι είναι αδελφές ψυχές. «Νομίζω ότι καμιά φορά η ζωή μας δίνει ένα δώρο. Αυτό συνέβη όταν η Χο συνάντησε τον Μορτ» λέει η Ανάγια. «Είναι εντελώς μόνη της, απεγνωσμένη, απογοητευμένη από τον γάμο της και εκείνη ακριβώς τη στιγμή πέφτει πάνω σε έναν άνθρωπο που την καταλαβαίνει, την ακούει και τη βοηθάει. Και βλέπει ότι κι αυτός χρειάζεται έναν φίλο».

Ο σύζυγος της Χο, ο Πάκο (Σέρζι Λόπεθ) είναι ένας εγωκεντρικός, εκρηκτικός ζωγράφος που την απατά και την κάνει δυστυχισμένη. «Είναι ένας από αυτούς που νομίζουν ότι έχουν προνόμια» λέει ο Άλεν. «Νομίζει ότι επειδή είναι καλλιτέχνης, είναι ιδιοφυία και δεν πρέπει να υπακούει στους κανόνες των αστών. Κάνει ό,τι θέλει, είναι σεξουαλικά απελευθερωμένος και η γυναίκα του πρέπει, κατά τη γνώμη του, να τον αποδέχεται».

Ο Λόπεθ πιστεύει ότι ο Πάκο συμπεριφέρεται έτσι γιατί υποφέρει ο ίδιος. «Είναι κάποιος με πολλά συναισθηματικά προβλήματα με τη γυναίκα του, με τον εαυτό του, με το σύμπαν. Είναι ένα μεγάλο παιδί και η Χο είναι πιο πολύ μητέρα παρά σύζυγος. Όταν λέει ότι θα αυτοκτονήσει, δεν το εννοεί, θέλει η Χο να συμπεριφερθεί σαν μητέρα και να τον σταματήσει». Η Χο είναι εγκλωβισμένη σε αυτή την τοξική σχέση με τον Πάκο, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. «Είναι θύμα του έρωτα» λέει η Ανάγια. «Αγαπά τον Πάκο και εκείνος το ίδιο, αλλά όχι με ωραίο τρόπο. Γι’ αυτό υποφέρει».

Ο Σον πιστεύει ότι ο Μορτ και η Χο μπορούν να προσφέρουν ο ένας στον άλλον αυτό που στερούνται στον γάμο τους. «Ο σύζυγος της είναι συναρπαστικός και ρομαντικός κατά κάποιο τρόπο, αλλά δεν νομίζω ότι νοιάζεται για τα ίδια πράγματα με εκείνη» λέει ο Σον. «Ο Μορτ μπορεί να την εκτιμήσει με έναν τρόπο που ο σύζυγος της δεν μπορεί πια και η Χο είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα ωραία χαρακτηριστικά του Μορτ, τα οποία έχουν κουράσει τη Σου».

Όπως και η Χο, πολλοί χαρακτήρες της ταινίας δεν έχουν κάνει καλές επιλογές στην προσωπική τους ζωή . «Είναι κοινή ασθένεια» λέει ο Άλεν. «Υπάρχουν δισεκατομμύρια λόγοι για αυτό, αλλά είναι διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση». Η Χο έχει αδυναμία στους καλλιτέχνες που δεν της φέρονται καλά, καθώς ο πρώτος σύζυγος της ήταν ποιητής, ο οποίος την άφησε για μια άλλη γυναίκα. «Νομίζω ότι η Χο έλκεται από καλλιτέχνες, γιατί νομίζει ότι καταλαβαίνουν τη ζωή μέσα από μια άλλη διάσταση» λέει η Ανάγια. «Αλλά ερωτεύεται με το όνειρο, όχι την πραγματικότητα. Νομίζει ότι θα είναι ευαίσθητοι και όμορφοι, αλλά τελικά είναι το αντίθετο, είναι βίαιοι». Ο Μορτ από τη μεριά του έχει κατ’ επανάληψη νιώσει έλξη, ήδη από την εφηβεία του, για κορίτσια και γυναίκες που τον έχουν απορρίψει, κυρίως γιατί δεν ενδιαφέρονταν για τις πνευματικές του αναζητήσεις. Στο πρόσωπο της Σου, ο Μορτ βρήκε κάποια που τον εξιδανίκευσε ως διανοούμενο, αλλά ο γάμος τους δηλητηριάστηκε από την αποτυχία του να σταθεί στο ύψος των δυνατοτήτων του. «Είχαν πολύ καλή σχέση για καιρό» λέει ο Άλεν «αλλά την κούρασε. Κανείς δεν θα τα κατάφερνε, ποιος να την κατηγορήσει; Δεν αισθανόταν άνετα με τον κόσμο». Η Τζίνα Γκέρσον νιώθει ότι η Σου έφτασε στα όρια της με τον Μορτ και είχε παραιτηθεί από τον έρωτα μέχρι που εμφανίστηκε ο Φιλίπ. «Δεν είχε σκοπό να ερωτευτεί τον Φιλίπ» λέει η ηθοποιός. «Είναι πρακτική και καθόλου ονειροπαρμένη. Αλλά νομίζω ότι ξαφνικά της δείχνει μια ζωή που την ονειρευόταν πάντα και νομίζω ότι ένιωσε ότι είναι μία δεύτερη ευκαιρία να ακολουθήσει την καρδιά της». Ο Γκαρέλ βλέπει ένα στοιχείο φαντασίωσης στον τρόπο που ο Φιλίπ τη φλερτάρει. «Υπάρχει ο μύθος για τον έρωτα και τους Γάλλους και νομίζω ότι η ταινία παίζει με αυτή την ιδέα μέσα από την κωμωδία».

Πίσω από την κάμερα

Σε αντίθεση με άλλα μέλη του καστ, ο Γουάλας Σον έχει συνεργαστεί ξανά με τον Γούντι Άλεν και ήταν προετοιμασμένος για την προσέγγιση του και ήξερε τι να του δώσει. «Στον Γούντι αρέσει ο αυθορμητισμός στην ερμηνεία» λέει ο Σον. «Αν κάτι μοιάζει τεχνητό, δεν του αρέσει. Δεν θέλει οι ηθοποιοί να έχουν προκαταλήψεις για το πώς κάποιος θα συμπεριφερόταν σε μια κατάσταση και να προσπαθήσουν να τον μιμηθούν. Δεν θέλει να προσχεδιάζεις, αλλά να αφήνεις το υποσυνείδητο σου να σε εκπλήσσει».

Η Γκέρσον ένιωσε την πρόκληση να παίζει έναν χαρακτήρα που είναι κοντά στον πραγματικό εαυτό της, γιατί έχει συνηθίσει να αλλάζει φυσιογνωμία και να μιλάει με διάφορες προφορές. «Ήταν δύσκολο στην αρχή, γιατί ήθελε να είμαι ο εαυτός μου και να μην προσθέσω παραπάνω στοιχεία, κάτι που δεν έχω ξανακάνει για να είμαι ειλικρινής» λέει. «Η οδηγία του ήταν να μη σκέφτομαι. Τον άκουσα και άρχισα να το κάνω από κάποιο σημείο και πέρα. Συμμορφώθηκα και το έκανα».

Η Ελένα Ανάγια περιγράφει τη συνεργασία με τον Άλεν κάτω από ένα διαφορετικό φως. «Έδινε καταπληκτικές οδηγίες» λέει. «Κάθε σημείωση ήταν τόσο ακριβής και αληθινή. Μου έλεγε ότι όταν έλεγα μια ατάκα σκεφτόμουν αυτό, αλλά ότι έπρεπε να σκέφτομαι το άλλο. Είχε δίκιο. Διάβαζε το μυαλό μου. Έβλεπε ό,τι γινόταν στο κεφάλι μου».

Ως πιστός θαυμαστής του Άλεν, ο Γκαρέλ ήταν αγχωμένος όταν πρωτοπήγε στο γύρισμα. «Έχω δει όλες τις ταινίες του και ήμουν περίεργος να δω πώς δουλεύει» λέει ο ηθοποιός. «Ρωτούσα αν μπορώ να προσθέσω κάτι και συμφωνούσε, αν ήταν κάτι που έδινε φυσικότητα. Κατάλαβα ότι δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο μυστικό, απλώς ψάχνει κάτι που κάνει τα πράγματα να φαίνονται φυσικά».

Ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Κρίστοφ Βαλτς συμμετείχε στο καστ ως ο «Θάνατος» και είχε μόνο μια σκηνή. «Ήθελα να δουλέψω με τον Γούντι Άλεν» λέει. «Μία σκηνή είναι καλύτερη από καμία. Ίσως την επόμενη φορά να έχω δύο σκηνές. Θα χαρώ να το καταφέρω». Η ερμηνεία του Κρίστοφ Βαλτς στον ρόλο του θεριστή είναι διασκεδαστική και αιφνιδιαστικά μεγαλόκαρδη: «Είναι πολύ τρυφερός και νοιάζεται για το καλό των άλλων» λέει ο ηθοποιός. «Καταλαβαίνει τις ανησυχίες και τα προβλήματα των θνητών και νιώθει συμπόνοια».

Ο κορυφαίος διευθυντής φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Γούντι Άλεν σε τέσσερις ταινίες και κάθε φορά καλείται να αποδώσει δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές εκφράσεις στην ίδια ταινία. Το έχει κάνει για παράδειγμα στο Café Society όπου αντιπαρέθετε το παλιό Χόλιγουντ με τον κόσμο της νύχτας στα κλαμπ της Νέας Υόρκης. Σε αυτή την ταινία, ο Στοράρο απέδωσε την πραγματικότητα του φεστιβάλ στο Σαν Σεμπαστιάν με έγχρωμες εικόνες και την εσωτερική ζωή του Μορτ σε ασπρόμαυρο. «Πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται με χρώματα, αλλά νομίζω ότι ο Μορτ, επειδή ταυτίζεται με τις ασπρόμαυρες ταινίες που αγαπά τόσο πολύ, ονειρεύεται σε άσπρο και μαύρο» λέει ο Στοράρο. «Αν το καλοσκεφτείς, η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι πιο πολύ φαντασία παρά πραγματικότητα, γιατί το ασπρόμαυρο δεν υπάρχει στη φύση». Ο Στοράρο, που έχει γράψει πολλά βιβλία για τον συμβολισμό των χρωμάτων, δεν έχει κάνει ασπρόμαυρη ταινία. «Αν ο Γούντι ή κάποιος άλλος σκηνοθέτης μου ζητούσε να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, θα έλεγα όχι. Είναι σαν να έχεις ένα πιάνο και όλες αυτές τις νότες να παίξεις. Δεν θέλω να έχω μόνο το μαύρο, το άσπρο και το γκρι. Αλλά στο Φεστιβάλ, είχα το έγχρωμο και ασπρόμαυρο, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω έναν οπτικό διάλογο».

Ο σχεδιαστής παραγωγής Αλάν Μπενέ και η ενδυματολόγος Σόνια Γκραντ είναι χρόνια φίλοι και έχουν συνεργαστεί σε πολλές ταινίες. «Η συνεργασία μας είναι ανθηρή και έχει ροή» λέει ο Μπενέ. «Σε συνεργασία με τον Βιτόριο Στοράρο, επικεντρωθήκαμε στο πώς τα χρώματα των ρούχων θα λειτουργούσαν στα σκηνικά που είχα σχεδιάσει». Οι ασπρόμαυρες σεκάνς της ταινίας είχαν ιδιαίτερες προκλήσεις. «Συμφωνήσαμε όλοι, από τη στιγμή που μέρος της ταινίας θα γυριζόταν σε ασπρόμαυρο και ήταν σημαντικό να δώσουμε ένταση στο χρώμα σε άλλες περιοχές, όχι μόνο να διαφοροποιήσουμε την πραγματικότητα από το όνειρο, αλλά να δώσουμε έναν οπτικό ρυθμό σε όλη την ταινία» λέει η Γκραντ. Πολλές σκηνές, μάλιστα, γυρίστηκαν σε πραγματικές τοποθεσίες, όπου λαμβάνει χώρα το Φεστιβάλ.  

Τα μεγάλα ερωτήματα

Όντας σινεφίλ, η ταυτότητα του Μορτ και η αίσθηση του τι έχει σημασία στη ζωή έχει διαμορφωθεί από αυτά που είδε στα νεαρά του χρόνια, ειδικά οι ταινίες του Μπέργκμαν, του Φελίνι, του Μπουνιουέλ, του Τριφό, του Γκοντάρ κτλ. «Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ασχολήθηκαν πολύ με το νόημα της ζωής» λέει ο Σον. «Ο Μπέργκμαν είχε εμμονή με αυτό το ερώτημα. Η Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι ήταν βουτηγμένη σε αυτό το ερώτημα. Νομίζω ότι μέσα από αυτές τις ταινίες ο Μορτ ένιωσε ότι αυτές είναι οι σημαντικές ερωτήσεις στη ζωή».

Ίσως επειδή συνεχώς παλεύει με αυτά τα ερωτήματα, ο Μορτ έλκεται από τις εκκλησίες, παρόλο που είναι κατεξοχήν ένας αγνωστικιστής με εβραϊκή ανατροφή. «Κάτι τον τραβάει εκεί, ίσως γιατί οι εκκλησίες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε αυτές τις ταινίες και νομίζει ότι θα βγάλει κάποιο συμπέρασμα πηγαίνοντας εκεί» λέει ο Σον. 

Ο Άλεν πιστεύει ότι ο Μορτ θα ήθελε πραγματικά να είναι πιστός. «Η Θρησκεία, ο Θεός, το νόημα της ζωής ή η έλλειψη του, αυτά είναι στο μυαλό του Μορτ συνέχεια» λέει. «Γι’ αυτό όταν ένας δημιουργός σαν τον Φιλίπ κάνει ταινίες για πολιτικά θέματα όπως τον πόλεμο, παρόλο που αυτά είναι σημαντικά ζητήματα, για τον Μορτ είναι ασήμαντα. Ο Μορτ νιώθει, όπως δηλώνει στην ταινία, ότι ακόμα κι αν ζούσαμε σε έναν τέλειο κόσμο, αυτά τα ερωτήματα θα στοίχειωναν και θα τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους».

Ο Μορτ έχει άποψη για τον έρωτα από τις γαλλικές ταινίες του Τριφό και του Γκοντάρ. «Νομίζω ότι ο Μορτ είναι επηρεασμένος από το γαλλικό σινεμά εξ ου και η σοβαρότητα για αυτή την πτυχή της ζωής, για την οποία ενδιαφέρεται παθιασμένα». Ο Άλεν βλέπει τις ευρωπαϊκές ταινίες αυτής της εποχής σαν πιο ώριμες σε θέματα έρωτα από αυτές του Χόλιγουντ. «Οι Ευρωπαίοι ήταν πιο ώριμοι σεξουαλικά στην οθόνη» λέει. «Ένα παντρεμένο ζευγάρι δεν κοιμόταν σε ξεχωριστά κρεβάτια. Στην Ευρώπη, αυτό θα ήταν για γέλια. Οι Ευρωπαίοι μας επηρέασαν και μετά οι Αμερικανοί σκηνοθέτες έκαναν ταινίες όπου γυναίκες και άντρες μπορούσαν να κοιμηθούν μαζί και στις χολιγουντιανές ταινίες η κατάληξη δεν ήταν απαραίτητα ευτυχής».

Όταν ο Μορτ προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της ζωής του, όπως η παρακμή του γάμου του και τα συναισθήματα που αναδύονται για τη Χο, τα κοιτάει μέσα από το φίλτρο των κλασικών ταινιών που αγαπά «Ο Μορτ είναι ένας χαρακτήρας που ονειρεύεται ξύπνιος, γιατί όταν βλέπεις μια ταινία είναι σαν να ονειρεύεσαι ξύπνιος» λέει η Ανάγια. «Νομίζω ότι όλοι προβάλλουμε στα όνειρα μας ό,τι θέλουμε να έχουμε, ό,τι θέλουμε να ζήσουμε ή να νιώσουμε. Ο Μορτ το κάνει μέσα από τις ταινίες». Οι ρεμβασμοί του Μορτ συχνά τον οδηγούν μακριά από την πραγματικότητα. «Υπάρχουν φανταστικές καταστάσεις» λέει ο Σον. «Κι όμως ο Μορτ πάντα συμπεριφέρεται πολύ πειστικά και φυσικά, με έναν τρόπο που δεν θα φερόταν κάποιος σε μία φανταστική συνθήκη που συμβαίνει σε μία πραγματική κατάσταση. Αλλά ο Μορτ μπορεί να είναι μόνο ο εαυτός του. Δεν μπορεί παρά να είναι ο εαυτός του, γιατί αυτό μόνο ξέρει».

Η ταινία ξεκινά σε ένα γραφείο ψυχαναλυτή και η όλη ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του Μορτ καθώς κοιτάει πίσω σε ό,τι του έχει συμβεί, όχι μόνο στο ταξίδι του στο Σαν Σεμπαστιάν, αλλά και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του. Ο Μορτ λέει ιστορίες για τους γονείς του, τις πρώτες σχέσεις του με τις γυναίκες, τον γάμο του και τον αγώνα του να βρει ένα νόημα. Κατά μια έννοια, το κοινό παίρνει τον ρόλο του ψυχιάτρου, ακούγοντας τον Μορτ να συναρμολογεί τα κομμάτια του παζλ που τον κάνουν τόσο δυστυχισμένο στην αρχή της ταινίας και παρακολουθούν αν τελικά θα βρει ελπίδα. «Όταν ο Μορτ συναντά τη Χο, αποκτά νέα πνοή» καταλήγει ο Σον. «Ξυπνά και είναι αναγεννημένος. Δεν ήξερε ότι είχε ακόμα μέσα του τόσο ενθουσιασμό για κάτι, αλλά ανακαλύπτει ότι είχε».

Σκηνοθεσία/Σενάριο: Γούντι Άλεν

Πρωταγωνιστούν:  Τζίνα Γκέρσον, Γουάλας Σον, Ελένα Ανάγια, Σέρζι Λόπεθ, Κρίστοφ Βαλτς, Λουί Γκαρέλ

Διανομή ρόλων: Τζουλιέτ Τέιλορ

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Βιτόριο Στοράρο

Σχεδιασμός Παραγωγής: Αλάν Μπενέ

Κοστούμια: Σόνια Γκραντ

Μοντάζ: Αλίσα Λέπσελτερ

Μουσική: Στεφάν Ρεμπέλ

Ημερομηνία Εξόδου: 15 Ιουλίου 2021

Διάρκεια: 1 ώρα και 32 λεπτά