Αφήνοντας το Βερολίνο του 1974 και γυρίζοντας στην Ελλάδα, ο Βλάσης Κανιάρης αποφάσισε να αποτυπώσει με οδύνη την υπαρξιακή αγωνία του στην περίφημη εγκατάσταση  με τίτλο «Κουτσό». Αυτή ακριβώς η εγκατάσταση τέσσερις δεκαετίες μετά εμπνέει πέντε σύγχρονους Έλληνες εικαστικούς που δημιούργησαν καινούργια έργα, για την έκθεση Renaissance Stories, με την οποία ο Οργανισμός Πολιτισμού και Ανάπτυξης «ΝΕΟΝ», συμμετέχει στη φετινή διοργάνωση του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου.

Η ιστορία της υπαρξιακής μετανάστευσης του Κανιάρη, παρουσιάζει αναλογίες με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα του σήμερα. Είναι μια προσωπική ιστορία δυσκολιών που όμως υπερβαίνει τις αντιξοότητες της εξόριστης ζωής του δημιουργού της. Το «Κουτσό» αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της διαχρονικής δύναμης της τέχνης να συντονίζεται με την ανθρωπότητα, ανεξάρτητα από τις εφήμερες συνθήκες.

«Η αφορμή της έκθεσης είναι αυτά που ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια και η ιδέα ήταν με ενδοσκόπηση να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα της κρίσης. Σαράντα χρόνια μετά το έργο του Βλάση Κανιάρη, οι καλλιτέχνες με πολύ ευρηματικούς τρόπους μας αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες δεινών και δυσκολιών και της υπέρβασής τους. Πετυχαίνουν να μας κάνουν να σκεφτούμε για την κρίση και να θέσουμε και το ερώτημα αν θα τα καταφέρουμε», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής της έκθεσης, Δημήτρης Παλαιοκρασσάς.

ejth2

Γύρω από το «Κουτσό», που φιλοξενείται στην έκθεση καθώς το παραχώρησε το ΕΜΣΤ, παρουσιάζονται οι δημιουργίες των Δήμητρα Βάμιαλη, Κώστα Ιωαννίδη, Μάρω Μιχαλακάκου, Σάββα Χριστοδουλίδη και Αλέξανδρου Ψυχούλη.

Στην εγκατάσταση «Summerestimated», η Δήμητρα Βάμιαλη αφηγείται μια ιστορία στην παραλία, μια αλληλουχία συναισθημάτων από τη γαλήνη, στη δυσπιστία, στον τρόμο, στην παραλυτική αδυναμία μπροστά στο κακό και τέλος την ανακούφιση της σωτηρίας. Η καλλιτέχνιδα υπήρξε σιωπηλός μάρτυρας μιας επώδυνης ιστορίας με αίσια κατάληξη.

Ο Κώστας Ιωαννίδης, παρουσιάζει μια ηχητική εγκατάσταση με παράλληλη προβολή βίντεο, με τίτλο «Για Πάντα». Χρησιμοποιεί μια σχεδόν εξαφανισμένη ελληνική σφυριχτή γλώσσα και ένα διάλογο από μια ιστορία του Μπόρχες, προκειμένου να θέσει το ζήτημα της απώλειας μέσω της λησμονιάς.

ekth2

Η «Ελένη», της Μάρως Μιχαλακάκου είναι ένα τρισδιάστατο αυτόνομο γλυπτό, ένα απόκοσμο πλάσμα, που μοιάζει να πολεμά για την επιβίωσή του, καθώς κρέμεται από τις βελούδινες λωρίδες του. Η μανιώδης, οδυνηρή προσπάθεια αντανακλά μια απελπισμένη ψυχή, που αγωνίζεται να αποδράσει από τον πάτο του βαρελιού.

Το βασικό στοιχείο του «Proposal for a monument», του Σάββα Χριστοδουλίδη, είναι μια κατακόρυφη κολόνα, ένα αντικείμενο που βρήκε ο καλλιτέχνης από βιτρίνα καταστήματος που έκλεισε εξαιτίας της κρίσης. Σε ένα διττό παιχνίδι, το αντικείμενο είναι μια καθημερινή μελαγχολική υπενθύμιση στις ζωές των Ελλήνων, ή και μια αναφορά στη δωρική κολόνα, σύμβολο της αρχαίας ελληνικής δόξας, σε θλιβερή αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση στη χώρα. Ή, ακόμα και μια αισιόδοξη υπενθύμιση του τι είναι ικανή να επιτύχει η ελληνική κοινωνία. Η γόνιμη ταλάντευση, ανάμεσα στις δυο αναγνώσεις, εντείνεται από την επικίνδυνη ισορροπία του αντικειμένου σε τεντωμένο σκοινί πάνω από το κενό: θα κατακρημνιστεί το μνημείο στην τρύπα, ή έχει γερά θεμέλια; Ένα ερώτημα που κυριαρχεί στη συλλογική ελληνική συνείδηση.

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης χρησιμοποιεί ως σημείο αφετηρίας τα καλλιτεχνικά σχέδια ενός υπαρκτού προσώπου, μιας κοπέλας ονόματι Ζωή, για να φτιάξει το πληθωρικό κήτος του. Το εκτόπισμα της φάλαινας, με τίτλο «Ο Οίκτος είναι μια μορφή ευτυχίας», απηχεί το δυσβάσταχτο φορτίο των βασάνων που σωρεύεται στην πλάτη της ελληνικής κοινωνίας.