Το μεσαίο και ομορφότερο μέλος των αδερφών Burgman έρχεται να δώσει μια μέση λύση στην οικογενειακή «βεντέτα».
Το Suzuki Burgman 400 είναι ο «αδερφός από άλλη μητέρα». Κρατάει τον όγκο/χώρο, που προσφέρουν απλόχερα τα 200 και 650, υποστηρίζει την άνεση, παινεύεται για τα πολύ καλά φρένα του με τη βοήθεια του ABS και σε προδιαθέτει ακόμη και για μεγάλα ταξίδια. Ο χαρακτήρας του όμως, είναι που κάνει το 400 να ξεχωρίζει, ως πιο άγριο αλλά ταυτόχρονα και πιο εύκολο για έναν οδηγό που, προερχόμενος από λιγότερα κυβικά, οδηγεί για πρώτη φορά scooter της μεσαίας κατηγορίας.
Ποιότητα/ Αισθητική
Μερικά χρόνια πριν, το Burgman 400, είχε την ίδια συντηρητική και …απρόσωπη πρόσοψη με τα υπόλοιπα αδέρφια του, γνωστή στην πιάτσα ως «όταν μεγαλώσω θα γίνω αυτοκίνητο». Ήρθε όμως μια μέρα η καλή νεράιδα με το μαγικό πινελάκι της και μεταμόρφωσε το 400. Εν μια νυκτί, το έκανε να δείχνει πιο γρήγορο, πιο σπορ, πιο νεανικό, πιο… scooter – μοτοσικλέτα! Κοινώς, το facelift πέτυχε, με τους αεραγωγούς και τα επανασχεδιασμένα, πιο γλυπτά φανάρια να δίνουν μια πιο όμορφη και φρέσκια αύρα.
Η μοντέρνα σχεδιασμένη ζελατίνα, ταιριάζει απόλυτα στο στιλ του Burgman 400, όμως η λειτουργικότητά της είναι ένα θέμα προς εξέταση. Ασυνήθιστα όμορφη είναι η μορφή του με τις χούφτες προστασίας να υποδηλώνουν την δυνατότητα για ταξίδι. Τα όργανά του δεν είναι ψηφιακά όπως στο 650, αλλά απλά με μια ρετρό ιδέα, από την οποία εξαιρείται η ψηφιακή οθόνη στο κέντρο του πάνελ που περιέχει ψηφιακό ρολόι, μετρητή ταξιδιού, θερμοκρασία περιβάλλοντος και μερικό μετρητή κατανάλωσης καυσίμων. Οι υπόλοιπες ενδείξεις φιλοξενούνται στα αναλογικά καταστρώματα και τις κλασικές λυχνίες, ενώ η φλοίδα «ξύλου» κάτω από τα όργανα δεν έκανε και πάρα πολλούς φίλους.
Οι νίκελ καθρέπτες του ταιριάζουν και είναι πολύ σταθεροί κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Η συγκεκριμένη έκδοση διαθέτει τη γνωστή παχιά και φαρδιά σέλα των Burgman, σε καφέ χρώμα, με γερές ραφές και με μικρή «πλάτη» για το συνεπιβάτη. Οι γραμμές της χειρολαβής είναι μοντέρνες και παρά τα φαινόμενα, πρακτικές, ενώ τα πίσω φανάρια έχουν μια αιχμηρή τάση, αλλά δεν σε κάνουν να ξεχνάς ότι ο «μπαμπάς» τους, μάλλον, ήταν αυτοκίνητο.
Χώροι/ Άνεση
Το Burgman 400 είναι τόσο άνετο όσο δείχνει. Η σέλα, η θέση οδήγησης, ο χώρος στα πόδια, αλλά και το πολύ βολικό κόψιμο στο πάτωμα που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στο έδαφος για αναβάτες παντός αναστήματος. Όχι βέβαια ότι ο συνεπιβάτης θα έχει παράπονο, εκτός αν αρέσκεται στη γκρίνια άνευ ουσίας. Τα ενιαία πατάκια των δύο επιβαινόντων βρίσκονται σε άνετο ύψος, ενώ ο οδηγός έχει και το προνόμιο να ξεκουράσει τα πόδια του στο βάθος της ποδιάς. Τα 215 κιλά του δεν επηρεάζουν σημαντικά τη μετακίνηση εν στάσει, αλλά ούτε και την ευελιξία του στην οδήγηση χάρη στη σωστή κατανομή του βάρους. Οι χώροι αποθήκευσης; Άφθονοι. Κάτω από τη σέλα θα χωρέσουν είτε δύο full face κράνη ή δύο μεγάλες τσάντες πλάτης, ή ένα σακ-βουαγιάζ ή οτιδήποτε φαντάζεστε.
Φρένα/Αναρτήσεις
Απόλυτα συνεργάσιμο το σύστημα πέδησης του Burgman 400, όπως επίσης και εύκολα ελεγχόμενο χάρη στο ABS που διαθέτει. Το μπροστινό διπλό δισκόφρενο ακινητοποιεί με άψογη ασφάλεια και σταθερότητα στα περισσότερα είδη οδοστρώματος που διαθέτει η χώρα μας. Οι αναρτήσεις υποστηρίζουν αρκετά καλά το σύνολο με το πίσω αμορτισέρ, που βρίσκεται κάτω από το πάτωμα της ποδιάς και λειτουργεί με μοχλικό, να παίρνει άριστα όσο αφορά στο feedback που δίνει στον αναβάτη και τα λιγοστά τραντάγματα που –ως επί το πλείστον- απορροφά και η πλούσια σέλα. Εξίσου καλά συμπεριφέρεται και το απλό μπροστινό τηλεσκοπικό πιρούνι, με μοναδικό ψεγάδι κάποια ηχηρά και αισθητά κοπανήματα, όταν περνάει από λακκούβες που δεν του αρέσουν, χωρίς όμως να επηρεάζει καθόλου την πορεία του Burgman.
Κινητήρας
Το Burgman έρχεται με έναν τετράχρονο μονοκύλινδρο υγρόψυκτο κινητήρα των 398 κ. εκ., σχεδιασμένο να παράγει ευρεία και χρησιμοποιήσιμη δύναμη, με ήρεμη λειτουργία και χαμηλό κόστος συντήρησης. Το σύστημα ISC (Idle Speed Control) που διαθέτει, βοηθά να διατηρεί σταθερό το ρελαντί, αποτρέποντας έτσι την καθυστέρηση στην απόκριση, όταν το scooter είναι φορτωμένο με πρόσθετο βάρος. Το Burgman 400 δεν θα είναι το πρώτο που θα πεταχτεί στο φανάρι, αφού οι εκκινήσεις του από στάση είναι σταδιακά προοδευτικές, κάτι που είναι αρκετά χρήσιμο στους νέους αναβάτες που δε θα τρομάξουν από σπινιαρίσματα ή αθέλητες εκκινήσεις τύπου ντράγκστερ. Αυτά βέβαια μέχρι το κοντέρ να δείξει περίπου 60 χλμ./ώρα, καθώς μετά αρχίζει να παίρνει φόρα ο κινητήρας αποδίδοντας ικανοποιητική δύναμη για να ξεκολλήσει από την κίνηση και να ανοιχτεί στις εθνικές οδούς. Η τελική του πιάνει τα 160 χλμ./ώρα, όπου και οι στροφές αρχίζουν να χτυπούν κόκκινα. Από εκεί και πέρα, διατηρεί την ταχύτητα αυτή και ίσως να βγάλει ένα-δυο χιλιόμετρα παραπάνω, αν η πλατιές του επιφάνειες δε βομβαρδίζονται από μετωπικούς και πλευρικούς ανέμους.
Οδηγώντας
Η άνετη οδήγηση, ο εύκολος χειρισμός και το πάντα ζωηρό γκάζι του 400 σε κάνει να μη θες να κατέβεις. Στα πολλά χιλιόμετρα ο χαρακτήρας του παραμένει σταθερός, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο αδερφό του που, λόγω μεγέθους και διαφορετικής προσέγγισης στις αναρτήσεις, άρχιζε να «κοσκινίζει». Πολύ καλό είναι και το στήσιμό του στις στροφές, δίνοντάς κάμποσα περιθώρια να πλαγιάσεις και με αρκετό γκάζι να κρατηθεί μαχητικά ακόμα και στις φουρκέτες. Στους μπουχτισμένους αστικούς δρόμους, το Burgman 400, τα βγάζει πέρα μια χαρά για τον όγκο του. Το τιμόνι κόβει αρκετά στο μανουβράρισμα, αλλά όπως και να το κάνουμε δεν χωράει παντού. Το δούλεμά του παραμένει ζωντανό και γεμάτο ροπή, όμως ο ήχος της εξάτμισης, όσο άγριος και ωραίος κι αν είναι, γίνεται λίγο ενοχλητικός σε συνδυασμό με τη βαβούρα της πόλης. Τώρα η ζελατίνα, στις μικρές διαδρομές με το διαρκές σταμάτα – ξεκίνα παρουσιάζει ταλαντώσεις που σου αποσπούν την προσοχή, όπως άλλωστε και η καμπυλότητά της στο κέντρο που έχει την κακή συνήθεια να παραμορφώνει τον δρόμο. Στα ανοιχτά κομμάτια αυτό παρατηρείται πιο σπάνια, χωρίς όμως να εξαφανίζεται εντελώς. Ναι μεν προστατεύει απόλυτα από τη βροχή, τα πετραδάκια κλπ. αλλά η φαρδιά μπροστινή επιφάνεια του Burgman σε κάνει να αμφισβητείς την αεροδυναμική πλευρά της ζελατίνας.
Συμπέρασμα
Μπορεί να μην είναι το οικονομικότερο (8.395 ευρώ) στην κατηγορία του, μιας και απέχει σχεδόν 2.000 ευρώ από το αμέσως επόμενο, δικύλινδρο και συντηρητικά «τουμπανιασμένο» Burgman 650, όμως έχει να προσφέρει ό,τι ακριβώς χρειάζεται ο νέος στο χώρο αναβάτης. Προσφέρει αρκετό και ελεγχόμενο γκάζι, άπλετο αποθηκευτικό χώρο για μερικές εξορμήσεις εκτός πόλης χωρίς θυσίες σε ευελιξία, ασφάλεια και άνεση. Ένα μοντέρνο mega scooter look με maxi επιδόσεις.
Πηγή: mototriti.gr