Οι γυναίκες δολοφόνοι μπορεί να είναι πιο «σπάνιες» από τους άντρες, όμως τα εγκλήματα που διαπράττουν πολλές φορές «γράφουν ιστορία» για την αγριότητά τους, η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη λεγόμενη ευαίσθητη, γλυκιά, τρυφερή και αγαθή «γυναικεία φύση».
Δείτε παρακάτω τις ιστορίες μερικών από τις πιο στυγνές δολοφόνους της ιστορίας, όπως παρουσιάστηκαν στο MentalFloss:
1. Marie Manning
Η Marie de Roux Manning γεννήθηκε στην Ελβετία το 1821, ενώ το 1846 μετανάστευσε στην Αγγλία ως οικιακή υπηρέτρια.
Έκανε σχέση με δύο άντρες, τον Patrick O’Connor ένα πλούσιο Ιρλανδό και τον Frederick Manning, ένα εργάτη στους σιδηροδρόμους, ο οποίος ήταν ύποπτος για κλοπή. Και οι δύο άντρες τής έκαναν πρόταση γάμου.
Η ίδια ήρθε αντιμέτωπη με το δίλημμα, ποιος από τους δύο θα ήταν καλύτερη επιλογή. Ο O’Connor ήταν 50 ετών, όμως εργαζόταν ως εκτελωνιστής και είχε πολλές επενδύσεις. Ο Manning ήταν στην ηλικία της και υποστήριζε ότι σύντομα θα κληρονομούσε μια μεγάλη περιουσία.
Η Marie τελικά παντρεύτηκε τον Manning, όμως διατήρησε την ερωτική της σχέση και με τον O’Connor.
Σύντομα ανακάλυψε ότι τα περί κληρονομιάς που της είχε πει ο άντρας της ήταν όλα ψέματα. Έτσι, οι δυο τους αποφάσισαν να καλέσουν τον O’Connor για δείπνο στο σπίτι τους.
Στις 8 Αυγούστου του 1849 εκείνος εμφανίστηκε μαζί με ένα φίλο του, κάτι που δυσαρέστησε το νεαρό ζευγάρι, γιατί χαλούσε τα δολοφονικά σχέδιά του.
Η Marie τον προσκάλεσε και το επόμενο βράδυ, ζητώντας του να έρθει μόνος. Στις 9 Αυγούστου τον πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Όμως η σφαίρα δεν τον σκότωσε, με αποτέλεσμα να αναλάβει ο Frederick να τον αποτελειώσει με ένα λοστό.
Το ζευγάρι έθαψε τον O’Connor στο πάτωμα της κουζίνας του. Τις επόμενες μέρες η Marie «άδειασε» το σπίτι του από οτιδήποτε πολύτιμο βρήκε.
Αυτό που δε γνώριζαν ήταν ότι ο O’Connor είχε ενημερώσει τους φίλους του για την επίσκεψη και όταν εκείνοι τον αναζήτησαν η Marie πανικοβλήθηκε.
Έστειλε τον άντρα της να πουλήσει τα έπιπλά τους για να μπορέσουν να διαφύγουν και όσο εκείνος έλειπε… η ίδια έφυγε και πήγε στη Σκωτία.
Η αστυνομία σύντομα βρήκε το πτώμα του O’Connor. Η Marie συνελήφθη όταν προσπάθησε να πουλήσει κάποιες μετοχές του θύματος, ενώ κάποιος γνωστός τους κατέδωσε τον άντρα της.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ο ένας κατηγορούσε τον άλλο για τη δολοφονία, όμως και οι δύο κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Περίπου 30.000-50.000 άνθρωποι παραβρέθηκαν στο διπλό απαγχονισμό στις 13 Νοεμβρίου του 1849.
2. Constance Kent
Στις 29 Ιουνίου του 1860 εξαφανίστηκε από το σπίτι του στο Wiltshire της Αγγλίας ο 4χρονος Francis «Saville» Kent. Λίγο αργότερα βρέθηκε το πτώμα του. Κάποιος είχε κόψει το λαιμό του.
Στην αρχή όλοι υποψιάστηκαν τη νταντά του παιδιού Elizabeth Gough, όμως στη συνέχεια συνελήφθη η 16χρονη αδερφή του Constance Kent. Η Constance δε δικάστηκε και αφέθηκε ελεύθερη, ενώ η οικογένειά της μετακόμισε και η ίδια εστάλη σε σχολείο στη Γαλλία.
Πέντε χρόνια μετά η Constance ομολόγησε τη δολοφονία κατά τη διάρκεια εξομολόγησης σε έναν ιερέα. Παραδόθηκε στις Αρχές και δήλωσε ένοχη για τη δολοφονία του αδερφού της.
Αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη λόγω του νεαρού της ηλικίας της την εποχή του εγκλήματος. Ωστόσο, στην πορεία πολλοί υποψιάστηκαν ότι ίσως η ίδια κάλυπτε κάποιον. Υπήρχαν φήμες ότι ο πατέρας της, που ήταν γνωστός για την τάση του προς τη μοιχεία, είχε σκοτώσει το παιδί, ενώ κάποιοι άλλοι υποψιάζονταν τον αδερφό της ή ότι η ίδια σκότωσε με το μεγαλύτερο αδερφό της το μικρό Francis, ο οποίος ήταν από άλλη μητέρα.
3. Belle Gunness
Η Brynhild Paulsdatter Størseth γεννήθηκε στη Νορβηγία και το 1881 πήγε στις ΗΠΑ. Το 1884 παντρεύτηκε τον Mads Albert Sorenson, με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Δύο από τα παιδιά πέθαναν ενώ ήταν ακόμη βρέφη. Και τα δύο ήταν καλυμμένα από ασφάλεια ζωής. Κατά τη διάρκεια του γάμους τους κάηκε ένα σπίτι και μια επιχείρηση του ζεύγους, για τα οποία αποζημιώθηκαν και πάλι από την ασφάλεια.
Ο Sorenson πέθανε στις 30 Ιουλίου του 1900. Είχε δύο ασφάλειες ζωής στο όνομά του.
Δύο χρόνια μετά η Belle παντρεύτηκε τον Peter Gunness.
Ο ίδιος είχε ήδη δύο κόρες, η μία από τις οποίες ήταν πολύ μικρή και πέθανε ενώ βρισκόταν υπό την επίβλεψη της νέας του συζύγου. Την ίδια χρονιά πέθανε και εκείνος, όταν ένα βαρύ μηχάνημα έπεσε επάνω του.
Οι Αρχές ερεύνησαν το θάνατό του, όμως η Belle δεν κατηγορήθηκε γιατί ήταν έγκυος.
Λίγο μετά εξαφανίστηκε και η υιοθετημένη της κόρη, Jennie Olsen, ενώ η Gunness άρχισε να αναζητά τη συντροφιά –και οικονομική βοήθεια- άλλων αντρών, για να τα βγάλει πέρα με την υποθήκη του σπιτιού της.
Ανάμεσα σε αυτούς που ανταποκρίθηκαν ήταν οι John Moe, Ole B. Budsburg και Andrew Helgelien.
Δεν τους είδε ποτέ ξανά κανείς.
Το 1908 το σπίτι της πήρε φωτιά. Οι Αρχές ανακάλυψαν μέσα σε αυτό τέσσερα πτώματα: τα τρία ήταν των παιδιών του Gunness, ενώ υπήρχε και το ακέφαλο πτώμα μιας γυναίκας, οι αναλογίες της οποίας δεν ταίριαζαν με αυτές της Belle. Όμως ανάμεσα στις στάχτες βρέθηκε η οδοντοστοιχία της και ο ιατροδικαστής ανακοίνωσε το θάνατό της.
Σκάβοντας καλύτερα στα απομεινάρια του σπιτιού οι Αρχές ανακάλυψαν το πτώμα της Jennie Olsen, έξι αντρών και δύο ακόμη παιδιών.
Το τι απέγινε πραγματικά η Gunness δεν είναι γνωστό. Πάντως, μία ημέρα πριν από την πυρκαγιά η ίδια είχε πάρει όλες τις καταθέσεις της από την τράπεζα, ενώ το ακέφαλο πτώμα της γυναίκας που βρέθηκε στο σπίτι… δεν εξακριβώθηκε ποτέ σε ποια ανήκε.
4. Dagmar Overbye
Η Dagmar Overbye λειτουργούσε ένα βρεφοκομείο στην Κοπεγχάγη από το 1916 έως το 1920. Ανύπαντρες μητέρες άφηναν εκεί τα παιδιά τους για υιοθεσία, πληρώνοντας κάποιο ποσό για να γίνουν δεκτά από το ίδρυμα. Δεν είναι γνωστό πόσο καλά αρχεία κρατούσε η ίδια. Άλλωστε οι γονείς που πήγαιναν εκεί τα παιδιά τους δεν ήθελαν να μιλάνε για το θέμα αυτό, ούτε επέστρεφαν για να δουν τι έχουν απογίνει τα παιδιά τους.
Εκτός από μία.
Η Karoline Aagesen πήγε την κόρη της στο βρεφοκομείο το 1920. Την αμέσως επόμενη μέρα μετάνιωσε για την απόφασή της και επέστρεψε για να την πάρει.
Η Overbye της είπε ότι το παιδί είχε ήδη δοθεί για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι, του οποίου τη διεύθυνση δε μπορούσε να θυμηθεί.
Η Aagesen κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία και όταν ερεύνησαν το διαμέρισμα της Overbye εκείνη προσπάθησε να διαφύγει. Ο Αρχές εντόπισαν ρουχαλάκια μωρών και απανθρακωμένα οστά στο φούρνο.
Η Overbye συνελήφθη και ομολόγησε ότι είχε σκοτώσει 16 ή 20 μωρά.
Από τα στοιχεία που βρέθηκαν καταδικάστηκε για τη δολοφονία 9 βρεφών.
Όταν έγινε γνωστή η υπόθεση εμφανίστηκαν κι άλλοι γονείς, οι οποίοι ανέφεραν ότι είχαν αφήσει τα παιδιά τους σε εκείνη. Ο πραγματικός αριθμός των παιδιών που μπορεί να είχε σκοτώσει εκτιμάται από 29 σε 180. Πιστεύεται ότι το πρώτο παιδί που σκότωσε ήταν το δικό της, το οποίο γεννήθηκε λίγο καιρό προτού ανοίξει την «επιχείρησή» της.
Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1921. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η Overbye πέθανε στη φυλακή το 1929.
5. Jane Toppan
Η νοσοκόμα Jane Toppan από τη Βοστόνη ομολόγησε αρχικά 11 δολοφονίες και στη συνέχεια ο αριθμός αυξήθηκε σε 31.
Παρότι είχε κατηγορηθεί για απροσεξία με τις δόσεις των φαρμάκων στους ασθενείς της αλλά και για κλοπές, κατάφερνε να βρίσκει δουλειά ανάμεσα στο διάστημα 1885 και 1901.
Το 1901 μετακόμισε στο σπίτι της οικογένειας Davis, μετά το θάνατο της ηλικιωμένης μητέρας τους την οποία φρόντιζε η ίδια.
Μέσα σε λίγο διάστημα ο πατέρας και οι δύο κόρες της οικογένειας ήταν νεκροί.
Η Toppan δολοφόνησε και τη θετή αδελφή της, προτού ξεκινήσει η έρευνα για τους θανάτους αυτούς. Οι Αρχές ανακάλυψαν ότι τα θύματα είχαν δηλητηριαστεί και τη συνέλαβαν.
Η Toppan κρίθηκε μη ένοχη λόγω παραφροσύνης και μπήκε σε ψυχιατρική κλινική για την υπόλοιπη ζωή της.
Λέγεται ότι ήταν πολύ υπερήφανη για τους θανάτους που είχε προκαλέσει.