Στην Αμερική του 19ου αιώνα η παρακολούθηση ανθρώπων που είχαν γεννηθεί με κάποιες παραμορφώσεις ή γενετικές ανωμαλίες θεωρούνταν, όχι απλά κοινωνικά αποδεκτή, αλλά… οικογενειακή διασκέδαση.
Τα «freakshows» απέφεραν στον P.T. Barnum πολλά εκατομμύρια δολάρια.
Γυναίκες με μούσια, άντρες με το σώμα τους γεμάτο τατουάζ, παραμορφωμένοι άνθρωποι, νάνοι και πανύψηλοι άντρες και γυναίκες, ήταν μόνο μερικοί από αυτούς που αναγκάστηκαν από παιδιά ακόμη και παρά τη θέλησή τους να μπουν στη «βιομηχανία του θεάματος».
Ο ίδιος ο Barnum τούς παρουσίαζε ως σπάνια «είδη», «θηρία» κ.ά. παραποιώντας τα πραγματικά τους στοιχεία.
Κάποτε απάντησε σε μια κριτική που του είχε γίνει, λέγοντας πως αποστολή του ήταν να «πασπαλίσει την κοινωνία με λίγη μαγεία». «Δεν πιστεύω στην εξαπάτηση του κοινού» είχε πει το 1860 «αλλά πιστεύω στην προσέλκυση και την ευχαρίστησή του».
Φυσικά η «μαγεία» αυτή συνοδευόταν πολύ συχνά από κάποιου είδους εκμετάλλευση, γράφει ο Zachary Crockett στην ιστοσελίδα priceonomics.com.
Η άνοδος των «freakshows»
Τα «freak show» γεννήθηκαν στην Αγγλία του 16ου αιώνα. Για πολλούς αιώνες οι κοινωνίες των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο ερμήνευαν τις σοβαρές σωματικές παραμορφώσεις ως κακούς οιωνούς, ή ως αποδείξεις ότι τα κακά πνεύματα ήταν παρόντα.
Προς το τέλος του 1500 τα στίγματα αυτά είχαν μεταμορφωθεί σε… δημόσια περιέργεια.
Επιχειρηματίες έβρισκαν ανθρώπους με κάποια παραμόρφωση ή ανωμαλία και τους περιέφεραν σε όλη την Ευρώπη, χρεώνοντας κάποιο αντίτιμο στους θεατές.
Ένα από τα πρώτα «τέρατα» της εποχής ήταν τα ιταλικής καταγωγής σιαμαία αδέρφια Lazarus και Joannes Colloredo.
Ο κορμός του Joannes και το αριστερό του πόδι προεξείχαν από την περιοχή του στήθος του Lazarus.
Τα σιαμαία αδέρφια προκαλούσαν τρόμο, φρίκη αλλά και μια… γοητεία στο κοινό της εποχής, ενώ εμφανίστηκαν μέχρι και μπροστά στο βασιλιά Κάρολο I στις αρχές του 1640.
Όμως αυτού του είδους οι «παραστάσεις με φρικιά» δεν είχαν μεγάλη απήχηση μέχρι το 19ο αιώνα.
Ο P.T. Barnum από το Κονέκτικατ κατάφερε να δημιουργήσει μεγάλο όνομα. Το 1835 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και εμπνευσμένος από τις ιστορίες που άκουγε για την Αγγλία, αγόρασε μια τυφλή και παράλυτη σκλάβα, κατασκεύασε μια ψεύτικη ιστορία γύρω από αυτήν (ότι ήταν 160 ετών και πως ήταν η νοσοκόμα του George Washington) και χρέωνε τους θεατές που ήθελαν να τη δουν από κοντά.
Ένα χρόνο μετά η γυναίκα πέθανε και η έκθεση του θανάτου της ανέφερε ότι ήταν 80 χρονών. Όμως το κοινό δε φάνηκε να ενδιαφέρεται και πολύ γι’ αυτήν την εξαπάτηση. Είχαν γοητευτεί από την ιστορία και τη θεωρούσαν «αδιάσειστη αλήθεια».
Το 1842 ο Barnum παρουσίασε στο κοινό τη γοργόνα «Feejee», ένα πλάσμα που είχε το κρανίο μιας μαϊμούς και το σώμα ενός ψαριού.
Το… έκθεμα αυτό είχε πουληθεί σε έναν Άγγλο από γιαπωνέζους ψαράδες το 1822 έναντι 6.000 δολαρίων (σημερινά 103.500 δολάρια). Αφού έμεινε για κάποιο διάστημα στο Λονδίνο, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου ο Barnum ύστερα από διαπραγματεύσεις κατάφερε να το νοικιάζει για 12,5 δολάρια την εβδομάδα.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά βάλθηκε να πείσει το κοινό ότι το πλάσμα αυτό ήταν κάποτε αληθινό, κατασκευάζοντας ψεύτικα άρθρα στις εφημερίδες γύρω από την ανακάλυψη της γοργόνας ενώ μοίρασε περισσότερα από 10.000 σχετικά φυλλάδια.
Τη δεκαετία του 1840 αγόρασε το American Museum on Broadway στη Νέα Υόρκη και άρχισε να δίνει παραστάσεις με ένα «εναλλασσόμενο ρόστερ φρικιών»: αλμπίνοι, νάνοι, γίγαντες, εξωτικά ζώα και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κινήσει την περιέργεια του κοινού.
Τα αμερικανικά «freakshows» έγιναν μια ακμάζουσα επιχείρηση: ιδιαίτερα επικερδής για τα αφεντικά και εξαιρετικά ταπεινωτική για τα… «φρικιά».
Ο Charles Stratton ή αλλιώς «General Tom Thumb»
Μετά την επιτυχία της γοργόνας Feejee ο Barnum άκουσε για έναν μακρινό του ξάδερφο, τον Charles Stratton, ο οποίος είχε μια πολύ ιδιαίτερη παραμόρφωση.
Ο Charles σταμάτησε να μεγαλώνει στην ηλικία των 5 ετών. Το ύψος του ήταν 63,5 εκατοστά και το βάρος του δεν ξεπερνούσε τα εφτά κιλά.
Ο Barnum έκανε μια συμφωνία με τον πατέρα του παιδιού. Του έμαθε να τραγουδάει, να χορεύει και να μιμείται διάσημες προσωπικότητες (όπως π.χ. τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη) και το 1844 τον πήρε μαζί του στην πρώτη του περιοδεία στις πολιτείες της Αμερικής.
Τον παρουσίαζε ως «General Tom Thumb» και έλεγε ότι ήταν 11 χρονών, αντί για πέντε.
Στα τέλη του 1860 ο Stratton έβγαζε 150 δολάρια την εβδομάδα (σημερινά 4.100 δολάρια).
William Henry Johnson: «Zip the Pinhead»
Οι γονείς του William Henry Johnson ήταν φτωχοί, προσφάτως απελευθερωμένοι σκλάβοι, που ζούσαν στο Νιού Τζέρσεϊ το 1842.
Ο ίδιος είχε γεννηθεί με μια σωματική δυσμορφία (μικροκεφαλία) και ένας ντόπιος επιχειρηματίας αποφάσισε να… βγάλει κέρδος από αυτό.
Το 1860 ο William Henry Johnson προσελήφθη από τον Barnum, ο οποίος τον «μεταμόρφωσε» στον Zip, ή όπως συνήθιζε να τον παρουσιάζει… «μια διαφορετική ανθρώπινη φυλή που εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια μιας αποστολής κοντά στον ποταμό Γκάμπια στη δυτική Αφρική».
Τον πλήρωνε ένα δολάριο την ημέρα για να μην αποκαλύψει την πραγματικότητα, αλλά να κάθεται μέσα σε ένα κλουβί και να γρυλίζει. Σύντομα κέρδισε το ενδιαφέρον του κοινού, με αποτέλεσμα ο Barnum να αυξήσει τις αποδοχές του σε 100 δολάρια την παράσταση, οι οποίες πολλές φορές ξεπερνούσαν τις 10 την εβδομάδα.
Chang και Eng Bunker: «Τα σιαμαία δίδυμα»
Τα σιαμαία αδέρφια Chang και Eng γεννήθηκαν το 1811 σε ένα μικρό χωριό ψαράδων στο τότε Σιάμ (σημερινή Ταϊλάνδη). Ήταν ενωμένα στο στήθος.
Στα τέλη του 1820 ένας βρετανός έμπορος έκανε συμβόλαιο μαζί τους, προκειμένου να τους περιοδεύσει στην Ευρώπη και την Αμερική για τρία χρόνια.
Αργότερα τα δύο αδέρφια δημιούργησαν το δικό τους σόου, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του κοινού.
Το 1838 σε ηλικία 29 ετών συνταξιοδοτήθηκαν έχοντας συγκεντρώσει περιουσία 60.000 δολαρίων (σημερινά 1,3 εκατ. δολάρια) και εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Καρολίνα, όπου αγόρασαν μια τεράστια φάρμα.
Έγιναν αμερικανοί πολίτες και παντρεύτηκαν δύο αδερφές. Κατασκεύασαν δύο διαφορετικά σπίτια στην γη που αγόρασαν και έμεναν από τρεις ημέρες στο κάθε ένα, προκειμένου ο κάθε ένας να είναι με τη γυναίκα του. Τα δύο αδέρφια απόκτησαν 21 παιδιά.
Το 1850 έχοντας μείνει χωρίς λεφτά, υπέγραψαν συμβόλαιο για περιοδεία με τον P.T. Barnum. Συνέχισαν τις παραστάσεις για τα επόμενα 20 χρόνια. Πέθαναν το 1879 με τέσσερις ώρες διαφορά ο ένας από τον άλλο, αφήνοντας μια τεράστια περιουσία στις γυναίκες τους.
Captain Costentenus: Ο άντρας με τα τατουάζ
Ο George Contentenus γεννήθηκε το 1836. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν ένας ελληνοαλβανός πρίγκιπας, που είχε μεγαλώσει σε τούρκικο χαρέμι.
Είχε 338 τατουάζ που κάλυπταν όλο του το σώμα, εκτός από τη μύτη και τις πατούσες.
Τη δεκαετία του 1870 συνεργάστηκε με τον Barnum και ανταμειβόταν με 1.000 δολάρια την εβδομάδα (σημερινά 37.000 δολάρια).
Μετά το θάνατό του δώρισε τη μισή του περιουσία στην ελληνική εκκλησία και την άλλη μισή σε κάποιους από τους συναδέλφους του στα freak show, που δεν γνώριζαν μεγάλη επιτυχία.
Fedor Jeftichew: Το αγόρι με το πρόσωπο σκύλου
Ο Fedor γεννήθηκε το 1873, με το πρόσωπό του καλυμμένο από τρίχες. Κληρονόμησε την ασθένειά του από τον πατέρα του (Adrian Jeftichew), ο οποίος ήταν γνωστός στην Ευρώπη ως «The Siberian Dog-Man». Ο ίδιος πίστευε πως εκείνος και ο γιος του πλήρωναν κάποια θεία τιμωρία.
Παρότι το κοινό πίστευε ότι ήταν άγριος σα ζώο, ο Fedor ήταν γλυκομίλητος και ντροπαλός.
Μετά το θάνατο του πατέρα του τον υιοθέτησε ένας ψυχρός showman, ο οποίος τον πήρε μαζί του στην Αγγλία και τον διαφήμιζε ως «το αγόρι που μεγάλωσε με λύκους στη Σιβηρία».
Ο Barnum, που είδε την παράστασή του, εξαγόρασε το συμβόλαιό του και τον πήγε στις ΗΠΑ το 1884.
Εκείνος τον παρουσίαζε ως ένα προϊστορικό άνθρωπο, ο οποίος βρέθηκε μέσα σε μια σπηλιά στα δάση της κεντρικής Ρωσίας και τρεφόταν με μούρα και με κυνήγι. Αυτοί που τον εντόπισαν, αφού έδωσαν σκληρή μάχη για να τον αιχμαλωτίσουν, του έμαθαν να περπατά στα δύο πόδια, να φορά ρούχα και να μιλά σαν ένας… αξιοπρεπής άνθρωπος.
Η αυλαία των freakshows
Η δημοτικότητα των freakshows άρχισε να φθίνει τη δεκαετία του 1890, ενώ το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτά είχε εξαφανιστεί μέχρι το 1950.
Καταρχήν, η περιέργεια και το «μυστήριο» που συνόδευε αυτούς τους ανθρώπους άρχισε να παρακμάζει με τις εξελίξεις στην ιατρική. Τα άλλοτε «φρικιά» διαγιγνώσκονταν πλέον με πραγματικές, επιστημονικά αποδεδειγμένες ασθένειες.
Οι παραστάσεις και οι ευφάνταστες ιστορίες των επιχειρηματιών έχασαν τη… «λάμψη» τους και οι θεατές άρχισαν να νιώθουν οίκτο για τους «καλλιτέχνες».
Επιπλέον, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση πρόσφεραν άλλου είδους διασκέδαση στο κοινό, «σβήνοντας» την επιθυμία του κοινού για τα… παράδοξα.