«Η Ευρώπη στα μισά του δρόμου μιας χαμένης δεκαετίας» είναι ο τίτλος δημοσιεύματος της Agence Europe το οποίο αναφέρει ότι τη Δευτέρα 24 Μαρτίου δημοσιεύθηκε από κοινού από το Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο (ETUI) και την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων (ETUC) η τελευταία έκδοση της έκθεσης «Benchmarking: Η Ευρώπη της εργασίας».
Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, η πικρή παρατήρηση των δύο φορέων είναι ότι η έκθεση παρουσιάζει λίγες εκπλήξεις και ότι όλοι οι πρόσφατοι κοινωνικοί δείκτες και δείκτες απασχόλησης παραμένουν στο κόκκινο, όπως εδώ και πολλά χρόνια . Όπως και στις προηγούμενες εκδόσεις , οι ETUI και ETUC, στη νέα ετήσια έκθεσή τους , αποκωδικοποιούν λεπτομερώς τις συνέπειες που είχε για την Ευρώπη η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Σύμφωνα με την έκθεση, είναι ουσιαστικά οι «πιστωτές» – με τη μορφή του διάσημου σχήματος της διεθνούς τρόικας (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΕΚΤ) – που είναι οι κύριοι ένοχοι για τη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης, αφού τοποθέτησαν το ζήτημα του χρέους και του δημοσίου ελλείμματος στο κέντρο του προβληματισμού το 2010 σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης.
Παρά ταύτα οι ETUI και η ETUC υπενθυμίζουν στην εισαγωγή της έκθεσής τους, ότι οι πολιτικές αυτές, που εγκρίθηκαν στην Ευρώπη από το 2010 , ήταν στην πραγματικότητα αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης μέσα στους κόλπους της ίδιας της τρόικας. Κατά συνέπεια, οι ETUI και η ETUC καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «στο επίπεδο της θεωρητικής συζήτησης, η λιτότητα δεν ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή» .
Σε επτά κεφάλαια, η έκθεση αναπτύσσει μία επιχειρηματολογία για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη βρίσκεται στο μέσον της διαδρομής μιας χαμένης δεκαετίας και ότι οι στόχοι της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» έχουν καταστεί de facto άκυροι. Τα γεγονότα που αναφέρονται στην έκθεση, τα οποία συχνά συνδέονται μεταξύ τους, έχουν ως εξής για σχεδόν όλα τα κράτη μέλη: οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης ήταν αντιπαραγωγικές, η ανεργία παραμένει σε επίπεδα ρεκόρ, με σημαντική πτώση της ποιότητας των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, ο κίνδυνος της φτώχειας είναι συνεχώς αυξανόμενος ενώ το εργατικό δίκαιο καταργείται η ρυθμίζεται με τέτοιο τρόπο που μερικές φορές έρχεται σε αντίθεση με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Επίσης υπάρχει συμπίεση των μισθών, αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και κατά συνέπεια η υγεία και η ασφάλεια στην εργασία επιδεινώνονται όλο και περισσότερο.