Για πολλούς αιώνες μια μικρή, ήσυχη πόλη του Βελγίου χρησιμοποιεί μερικές πολύ ιδιαίτερες μεθόδους για τη θεραπεία των ψυχικά αρρώστων.
«Για ποιο λόγο άραγε είναι οι… μεσαιωνικές μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της περιοχής τόσο επιτυχημένες;» αναρωτιέται ο Mike Jay σε κείμενό του στο Aeon Magazine.
Οι κάτοικοι της βελγικής αυτής πόλης φιλοξενούν εδώ και περισσότερα από 700 χρόνια τους ψυχικά αρρώστους και ανάπηρους στα σπίτια τους ως «επισκέπτες», ή αλλιώς «οικότροφους».
Στην περιοχή, μάλιστα, κατέφθαναν άνθρωποι από ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ στις μέρες μας βρίσκονται εκεί μερικές εκατοντάδες, οι οποίοι ζουν μαζί με τις οικογένειες που τους φιλοξενούν επί πολλά χρόνια, δεκαετίες… ακόμη και ολόκληρες ζωές!
Ένας «επισκέπτης» γιόρτασε πρόσφατα 50 χρόνια παραμονής στη φλαμανδική αυτή πόλη. Φίλοι και γείτονες συμμετείχαν στη γιορτή, μαζί και ο δήμαρχος της πόλης.
Οι κάτοικοι του Geel δε χρησιμοποιούν ποτέ τον όρο «ψυχικά άρρωστος», καθώς επίσης και λέξεις όπως «ψυχιατρική» και «ασθενής».
Το «οικογενειακό σύστημα φροντίδας» όπως είναι γνωστό που εφαρμόζεται εκεί είναι αποκλειστικά «μη-ιατρικό».
Όταν οι «επισκέπτες» έρχονται σε επαφή με τις νέες τους οικογένειες, αυτό γίνεται χωρίς να υπάρχει κάποια κλινική διάγνωση ή να γίνεται γνωστό το ιστορικό τους.
Όταν χρησιμοποιείται μια λέξη για να τους περιγράψει συνήθως είναι θετικού περιεχομένου, όπως «ειδικός», ή στη χειρότερη περίπτωση «ιδιαίτερος».
Αυτές, άλλωστε, ενδέχεται να είναι πιο ακριβείς από τον όρο «ψυχικά άρρωστος», καθώς πολλοί από τους «επισκέπτες» είναι άτομα με μαθησιακές δυσκολίες ή ειδικές ανάγκες.
Ο πιο συχνός όρος που χρησιμοποιείται είναι αυτός του «οικοτρόφου», που τους προσδιορίζει σε ρεαλιστικό επίπεδο, βάση της κοινωνικής –και όχι ψυχικής- τους κατάστασης.
Πρόκειται για ανθρώπους, που ανεξάρτητα από τη διάγνωσή τους, έχουν πάει εκεί επειδή δεν είναι σε θέση να φροντίζουν μόνοι τους τον εαυτό τους, και επειδή δεν έχουν οικογένεια ή φίλους για να τους προσέχουν και να τους φροντίζουν.
Η ιστορία της πόλης
Η «ιστορία» της βελγικής αυτής πόλης ξεκινά περίπου γύρω στον 13ο αιώνα, με το μαρτύριο της Saint Dymphna, μιας μυθικής, ιρλανδής πριγκίπισσας του 7ου αιώνα, της οποίας ο παγανιστής πατέρας τρελάθηκε από τη θλίψη που του προκάλεσε ο θάνατος της χριστιανής συζύγου του και απαίτησε από την κόρη του να τον παντρευτεί.
Προκειμένου να ξεφύγει από το αιμομικτικό πάθος του βασιλιά πατέρα της, η Dymphna διέφυγε στην Ευρώπη και κατέληξε στις ελώδεις πεδιάδες της Φλάνδρας.
Ο πατέρας της τελικά την εντόπισε στην Geel. Όταν τον αρνήθηκε για ακόμη μία φορά, εκείνος την αποκεφάλισε.
Με την πάροδο των χρόνων άρχισε να γίνεται σεβαστή ως Αγία, ενώ οι πιστοί θεωρούσαν ότι οι «δυνάμεις» της προστάτευαν και θεράπευαν τους ψυχικά αρρώστους.
Το 1349 χτίστηκε μια εκκλησία στις παρυφές της πόλης, γύρω από το μνημείο της Saint Dymphna, ενώ το 1480 προστέθηκε ένα παράρτημα με κοιτώνες, για να φιλοξενούνται οι ολοένα και αυξανόμενοι προσκυνητές.
Όταν ο αριθμός τους έγινε πολύ μεγάλος και γέμισε ο χώρος, οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να τους φιλοξενούν στα σπίτια και τους στάβλους τους.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης η πόλη Geel έγινε διάσημη ως ένας τόπος-καταφύγιο για τους τρελούς. Ορισμένοι πήγαιναν εκεί, ελπίζοντας ότι θα «θεραπευτούν». Σε άλλες περιπτώσεις, οικογένειες από κοντινά χωριά βρήκαν την ευκαιρία να… εγκαταλείψουν τους «ενοχλητικούς συγγενείς» τους, τους οποίους δε μπορούσαν να φροντίζουν.
Οι κάτοικοι του Geel τους δέχονταν όλους, ως μια πράξη φιλανθρωπίας και χριστιανικής ευσέβειας, αλλά και γιατί λειτουργούσαν ως «δωρεάν εργατικά χέρια» στις καλλιέργειές τους.
Τι συμβαίνει σήμερα
Στις μέρες μας ακολουθείται περίπου το ίδιο σύστημα. Ο «οικότροφος» αντιμετωπίζεται ως μέλος της οικογένειας: συμμετέχει στα πάντα και ενθαρρύνεται να δημιουργήσει στενούς δεσμούς με τα παιδιά της οικογένειας, μια σχέση που θεωρείται επωφελής και για τις δύο πλευρές.
Η συμπεριφορά του «οικότροφου» αναμένεται να πληροί τις ίδιες βασικές προδιαγραφές, όπως και των υπολοίπων, ωστόσο γίνεται κατανοητό ότι μπορεί να μην έχει πάντα τα ίδια μέσα αντιμετώπισης όπως οι άλλοι.
Η περίεργη συμπεριφορά αγνοείται όπου είναι δυνατό και αντιμετωπίζεται με διακριτικότητα όταν χρειάζεται.
Όσοι πληρούν αυτά τα κριτήρια χαρακτηρίζονται ως «καλοί», οι υπόλοιποι ως «δύσκολοι», αλλά ποτέ ως «κακοί», «χαζοί» ή «τρελοί».
Οι «οικότροφοι» που δε μπορούν να συνεργαστούν επί τη βάσει αυτή, επιστρέφουν στο νοσοκομείο: αυτό θεωρείται ως «τιμωρία» και όλοι ελπίζουν ότι η παραμονή «μέσα» (δηλαδή στο νοσοκομείο) θα είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομη γίνεται.
Οι κάτοικοι του Geel δε θεωρούν τίποτε από αυτά ως «θεραπεία». Γι’ αυτούς είναι κάτι σαν «οικογενειακή φροντίδα», αναφέρει το δημοσίευμα.
Κατά τη μακρά ιστορία αυτής της πόλης, πολλοί –τόσο εντός, όσο και εκτός του ψυχιατρικού επαγγέλματος- έχουν αναρωτηθεί αν αυτή η μέθοδος αποτελεί μια μορφή θεραπείας, ή αν είναι η καλύτερη μορφή θεραπείας που υπάρχει.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 υπήρχαν 4.000 «οικότροφοι» σε έναν πληθυσμό 16.000 κατοίκων.
Σήμερα υπάρχουν περίπου 300 «οικότροφοι» στην πόλη Geel: λιγότερο από το ένα δέκατο της «προπολεμικής αιχμής» της και ο αριθμός ολοένα και μειώνεται.
Παρότι πολλοί ντόπιοι εκτιμούν ότι η «οικογενειακή φροντίδα θα αντέξει», δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι η παρούσα γενιά ίσως είναι η τελευταία που θα διατηρήσει το σύστημα αυτό.
Γιατί, όμως, αυτό το καθολικά και βαθιά ριζωμένο σύστημα πλησιάζει ξαφνικά στο σημείο της εξαφάνισης;
Ο αρθρογράφος εκτιμά ότι ο περιοριστικός παράγοντας δεν είναι η ζήτηση, αλλά η προσφορά.
Πολύ λίγες οικογένειες διατίθενται πια να αναλάβουν τη φροντίδα ενός «οικότροφου».
Πολύ λίγοι εργάζονται πια στα χωράφια και χρειάζονται εργατικά χέρια. Η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής εργάζεται πια σε πολυεθνικές επιχειρήσεις έξω από τα περίχωρα της πόλης.
Τα σημερινά νοικοκυριά «διπλού εισοδήματος» και η διαμονή στα διαμερίσματα πολυκατοικιών, σημαίνουν ότι οι περισσότερες οικογένειες δε μπορούν να προσφέρουν φροντίδα σε κάποιον τρίτο… όπως τα παλιά τα χρόνια.
Επιπλέον το κράτος πληρώνει περίπου 40 ευρώ την ημέρα για κάθε οικότροφο, αλλά μόλις τα μισά τελικά καταλήγουν στις οικογένειες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε το οικονομικό κίνητρο για τους περισσότερους στις ημέρες μας.
Οι κάτοικοι της περιοχής είναι πολύ περήφανοι για την παράδοσή τους, όμως τελικά η πόλη δεν κατάφερε να αποτελέσει εξαίρεση στην πορεία της νεωτερικότητας και την χαλάρωση των κοινωνικών δεσμών που έρχονται στο πέρασμά της.
Όπως και να έχει, ωστόσο, καταλήγει το άρθρο, η ιστορία της μικρής βελγικής αυτής πόλης αποτελεί έμπνευση ότι αν υπάρχει θέληση μπορεί κανείς να βρει… εναλλακτικές λύσεις!