Σαφές ήταν από την αρχή σε πολλούς πολιτικούς ότι η Ελλάδα δεν είχε την οικονομική αποδοτικότητα άλλων χωρών, τονίζει ο πρώην ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Γερμανίας Ρόμαν Χέρτσογκ και επισημαίνει ότι, αν και οι οικονομικές αδυναμίες ήταν γνωστές, δεν υπήρχαν προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή θρησκείας σε ό,τι αφορά την ένταξή της στις ευρωπαϊκές δομές.
Δηλώνει δε ότι ο ίδιος θεωρεί γενέτειρα της δημοκρατίας την Ελβετία και την Αγγλία και όχι την Ελλάδα.
«Τα πράγματα μάλλον έγιναν όπως συνήθως: Γνώριζε κανείς τις οικονομικές αδυναμίες, ενώ από την άλλη πλευρά δεν υπήρχαν προβλήματα σε θέματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα ή η θρησκεία. Η Τουρκία αμέσως παραδίπλα είναι μεν οικονομικά πολύ πιο ισχυρή, αλλά τα θέματα αυτά δεν συνάδουν», δηλώνει ο πρώην Πρόεδρος στην εφημερίδα «Der Handelsblatt» και, όταν ο δημοσιογράφος κάνει λόγο για το «μπόνους» της Ελλάδας, ως γενέτειρας της δημοκρατίας, απαντά: «Ως γενέτειρα της δημοκρατίας θεωρώ την Ελβετία και την Αγγλία και όχι την Ελλάδα».
Ο κ. Χέρτσογκ θεωρεί ακόμη αδικαιολόγητη την κριτική που ασκείται από τις χώρες του Νότου προς την Γερμανία, σε ό,τι αφορά την πολιτική διάσωσης. «Δεν το παίρνω στα σοβαρά. Η Γερμανία στα μάτια τους κάνει τα πάντα λάθος», σημειώνει και υποστηρίζει ότι αν όμως δεν κάνει κανείς κάτι, αυτό δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνεται στην υποχρέωσή του να ηγείται. Αντίθετα, τονίζει, θα σήμαινε ότι θέλει να κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη. «Θα δείτε, όταν περάσει η κρίση, τότε θα έρθουν αναπόφευκτα και πάλι οι φωνές των ίδιων επικριτών ότι η Γερμανία θα πρέπει να ηγηθεί», υπογραμμίζει και θεωρεί εσφαλμένη την κριτική και για το υψηλό εξαγωγικό πλεόνασμα της χώρας του.
«Δεν εξάγουμε από ιδιοτροπία, αλλά επειδή τα προϊόντα μας και οι προσφορές μας είναι καλύτερες», λέει.
Κάνει μάλιστα λόγο για λάθος των χωρών εκείνων, οι οποίες είχαν παραλείψει μέτρα λιτότητας και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας επί 60 χρόνια, για να καταλήξει: «Το να μιμούνται όμως τα λάθη τους μόνο για χάρη της ειρήνης, δεν θα μπορούσε να συνεχισθεί».
Ο ίδιος, πάντως, απορρίπτει την ιδέα ενός ευρώ για τον Βορρά και ενός για τον Νότο, καθώς, όπως εκτιμά, το ευρώ του Νότου θα βρισκόταν υπό πίεση, ενώ αυτό του Βορρά θα ανατιμάτο μαζικά και δεν θα χρειαζόταν καν να γίνεται πλέον λόγος για εξαγωγές. Αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι θα υπήρχαν και κάποια πλεονεκτήματα.