Το να πας στη μάχη οπλισμένος με ένα σπαθί, ένα τόξο και μια φαρέτρα γεμάτη με βέλη ήταν αναμενόμενο αν πολεμούσες στον… εκατονταετή πόλεμο.
Όμως για την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτό ακούγεται κάπως… αλλόκοτο.
Ένα σπαθί ή ένα ξίφος δεν είναι ο καταλληλότερος εξοπλισμός για να αντιμετωπίσεις επιθέσεις από… τουφέκια και άρματα μάχης.
Ή μήπως είναι;
Για τον John Malcolm Thorpe Fleming Churchill, ή αλλιώς ο «τρελός Jack», δεν υπήρχε καλύτερος εξοπλισμός από ένα καλό ξίφος και το τόξο του.
Ο «τρελός Jack» γεννήθηκε στο Oxfordshire και αποφοίτησε από τη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία του Sandhurst το 1926. Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα todayifoundout.com προτού γίνει… διάσημος χάρη στις μάχες που έδωσε κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δούλευε ως συντάκτης σε μια εφημερίδα του Ναϊρόμπι, ως μοντέλο και κασκαντέρ σε ταινίες, λόγω της επιδεξιότητάς του με το τόξο.
Το ίδιο ταλέντο τόν οδήγησε στη συνέχεια στο Όσλο της Νορβηγίας, όπου συμμετείχε σε αγώνες με τη σημαία της Μ. Βρετανίας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1939.
Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ήταν προ των πυλών και ο «τρελός Jack» είχε φύγει από το στρατό, έχοντας υπηρετήσει δέκα χρόνια. Αποφάσισε όμως μετά χαράς να επιστρέψει επειδή όπως έλεγε «η χώρα μπήκε σε προβλήματα όσο εγώ έλειπα».
Το Μάιο του 1940 ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία του πεζικού. Πάντα πήγαινε στη μάχη με ένα τόξο και τα βέλη του, υπερασπιζόμενος την επιλογή του εξοπλισμού του λέγοντας ότι: «Κατά τη γνώμη μου, όποιος στρατιώτης πηγαίνει στον πόλεμο χωρίς το σπαθί του… δεν έχει “ντυθεί” σωστά».
Ο μεσαιωνικός εξοπλισμός του ωστόσο, δεν ήταν… «διακοσμητικός». Στη μάχη της Δουνκέρκης το 1940, ανάμεσα στις δυνάμεις της ναζιστικής Γερμανίας και των στρατευμάτων της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βελγίου, ο Churchill σκότωσε ένα γερμανό στρατιώτη με ένα τόξο. Λίγο αργότερα τον είδαν σε μια μοτοσικλέτα με το τόξο και τη φαρέτρα με τα βέλη του πάντα δεμένα στο σώμα του. Στο μπροστινό φως κρεμόταν ο σκούφος ενός γερμανού αξιωματικού.
Το 1941 συμμετείχε εθελοντικά σε μια επιχείρηση κατά μιας γερμανικής φρουράς στη Νορβηγία. Ηγήθηκε δύο τμημάτων πεζικού και φυσικά… είχε το τόξο μαζί του.
Η επιχείρηση είχε ως στόχο να καταστρέψει τις γερμανικές επάκτιες πυροβολαρχίες στο νησί Maaloy. Ο Churchill στάθηκε στο μπροστινό τμήμα του σκάφους που τούς μετέφερε εκεί, παίζοντας στη γκάιντα τους ρυθμούς του κομματιού «The March of the Cameron Men». Εννοείται ότι αποβιβάστηκε μπροστά από τους υπόλοιπους άντρες… προτάσσοντας το σπαθί του.
Το σπαθί του τον έβγαλε ασπροπρόσωπο και λίγα χρόνια αργότερα, το 1943. Τότε ο «τρελός Jack» ήταν διοικητής στο Salerno. Τα στρατεύματά του αναγκάστηκαν να βγουν στην πρώτη γραμμή της μάχης, κάτι για το οποίο δεν είχαν εκπαιδευτεί, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Ο «τρελός Jack» βγήκε και πάλι μπροστά κρατώντας το σπαθί του. Έφτασε τους γερμανούς σκοπούς στο σκοτάδι και άρχισε να κουνάει με μανία το σπαθί του, τόσο που εκείνοι τρόμαξαν από το «δαίμονα» που τούς είχε περικυκλώσει.
Ο «τρελός Jack» πήρε μαζί του 42 αιχμαλώτους εκείνο το βράδυ με τη βοήθεια ενός ακόμη στρατιώτη.
«Πιστεύω ότι αν πεις σε ένα Γερμανό δυνατά και καθαρά τι να κάνει, και είσαι και ανώτερός του, θα σου απαντήσει σχεδόν κλαίγοντας «jawohl» (ναι, μάλιστα) και θα υπακούσει» έλεγε τότε ο ίδιος περιγράφοντας τις εμπειρίες του από τις μάχες.
Στη συνέχεια ο Churchill πήγε στη Γιουγκοσλαβία, όπου ηγήθηκε σειράς επιδρομών κατά των Γερμανών από το νησί Vis. Το Μάιο του 1944 σχεδιάστηκε μια μεγαλύτερη επιχείρηση, βάση της οποίας επρόκειτο να πραγματοποιηθούν τρεις επιθέσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες σε λόφους.
Ο «τρελός Jack» οδήγησε μια ομάδα σε ένα λόφο, όμως μόλις έξι από τους άντρες του κατάφεραν να φτάσουν το στόχο. Ο Jack βρέθηκε εκτεθειμένος σε ανοιχτή θέα στον εχθρό και υπήρχαν ελάχιστοι ικανοί άντρες για να τον προστατέψουν. Έτσι εκείνος έκανε ό,τι… (δεν) θα έκανε ο οποιοσδήποτε στρατιώτης… έπαιξε στη γκάιντά του το κομμάτι «Will Ye No Come Back Again». Τραυματίστηκε από γερμανική χειροβομβίδα και πιάστηκε αιχμάλωτος.
Αφού τον ανέκριναν, τόν οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Sachsenhausen. Οι Γερμανοί πίστευαν ότι λόγω του επιθέτου του είχε συγγενική σχέση με τον Winston Churchill, κάτι που δεν ίσχυε, όμως θεωρήθηκε «σπουδαίος αιχμάλωτος» και λόγω της θέσης του.
Φυσικά, ο «τρελός Jack» κατάφερε να διαφύγει το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, περνώντας μέσα από ένα σωλήνα αποστράγγισης, κάτω από τα συρματοπλέγματα. Τόν έπιασαν όμως ξανά λίγο αργότερα, μαζί με έναν ακόμη και τούς μετέφεραν σε στρατόπεδο στην Αυστρία.
Τον Απρίλιο του 1945 χάλασε το σύστημα φωτισμού του αυστριακού στρατοπέδου και ο Churchill δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη… ξέφυγε μέσα στο σκοτάδι. Περπατούσε επί οκτώ μέρες και 150 μίλια μετά «έπεσε» επάνω σε αμερικανικά στρατιωτικά οχήματα στην Ιταλία. Κατάφερε να τούς πείσει ότι ήταν άγγλος συνταγματάρχης, παρά την κακή εμφάνισή του, και επέστρεψε ασφαλής.
Ο «τρελός Jack» απογοητεύτηκε όταν έμαθε ότι είχε χάσει ένα χρόνο από τον πόλεμο και αντί να επιστρέψει στο σπίτι του, αποφάσισε να συνεχίσει. Πήγε στη Βιρμανία, όπου ο πόλεμος με την Ιαπωνία ήταν ακόμη σε πλήρη εξέλιξη.
Όταν έφτασε εκεί είχαν πέσει οι βόμβες στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα… κάτι που σήμαινε ότι ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει.
«Αν δεν ήταν αυτοί οι καταραμένοι οι Γιάνκηδες, θα μπορούσαμε να συνεχίζαμε τον πόλεμο για ακόμη δέκα χρόνια» αναφώνησε τότε ο Churchill.
Το τέλος του πολέμου δε σήμανε όμως το τέλος των περιπετειών του. Αποφάσισε να εκπαιδευτεί ως αλεξιπτωτιστής και στη συνέχεια εστάλη στην Παλαιστίνη ως δεύτερος στην ιεραρχία του 1ου Τάγματος. Αργότερα έγινε εκπαιδευτής στην Αυστραλία, όπου όμως γνώρισε και αγάπησε και… το σέρφινγκ.
Συνταξιοδοτήθηκε από το στρατό το 1959 και πέθανε το 1996 στο Surrey.