Η παιδική θνησιμότητα σε παγκόσμιο επίπεδο υποδιπλασιάστηκε πέρυσι σε σύγκριση με το 1990 αλλά μολαταύτα 18.000 παιδιά κάτω των 5 ετών πέθαιναν κάθε μέρα το 2012, σύμφωνα με μία νέα έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών η οποία δόθηκε στην δημοσιότητα σήμερα.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τo 2012, σχεδόν 6,6 εκατομμύρια παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, δηλαδή 18.000 παιδιά κάθε ημέρα, πέθαναν πριν συμπληρώσουν τα πέντε τους χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα από την UNICEF, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), την Παγκόσμια Τράπεζα και την Υπηρεσία Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ/Τμήμα Δημογραφικών Στοιχείων.
Ο αριθμός αυτός είναι περίπου υποδιπλάσιος από τον αριθμό των παιδιών κάτω των πέντε ετών τα οποία είχαν χαθεί το 1990, χρονιά κατά την οποία πέθαναν περισσότερα από 12 εκατομμύρια παιδιά.
Πρόκειται για μία θετική τάση. Εκατομμύρια ζωές σώθηκαν. Και μπορούμε να τα πάμε ακόμα καλύτερα. Οι περισσότεροι από τους θανάτους αυτούς μπορούν να αποφευχθούν με απλούς τρόπους, τους οποίους πολλές χώρες έχουν ήδη υιοθετήσει, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μία μεγαλύτερη αίσθηση του επείγοντος, δήλωσε ο Άντονι Λέικ, ο εκτελεστικός διευθυντής της Γιούνισεφ.
Οι περισσότεροι θάνατοι από αυτούς θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, αφού οφείλονται σε ιάσιμες ασθένειες ή αντιμετωπίσιμα περιστατικά. Στις κυριότερες αιτίες θανάτου μεταξύ των παιδιών κάτω των πέντε ετών συμπεριλαμβάνονται η πνευμονία, η πρόωρη γέννηση, η ασφυξία κατά τον τοκετό, η διάρροια και η ελονοσία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν το 45% των θανάτων παιδιών κάτω των πέντε ετών συνδέεται με τον υποσιτισμό.
Σχεδόν οι μισοί από τους θανάτους παιδιών κάτω των πέντε ετών σημειώνονται σε μόλις πέντε χώρες: την Κίνα, την ΛΔ Κονγκό, την Ινδία, τη Νιγηρία και το Πακιστάν. Η Ινδία (22%) και η Νιγηρία (13%) μαζί αντιστοιχούν στο ένα τρίτο και πλέον όλων των θανάτων παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Η φροντίδα για την μητέρα και το βρέφος κατά τις πρώτες 24 ώρες της ζωής κάθε παιδιού είναι κρίσιμη για την υγεία και την ευημερία αμφότερων, δήλωσε η δρ. Μάργκαρετ Τσαν, γενική διευθύντρια του ΠΟΥ.
Σχεδόν οι μισοί θάνατοι νεογέννητων καταγράφονται εντός της πρώτης ημέρας (της ζωής τους), τόνισε η ίδια.
Οι ζωές των περισσότερων από αυτά τα βρέφη θα μπορούσαν να σωθούν αν οι μητέρες και τα βρέφη είχαν πρόσβαση σε κάποιες βασικές υπηρεσίες στον τομέα της υγείας. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η φροντίδα κατά τη διάρκεια και μετά τον τοκετό, τα φθηνά φάρμακα–όπως τα αντιβιοτικά–και η αποκλειστική σίτιση του βρέφους μέσω του θηλασμού κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του.
Ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος του ετήσιου ρυθμού μείωσης της θνησιμότητας σε παιδιά κάτω των πέντε ετών αυξήθηκε από 1,2% τον χρόνο κατά την περίοδο 1990-1995 σε 3,9% την περίοδο 2005-2012, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη το πρόγραμμα Οι Στόχοι Ανάπτυξης της Χιλιετίας 4, το οποίο στοχεύει στη μείωση του ρυθμού της θνησιμότητας σε αυτή την ηλικιακή ομάδα κατά δύο τρίτα από το 1990 ως το 2015.
Οι συνεχιζόμενες επενδύσεις χωρών για την ενίσχυση των συστημάτων υγείας είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί ότι όλες οι μητέρες και τα παιδιά θα μπορούν να απολαμβάνουν την ποιοτική και οικονομικά εφικτή φροντίδα που χρειάζονται για να ζήσουν υγιείς και παραγωγικές ζωές, δήλωσε ο Κιθ Χάνσεν, αντιπρόεδρος του τμήματος Ανθρώπινης Ανάπτυξης της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Συγκεκριμένα, η υποσαχάρια Αφρική είναι η περιοχή με τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας στον κόσμο. Με 98 θανάτους ανά 1.000 γεννήσεις, ένα παιδί που γεννιέται στην υποσαχάρια Αφρική αντιμετωπίζει περισσότερες από 16 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνει πριν από τα πέμπτα του γενέθλια σε σχέση με ένα παιδί που γεννιέται σε χώρα υψηλού εισοδήματος.
Ωστόσο, η υποσαχάρια Αφρική έχει επιδείξει εντυπωσιακή πρόοδο με το ετήσιο ποσοστό μείωσης των θανάτων να έχει αυξηθεί από 0,8% την περίοδο 1990-1995 σε 4,1% την περίοδο 2005-2012.