Η αποτύπωση ενός προσώπου είτε σε ιστορικές φωτογραφίες, είτε σε διάσημους πίνακες συνεπάγεται την αναγνώρισή του. Και αν οι περισσότεροι θα περίμεναν ότι κάτι τέτοιο θα του άνοιγε το δρόμο για μια άνετη ζωή, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται πάντα.
Δείτε τρεις περιπτώσεις γνωστών εικόνων, που κατέστρεψαν αυτούς που έκαναν διάσημους…
Ο λευκός στη φωτογραφία με τους Μαύρους Πάνθηρες στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968
Σίγουρα θα έχετε δει αυτή τη φωτογραφία κάπου. Βρισκόμαστε στο 1968, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, και οι Αμερικανοί δρομείς Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος κέρδισαν μετάλλια στους τελικούς των 200 μέτρων. Ο χαιρετισμός τους, με τη γροθιά σε μαύρο γάντι και σφιγμένη, συμβόλιζε τη «μαύρη δύναμη» (black power) και προκάλεσε σάλο. Ωστόσο, κανείς δε φαίνεται να συζητά για το λευκό που βλέπουμε στα αριστερά του βάθρου να κοιτά αμήχανα.
Η τραγωδία
Είναι ο Αυστραλός ασημένιος ολυμπιονίκης, Πήτερ Νόρμαν. Αν και φαίνεται κάπως ταραγμένος στη φωτογραφία (και, προφανώς, δεν συμμετέχει στο όλο σκηνικό της «μαύρης δύναμης»), ήξερε πολύ καλά τι θα συνέβαινε πίσω του, είχε μιλήσει με τους Σμιθ και Κάρλος πριν την τελετή απονομής. Όχι μόνο υποστήριζε τον αγώνα τους, αλλά και τα μαύρα γάντια ήταν δική του ιδέα, και όταν ανέβηκε στο βάθρο φορούσε μια κονκάρδα για τα πολιτικά δικαιώματα.
Δυστυχώς γι’ αυτόν, η Αυστραλία δεν ήταν πιο προοδευτική από τις ΗΠΑ τον καιρό εκείνο, μιας και η μεταναστευτική της πολιτική δεχόταν μόνο λευκούς στη χώρα. Οπότε, η θέα ενός λευκού Αυστραλού να υποστηρίζει τον αγώνα δύο μαύρων πρέπει να ενόχλησε πολύ τους ιθύνοντες.
Οπότε, άσχετα από το ότι ήταν ένας δρομέας παγκόσμιας κλάσης και δεύτερος στον κόσμο, ο Νόρμαν μπήκε στη μαύρη λίστα και δεν συμμετείχε στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μάλιστα, οι Αυστραλοί το πήραν τόσο σοβαρά, που δεν έστειλαν κανένα δρομέα στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972.
Στη συνέχεια, ο Νόρμαν πέρασε μια σκληρή περίοδο κατάθλιψης και κατάχρησης ουσιών. Αν και ήλπιζε να αναγνωριστεί στους Ολυμπιακούς του Σύδνεϋ το 2000 (μιας και αφ’ ενός διεξάγονταν στη χώρα του και αφ’ ετέρου ο κόσμος είχε προοδεύσει), απορρίφθηκε εκ νέου, και ήταν ο μοναδικός αυστραλός ολυμπιονίκης στον οποίο δεν δόθηκε η ευκαιρία να κάνει έναν τιμητικό γύρο του σταδίου.
Ο 6ος άνθρωπος που ύψωσε τη σημαία στο Ίβο Τζίμα
Πόσο μεγαλειώδες θα ήταν να κάνεις κάτι το τόσο ηρωικό στον πόλεμο, που ένας δημοσιογράφος θα σε φωτογράφιζε να το κάνεις και μετά η κυβέρνηση θα χρησιμοποιούσε τη φωτογραφία για να εμπνέει όλη τη χώρα για δεκαετίες; Θα είχες στην τσέπη σου τη φωτογραφία συνεχώς; Αν ένας τροχονόμος σου έκανε σήμα να σταματήσεις επειδή έτρεχες, θα του έδειχνες τη φωτογραφία λέγοντάς του «συγγνώμη κύριε αστυφύλακα, απλά αφαιρέθηκα από τις αναμνήσεις της πράξης μου». Και θα σε άφηνε να φύγεις.
Η φωτογραφία αυτή όχι μόνο κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, αλλά έκανε και το μεγάλο Κλιντ Ίστγουντ να γυρίσει δύο διαφορετικές ταινίες γύρω από αυτήν.
Η τραγωδία
Όλοι οι άνδρες της φωτογραφίας έγιναν διάσημοι.
Δυστυχώς, από τους έξι που φαίνονται στη φωτογραφία, οι τρεις σκοτώθηκαν στη μάχη λίγο αργότερα. Οι αμερικανικές αρχές, φοβούμενες πως θα υπήρχαν προβλήματα δημοσίων σχέσεων αν όλοι σκοτώνονταν, απέσυραν τους επιζώντες από τον πόλεμο και τους έκαναν διάσημους. Ωστόσο, ο τρίτος επιζών, ο Ινδιάνος Άιρα Χέιζ, αρνήθηκε να επιστρέψει.
Σίγουρα, ο Χέιζ γνώριζε πως η παραμονή στο μέτωπο θα κατέληγε με το θάνατό του (ήταν η πιο φονική μάχη στο θέατρο συγκρούσεων του Ειρηνικού), αλλά δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους άλλους συμπολεμιστές του απλά επειδή κάποιος είχε τραβήξει μια ωραία φωτογραφία. Μάλιστα, λέγεται πως απείλησε τον έναν από τους επιζώντες που επέστρεψαν, λέγοντάς του πως θα τον έβλαπτε αν έλεγε πως ο Χέιζ ήταν στην ομάδα. Ωστόσο, η πίεση από τις αρχές απέδωσε καρπούς και ο Χέιζ αναγνωρίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη.
Έτσι, επέστρεψε στις ΗΠΑ, έμαθε για τους θανάτους των συμπολεμιστών του που παρέμειναν στο μέτωπο, και οι ενοχές που τον πλημμύρισαν κατέστρεψαν τη ζωή του. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο κόσμος δεν τον άφηνε να ξεχάσει, μέχρι το θάνατό του, άνθρωποι ερχόντουσαν στο σπίτι του για να τους υπογράψει αυτόγραφο, πράγμα που χειροτέρευε τις ενοχές του. Ο Χέιζ θεωρούσε πως εγκατέλειψε τους συμπολεμιστές του να πεθάνουν στο Ίβο Τζίμα και κατέληξε αλκοολικός.
Το βικτωριανό πορτρέτο που σκότωσε το μοντέλο του
Η Οφηλία του Τζον Έβερετ Μιλέ πρέπει να είναι το ωραιότερο πορτρέτο στην κατηγορία των «πορτρέτων πεθαμένων σε ποτάμια». Χρειάστηκε πέντε μήνες για να ολοκληρωθεί. Μα πώς γίνεται ένα πορτρέτο να καταστρέψει τη ζωή κάποιου; Αφού δεν απεικονίζει κάποιον πραγματικό άνθρωπο!
Η τραγωδία
Βασικά, απεικονίζει. Το μοντέλο Ελίζαμπεθ Σιντάλ που πόζαρε για τον πίνακα, ήταν βοηθός πιλοποιός στη βικτωριανή Αγγλία, ώσπου τράβηξε το βλέμμα κάποιου καλλιτέχνη με τα κόκκινα μαλλιά και το κατάλευκο δέρμα της. Έκτοτε, εργαζόταν σαν μοντέλο, ώσπου συνάντησε τα ναρκωτικά και τον πρόωρο θάνατο. Και όλα ξεκίνησαν με την Οφηλία.
Γιατί όμως; Επειδή, για να δώσει μεγαλύτερη αληθοφάνεια, ο Μιλέ έβαλε τη Σιντάλ να μείνει ακίνητη μέσα σε μια μπανιέρα. Κανένα πρόβλημα έως εδώ, αν εξαιρέσει κανείς πως ήταν χειμώνας και το νερό γινόταν όλο και πιο κρύο! Ωστόσο, η Σιντάλ, επιδεικνύοντας επαγγελματισμό, παρέμεινε ακίνητη για ώρες καθώς ο Μιλέ ζωγράφιζε.
Όμως, η αφοσίωση έχει και κόστος: η Σιντάλ έπαθε πνευμονία και βρισκόταν σε κακή κατάσταση υγείας για το υπόλοιπο της ζωής σας. Θυμηθείτε, μιλάμε για 19ο αιώνα, αν δεν σε σκότωνε η πνευμονία, θα σε σκότωνε η θεραπεία. Στην περίπτωσή μας, ένα διαδεδομένο φάρμακο ήταν το λάβδανο, ένα μείγμα από αλκοόλ και όπιο, το οποίο, αν και μάλλον αρκετά ευχάριστο, δεν θεράπευε σχεδόν τίποτα. Η Σιντάλ εθίστηκε και το 1862, μετά από μια αποβολή (λόγω του ναρκωτικού) και ένα δυστυχισμένο γάμο, πήρε υπερβολική δόση και πέθανε.
Ο σύζυγός της, ο καλλιτέχνης Ντάντε Γκάμπριελ Ροζέτι, λυπήθηκε τόσο πολύ με το χαμό της, που άφησε ένα σημειωματάριο με χειρόγραφα ποιήματά του μέσα στο φέρετρό της. Όμως, επτά χρόνια μετά, μετάνιωσε τη βιαστική του απόφαση και έβαλε να ξεθάψουν το πτώμα της Σιντάλ για να πάρει πίσω τα ποιήματά του προκειμένου να τα εκδώσει!