Ένα χειροκρότημα μετά από μια παράσταση ή ομιλία δεν αποτελεί εγγύηση για την ποιότητα του καλλιτέχνη ή του ομιλητή, καθώς μια νέα σουηδική επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει ότι σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει αυτό που σχεδόν όλοι υποψιάζονται: σε ένα πλήθος, για παράδειγμα σε ένα ακροατήριο, ο ένας επηρεάζεται πολύ από τον άλλο και χειροκροτεί μηχανικά.
Κατά μέσο όρο, ο πρώτος αρχίζει να χειροκροτεί δύο δευτερόλεπτα μετά το τέλος μιας παράστασης ή ομιλίας, οι υπόλοιποι έχουν κάνει το ίδιο μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, ενώ συνολικά το χειροκρότημα του καθενός διαρκεί συνήθως γύρω στα έξι δευτερόλεπτα. Το χειροκρότημα σταματά κυρίως με τον ίδιο μιμητικό τρόπο που ξεκίνησε: όταν κάποιος κάνει την αρχή και βαρεθεί να χτυπά τα χέρια του.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Ουψάλα, με επικεφαλής τον μαθηματικό Ρίτσαρντ Μαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Journal of the Royal Society Interface» της Βασιλικής Εταιρίας επιστημών της Βρετανίας, σύμφωνα με το BBC και το «Science», διαπίστωσαν ότι το χειροκρότημα είναι ιδιαίτερα κολλητικό και οι επευφημίες του καθενός διαρκούν ανάλογα με το πώς συμπεριφέρονται οι υπόλοιποι γύρω του.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, χρειάζονται απλώς λίγοι άνθρωποι για να αρχίσουν να χειροκροτούν και να επευφημούν, προκειμένου η ίδια συμπεριφορά να εξαπλωθεί πολύ γρήγορα και στους υπόλοιπους. Όπως είπε ο Μαν, «είναι δυνατό να προκληθούν πολύ διαφορετικής διάρκειας χειροκροτήματα, ακόμα και όταν η ποιότητα της παράστασης είναι ίδια. Η αιτία για αυτό είναι αποκλειστικά η δυναμική των ανθρώπων μέσα σε ένα πλήθος».
Οι επιστήμονες έκαναν πειράματα με ομάδες φοιτητών που κλήθηκαν να παρακολουθήσουν μια παρουσίαση. Οι ερευνητές βιντεοσκόπησαν τις διάφορες δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ του πλήθους. Όπως διαπιστώθηκε, αρκούσαν ένας – δύο άνθρωποι να αρχίσουν να χειροκροτούν και να φωνάζουν, για να ακολουθήσουν και άλλοι σε μια αλυσιδωτή αντίδραση. Αν μάλιστα το 50% ενός ακροατηρίου ήδη χειροκροτεί, υπάρχουν δεκαπλάσιες πιθανότητες να παρασυρθεί κάποιος και να αρχίσει να χειροκροτεί κι αυτός, από ό,τι αν χειροκροτεί μόνο το 5% των θεατών.
Ακόμα, διαπιστώθηκε ότι οι άνθρωποι αρχίζουν ή όχι να χειροκροτούν περισσότερο με βάση αυτό που ακούν να έρχεται από το πλήθος, παρά με βάση αυτό που βλέπουν δίπλα τους. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να βλέπουν τους άλλους γύρω τους να χειροκροτούν, αρκεί που τους ακούν. Η μελέτη έδειξε ότι δεν έχει τόση σημασία αν χειροκροτά αυτός που κάθεται δίπλα σου, όσο αν στο χώρο διαχέεται γενικότερα ο θόρυβος από τα χειροκροτήματα και τις επιδοκιμασίες άλλων ανθρώπων. Όσο πιο δυνατός είναι ο θόρυβος, τόσο μεγαλύτερος είναι ο «πειρασμός» να χειροκροτήσει κανείς.
Φάνηκε επίσης πως η ποιότητα της παράστασης ή της ομιλίας έχει μικρή επίδραση στη διάρκεια των χειροκροτημάτων. «Πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός και να μην κρίνει πόσο καλή ήταν μια ομιλία από τη διάρκεια των χειροκροτημάτων που την ακολούθησαν», τόνισε ο σουηδός επιστήμονας.
«Όλα αυτά προκαλούνται, επειδή ο καθένας μας δέχεται μια κοινωνική πίεση να αρχίσει να χειροκροτεί. Από τη στιγμή που ξεκινήσει να το κάνει, υφίσταται μια εξίσου έντονη κοινωνική πίεση να μην σταματήσει, εωσότου κάποιος άλλος πρώτος σταματήσει», πρόσθεσε ο Μαν.
Οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα πώς και γιατί εξαπλώνονται -σε ένα βαθμό μιμητικά- οι ποικίλες συμπεριφορές, από το ντύσιμο έως τις πολιτικές διαμαρτυρίες και τις αυτοκτονίες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το χειροκρότημα είναι μια μορφή «κοινωνικής μόλυνσης», που αποκαλύπτει με ποιό τρόπο οι ιδέες και οι δραστηριότητες είτε γίνονται της μόδας, είτε χάνουν την λάμψη τους, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στις συνεχώς εναλλασσόμενες τάσεις που καταγράφονται στο διαδίκτυο.
Όπως είπε ο Μαν, ο οποίος στο παρελθόν είχε εστιάσει την έρευνά στο πώς τα πουλιά πετάνε σε σμήνη και τα ψάρια κολυμπούν σε κοπάδια, «το αντίστοιχο που συμβαίνει στο Facebook ή στο Twitter, είναι να συμμετέχεις κι εσύ σε μια νέα τάση, απλώς επειδή βλέπεις πολλούς άλλους ανθρώπους στον κόσμο να αναφέρουν το ίδιο πράγμα».