Η σχέση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας ήταν πάντα περίπλοκη. Οι περισσότεροι επιστήμονες ανά τον κόσμο είναι άθεοι, πεπεισμένοι πως είτε δεν υπάρχει κάποια θεότητα είτε δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την ύπαρξή της.
Ακόμα και οι επιστήμονες που δηλώνουν πιστοί, ξεχωρίζουν τη θρησκεία τους από την επιστήμη τους – «αν ο Θεός είναι υπεράνω και εκτός φύσης, τότε η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του».
Όμως, ορισμένοι επιστήμονες ξεκίνησαν αιφνιδιαστικά να εμπλέκουν την ίδια την επιστήμη για να δικαιολογήσουν την πίστη τους σε κάτι υπερφυσικό. Ο Γιούργκεν Σμιντχούμπερ, ένας επιφανής ερευνητής τεχνητής νοημοσύνης, υπεραμύνεται αυτού που ο ίδιος αποκαλεί «υπολογιστική θεολογία», ενώ ο νευρολόγος Ντέιβιντ Ίγκλμαν έχει προτείνει μια θρησκευτική θεώρηση που την ονομάζει «πιθανοτισμό». Κανείς δεν υποστηρίζει κάποια συμβατική θεότητα, αλλά κάτι πέραν του σύμπαντος.
«Εν αρχή ήταν ο κώδιξ» λέει ο Σμιντχούμπερ. «Υπάρχει ένας θεϊκός Μέγας Προγραμματιστής» γράφει στο βιβλίο του και στη συνέχεια αναλύει τη μέθοδο του Προγραμματιστή για τη δημιουργία και τον έλεγχο πολλών συμπάντων. Στη συνέχεια, ο Σμιντχούμπερ περιγράφει την «υπολογιστική θεολογία» λέγοντας ενθαρρυντικά πως «η ζωή σας είναι αναμφίβολα σημαντικότατη στο μεγάλο σχέδιο». Γενικότερα, ο Σμιντχούμπερ λέει πως «η υπολογιστική θεολογία είναι συμβατή με θρησκείες που υποστηρίζουν ότι “όλα είναι ένα” και ότι “τα πάντα αλληλοσυνδέονται”».
Η υπολογιστική θεολογία του Σμιντχούπερ περιέχει εσφαλμένα συμπεράσματα· το ότι οι πλανήτες ακολουθούν ελλειπτικές τροχιές δε σημαίνει ότι ο κάθε πλανήτης κουβαλά και ένα κομπιουτεράκι για να μην ξεφεύγει από την ελλειπτική του τροχιά. Ο Σμιντχούμπερ ίσως έχει δίκιο όταν μιλά για το αποτελεσματικό σύμπαν, αλλά δεν έχει αποδείξεις για το ποιος το διοικεί. Ίσως έχει δίκιο όταν λέει πως τα πάντα αλληλοσυνδέονται, αλλά αυτό δεν αρκεί για να πιστέψουμε σε θεϊκούς Μεγάλους Προγραμματιστές.
Εάν η λογική του Σμιντχούμπερ μοιάζει δυσνόητη, του Ιγκλμαν δεν είναι. Δεν υπάρχει ούτε αναφορά σε λογικά εφικτά σύμπαντα ούτε σε κβαντικούς υπολογισμούς. Αντίθετα, ο Ιγκλμαν ενδιαφέρεται για τα όρια της γνώσης μας και για το τι μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά που δεν ξέρουμε.
Ο Ιγκλμαν υποστηρίζει πως «η άγνοιά μας για το σύμπαν είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορούμε να είμαστε άθεοι». Η εφεύρεσή του, ο «πιθανοτισμός», είναι «μια έμφαση στην εξερεύνηση νέων, αδιανόητων πιθανοτήτων. Δεν είναι προσκόλληση σε κάποια συγκεκριμένη ιστορία». Αναφερόμενος σε μια έρευνα που έδειξε πως υπήρχαν χίλια τρισεκατομμύρια άστρα σε μια μικροσκοπική γωνιά του σύμπαντος (που μέχρι πρότινος θεωρούταν σκοτεινή), λέει πως «αυτό είναι ένα καλό κίνητρο να σκεφτούμε το μέγεθος των μυστηρίων που μας περιτριγυρίζουν. Με άλλα λόγια, αν δεν ξέραμε τι κρυβόταν εκεί, ποιος μπορεί να αποδείξει πως δεν υπάρχει δημιουργός;».
Όμως, τα επιχειρήματα του Ίγκλμαν είναι ίσως πιο αδύναμα απ’ όσο παραδέχεται – υπονοεί πως αν ανακαλύψουμε κάτι νέο για τη Μεγάλη Έκρηξη ή το DNA, θα βρούμε μια θεότητα που υπό άλλες συνθήκες θα παραβλέπαμε, αλλά δε γίνεται πιο συγκεκριμένος. Επιχειρεί να προτείνει μια νέα θέση μέσω του «πιθανοτισμού» αλλά δεν εξηγεί ποια είναι αυτή. Επίσης, ο Ίγκλμαν αγνοεί κάτι πολύ σημαντικό για τη σύγχρονη επιστήμη: τη μετα-ανάλυση, τον τρόπο του συνδυασμού και αξιολόγησης τεκμηρίων.
Γνωρίζουμε ότι στις εμπειρικές επιστήμες (σχεδόν) τα πάντα αφορούν σε αξιολόγηση τεκμηρίων. Πέραν της γεωμετρίας, οι επιστήμονες σπανίως μπορούν να αποδείξουν κυριολεκτικά κάτι. Περισσότερο αποκλείουν τις ανταγωνιστικές θεωρίες και μαζεύουν περισσότερα τεκμήρια που ευνοούν τη δική τους. Από μια άποψη, οι επιστήμονες είναι αγνωστικιστές, αλλά όχι μόνο θρησκευτικά μα για τα πάντα,. Όλες οι ενδείξεις και τα τεκμήρια είναι έμμεσα (πιστεύουμε στις μαύρες τρύπες, όχι επειδή είδαμε μια, αλλά επειδή η ύπαρξη των μαύρων τρυπών είναι η καλύτερη εξήγηση για κάποια συμπαντικά φαινόμενα).
Είναι βέβαια αδιαμφισβήτητο πως όλοι οι άνθρωποι, επιστήμονες και μη, είναι ελεύθεροι να πιστεύουν σε αυτό που θέλουν. Όμως, η βάση της θρησκείας θα πρέπει να παραμείνει η ίδια: η πίστη, όχι η επιστήμη. Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει με βεβαιότητα πως δεν υπάρχει θεός (με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη της ψυχρής σύντηξης).
Το τελευταίο καταφύγιο όλων όσοι προσπαθούν να συμβιβάσουν επιστήμη και θρησκεία είναι κάτι που θυμίζει το φιλοσοφικό ρεύμα του εγωμονισμού (δηλαδή «μόνο εγώ υπάρχω στο σύμπαν, όλοι οι άλλοι είναι μυθολογήματα»). Ο φιλόσοφος Άλβιν Πλαντίνγκα υποστηρίζει την εξέλιξη των ειδών, αλλά προτείνει πως οι διάφορες μεταλλάξεις που συνέβησαν «είναι ξεκάθαρα έργο του Θεού».
Ο Πλαντίνγκα λέει πως οι Χριστιανοί έχουν μια έκτη αίσθηση που τους δίνει τη δυνατότητα να νιώθουν την παρουσία του Θεού, μια αίσθηση που απουσιάζει από τους άθεους. Βέβαια, θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει μια άπειρη σειρά παρόμοιων υποθέσεων, όπως «μόνο οι βουδιστές διαθέτουν την αίσθηση του Βούδα», και ούτω καθ’ εξής, αλλά αν μεταπηδήσουμε από την επιστήμη σε ένα τέλμα ανοικτών πιθανοτήτων, δε θα φέρουμε κοντά την επιστήμη και τη θρησκεία, όχι περισσότερο από όσο ήρθαν κοντά στο «Φάουστ» του Γκαίτε.