Ο Martin Michaels είναι το ψευδώνυμο υπαστυνόμου που υπηρετεί στη Silicon Valley και ειδικεύεται στις διαπραγματεύσεις καταστάσεων ομηρίας.
Η δουλειά του είναι αρκετά απαιτητική και πολλές φορές έχει να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις.
Πώς όμως είναι μία μέρα στη δουλειά του;
«Ένα πρωινό, είχα βγει για καφέ με έναν συνάδελφο και παλιόφιλο. Μιλήσαμε για τις οικογένειές μας, το συνταξιοδοτικό πλάνο και τις πλάκες που σκαρώναμε ο ένας στον άλλο όταν ήμασταν νεαροί στο επάγγελμα και ανέμελοι. Το διάλειμμα για καφέ διακόπηκε απότομα όταν λάβαμε σήμα για επείγον περιστατικό στους ασύρματους μας…Ένας έφηβος, απειλούσε ότι θα μαχαίρωνε τη μητέρα του, σε διαμέρισμα στις εργατικές πολυκατοικίες. Πίσω στη δουλειά… Καθώς μεταφερόμασταν στο συμβάν, ακούγαμε από τον ασύρματο τις εξελίξεις. Ο νεαρός ήταν αφροαμερικανός, με ύψος 1.88μ. και βάρος 120 κιλά. Απειλούσε να μαχαιρώσει τη μητέρα του με ένα τεράστιο κουζινομάχαιρο όταν εκείνη προσπάθησε να τον πείσει να πάει στο σχολείο» περιγράφει και συνεχίζει:
«Ξέρω ότι η ομάδα μου είναι δυνατή. Είχα στη διάθεσή μου έναν διαπραγματευτή ομηριών και κρίσεων, πολλούς έμπειρους αξιωματικούς και το σωστό εξοπλισμό. Όταν έφτασα στο σημείο, είδα τη μητέρα να τσακώνεται με έναν αστυνομικό. Ο γιος είχε ταμπουρωθεί μέσα στο διαμέρισμα και είχε μπλοκάρει την ανοιχτή πόρτα με ένα μεγάλο έπιπλο. Άκουσα έναν αστυνομικό να φωνάζει προς τον νεαρό, να τον καλεί να πετάξει το μαχαίρι και να βγει έξω. Η ομάδα μου με ενημέρωσε ότι κράδαινε το μαχαίρι πάνω από το κεφάλι του και απειλούσε να τους μαχαιρώσει.
Η μητέρα άρχισε να συμπεριφέρεται με επιθετικότητα και παρανοϊκό τρόπο, προσπαθώντας με το σώμα της να σταματήσει τους ένστολους από το να εισέλθουν στο σπίτι απαιτώντας να μιλήσουν στο γιο της μέσω εκείνης. Κατάφερα τελικά να την ηρεμήσω και άλλαξε την ιστορία: ο γιος της τώρα, ποτέ δεν απείλησε τη ζωή της αλλά ότι ήθελε να βλάψει τον εαυτό του. Είχα να διαχειριστώ δυο διαφορετικές εκδοχές -και στις δυο είχαμε χρήση όπλων και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Έσπευσα να ενημερωθώ από την ομάδα μου και να βγάλουμε σχέδιο δράσης. “Σε καμία περίπτωση δεν θα εισβάλουμε στο διαμέρισμα, πρέπει να τον αφοπλίσουμε και να διαχειριστούμε την κατάσταση όχι ως κάποιο έγκλημα, αλλά ως περίπτωση ψυχικής διαταραχής”, είπα.
Οι άντρες μου είναι καλοί, και θα μείνουν στο αρχικό σχέδιο: να κρατήσουμε αποστάσεις. Την περισσότερη ώρα, κρατούσα τη μητέρα ήρεμη καθώς τα ξεσπάσματά της ενοχλούσαν το γιο της. Ήταν γεμάτη θυμό, μίσος, δυσπιστία και απογοήτευση προς το μέρος μας και τον ίδιο. Επαναλάμβανε διαρκώς πώς είχε δεχτεί βία από αστυνομικούς, πριν 30 χρόνια, χωρίς να κατανοεί ότι βρεθήκαμε εδώ για να τη βοηθήσουμε – είχαμε ανταποκριθεί στη δική της κλήση. Της εξήγησα, ότι σκοπός μας είναι να εκτονώσουμε την κατάσταση και να κρατήσουμε εκείνη και το γιο της, ασφαλείς».
Η τακτική των διαπραγματευτών
«Πήγα προς τους διαπραγματευτές οι οποίοι κρατούσαν τον νεαρό απασχολημένο, και δε τον άφηναν να ασχολείται με τη μητέρα του. Όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, οι διαπραγματευτές μιλούσαν για τα πάντα εκτός από το θέμα που τον απασχολούσε εκείνη την ώρα. Μιλούσαν για την αγαπημένη του ομάδα, την μουσική που ακούει. Στην περίπτωση που κάποιος κρατά ομήρους, του μιλάμε κοντά στο παράθυρο, μακριά από εκεί όπου κρατούνται οι όμηροι -Και να βρίσκεται φυσικά, εντός του πεδίου βολής των σκοπευτών.
Δεδομένου ότι στη παρούσα κατάσταση, ήμουν ο αστυνομικός με το μεγαλύτερο αξίωμα, είχα επιβαρυνθεί με την επικίνδυνη πραγματικότητα της παρούσας πρόσκλησης. Οι ζωές των αστυνομικών μου, βρίσκονταν σε κίνδυνο. Αν το σχέδιο μου δε πήγανε όπως το περίμενα, αν οι φωνές της μητέρας ερέθιζαν το γιο της να ξεσπάσει βίαια, αν οι αποστάσεις των διαπραγματεύσεων ήταν πολύ κοντά ή πολύ μακριά τότε κάποιος ή κάποια ένστολος θα έχανε τη ζωή του/της.
Εξίσου απογοητευτική ήταν και η σκέψη ότι ένα βίαιο τέλος θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σημείο μηδέν για ταραχές και πιθανότατα σε περισσότερους θανάτους. Έπειτα από πάνω από μια ώρα διαπραγματεύσεων, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαπραγματευτής ήρεμα και σταθερά ασχολείται με τον έφηβο, ήταν σαφές: Σιγά σιγά τον κερδίζαμε. Ο έφηβος τελικά άφησε το μαχαίρι αλλά συνέχιζε να αρνείται να βγει από το διαμέρισμα. Ο αρχιφύλακας, πρότεινε να κινηθούμε προ το χώρο, να περάσουμε τα οδοφράγματα που είχε φτιάξει πριν αλλάξει γνώμη και αρπάξει και πάλι το μαχαίρι. Του υπενθύμισα το πόσο επικίνδυνο θα ήταν να εισβάλαμε μέσα και ότι ο νεαρός θα βγει από μόνος του. “Αν έχει κι άλλο μαχαίρι ή αν προσπαθήσει να το πιάσει από κάτω καθώς η ομάδα κινείται προς το μέρος του, αυτό θα ήταν καταστροφικό”. Κατά συνέπεια, φρόντισε οι αξιωματικοί να διατηρήσουν τις αποστάσεις για να αποφύγουν την όποια αντιπαράθεση.
Τελικά ο έφηβος σιγά-σιγά βγήκε από το σπίτι και έγινε δεκτός από τον κύριο διαπραγματευτή μας και την υπόλοιπη ομάδα. Τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο για μια ιατρική και ψυχιατρική εκτίμηση. Δεν υπήρξε κάποιος θάνατος και δε ξέσπασαν ταραχές. Στους μήνες που ακολούθησαν, οι διαπραγματευτές συνεργάστηκαν με τη μητέρα ώστε να συναινέσει να δεχτεί ιατρική βοήθεια ο γιος της. Προς πείσμα και μίσος κατά της αστυνομίας, αρνήθηκε. Το κλειδί που εκείνη την ημέρα έμεινε ζωντανός ο γιος της, ήταν η υπομονή, η σωστή τακτική και η τύχη. Τώρα; Επιστροφή στη δουλειά, ως συνήθως».