Σε ανησυχητικό επίπεδο έχουν φτάσει οι κυβερνοεπιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης, των επιχειρήσεων και των τραπεζών στη Βρετανία και συνιστούν απειλή για τα «οικονομικά της συμφέροντα», σύμφωνα με αξιωματούχο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών.
Μια «ευρείας κλίμακας επίθεση» με στόχο το Φόρειν Οφις και άλλα υπουργεία αποτράπηκε το καλοκαίρι, αποκάλυψε ο Ιαν Λόμπχαμ , διευθυντής της κυβερνητικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στον τομέα της Επικοινωνίας (GCHQ), σε συνέντευξή του στους Times, μια ημέρα πριν από την διεθνή διάσκεψη στο Λονδίνο με θέμα το Διαδίκτυο.
«Παρακολουθούμε την άνθηση μιας διεθνούς αγοράς εγκληματικότητας, μιας παράλληλης οικονομίας στην οποία τα στοιχεία τραπεζικών καρτών Βρετανών αποκαλύπτονται με αντάλλαγμα κυβερνοδολάρια», υπογράμμισε ο ίδιος αναφερόμενος σε υπόθεση οικονομικού εγκλήματος την οποία αποκάλυψε η υπηρεσία του, όταν αριθμοί πιστωτικών καρτών πωλούνταν από παράνομες ιστοσελίδες για ελάχιστα ποσά όπως 70 πέννες (0,80 ευρώ).
Η GCHQ, ανάλογη με την αμερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας χειρίζεται επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών και αποκρυπτογράφησης κωδίκων και αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας της Βρετανίας απέναντι στις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο.
«Οι χώρες που δεν είναι σε θέση να εγγυηθούν της ασφάλεια των συστημάτων πληροφορικής των τραπεζών τους, της πνευματικής ιδιοκτησίας των επιχειρησεών τους, θα βρεθούν στο μέλλον σε πολύ δύσκολη θέση», προειδοποίησε από την πλευρά του ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Γουίλιαμ Χέιγκ σε άρθρο που δημοσιεύεται επίσης στους Times.
«Θα είναι δυσκολότερο για τις επιχειρήσεις να αναπτύσσονται και να επιβιώνουν και για τους ιδιώτες να διασφαλίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες», επισήμανε ο Χέιγκ.
Η Βρετανία θα επενδύσει τα επόμενα τέσσερα χρόνια 650 εκατομμύρια στερλίνες (περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ) στην πρόληψη ανάλογων επιθέσεων και τόσο ο Χέιγκ όσο και ο Λόμπχαμ τόνισαν πως κυβερνήσεις και επιχειρήσεις χρειάζεται να δράσουν από κοινού για να αντιμετωπίσουν τις απειλές.
«Ο κυβερνοχώρος θα γίνει η νέα μεγάλη απειλή», καταλήγει ο Λόμπχαμ.