Φιλική, γλυκιά και αθώα. Αυτήν ήταν η πρώτη εντύπωση που έδινε η νοσοκόμα Beverley Allitt σε όποιον την συναντούσε. Πίσω όμως από το αθώο βλέμμα κρυβόταν ένα διαβολικό πλάσμα, μία στυγνή δολοφόνος που δεν δίσταζε να αφαιρέσει τις ζωές αθώων παιδιών ενώ εργαζόταν ως νοσοκόμα σε παιδιατρική πτέρυγα. Έμεινε γνωστή ως ο «Άγγελος του Θανάτου».
Η Beverley Allitt έκανε μία ένεση με ινσουλίνη ή κάλιο στα παιδιά, αυξάνοντας απότομα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, προκαλώντας τους καρδιακή ανακοπή. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι στη συνέχεια πλησίαζε τους γονείς και τους παρηγορούσε για την μεγάλη τους απώλεια που εκείνη (!) είχε προκαλέσει.
Η Beverley Allitt γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1968. Από μικρή ήθελε να τραβάει την προσοχή. Για τον λόγο αυτό φορούσε επιδέσμους ή προσποιούνταν ότι είχε τραυματιστεί. Αυτό που την ικανοποιούσε περισσότερο από οτιδήποτε ήταν οι άλλοι να ασχολούνται μαζί της ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να την λυπούνται.
Μπαίνοντας στην εφηβεία άρχισε να έχει ακόμα πιο αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Ήταν επιθετική, παραπονιόταν διαρκώς για διάφορα ανύπαρκτα προβλήματα υγείας ενώ δεν δίσταζε να αυτοτραυματιστεί για να πηγαίνει καθημερινά στο νοσοκομείο.
Τελειώνοντας το σχολείο, φοίτησε σε μια σχολή νοσοκόμων. Έκανε πρακτική σε έναν οίκο ευγηρίας όπου και εκεί η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της δεν άργησε να εκδηλωθεί. Οι υποψίες έπεσαν πάνω της όταν βρέθηκαν περιττώματα πασαλειμμένα σε τοίχους και στη συνέχεια τοποθετημένα στο ψυγείο, ώστε να τα βρει το υπόλοιπο προσωπικό.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της είχε απουσίαζε συχνά από τα μαθήματα ισχυριζόμενη ότι είναι άρρωστη. Παρά το ιστορικό των απουσιών της και της αποτυχίας της στις τελικές εξετάσεις, προσελήφθη με εξάμηνη σύμβαση στο νοσοκομείο Grantham του Lincolnshire της Αγγλίας το 1991.
Τους αμέσως επόμενους μήνες οι γιατροί στην παιδιατρική πτέρυγα του νοσοκομείου ήρθαν αντιμέτωποι με μία σειρά ξαφνικών και ανεξήγητων θανάτων…
Τα αθώα θύματα
Στις 21 Φεβρουαρίου 1991, ο μόλις επτά εβδομάδων Liam Taylor, εισήχθη στο νοσοκομείο με πνευμονία. Η νοσοκόμα Beverley Allitt ανέλαβε την φροντίδα του μικρού καθησυχάζοντας τους γονείς του ότι είναι σε καλά χέρια και δεν είχαν κανένα λόγο να ανησυχούν. Στη συνέχεια τους συμβούλευσε να πάνε σπίτι τους για να ξεκουραστούν. Όταν επέστρεψαν το πρωί τους ενημέρωσε πως ο Liam το βράδυ αντιμετώπισε κάποια αναπνευστικά προβλήματα αλλά ήταν καλά. Έτσι τους πρότεινε να μείνει μαζί του ακόμα ένα βράδυ. Η 23χρονη νοσοκόμα έμεινε να προσέχει το παιδί…
Όταν η συνάδελφός της μπήκε κάποια στιγμή στο δωμάτιο, τη βρήκε να στέκεται δίπλα στο παιδί, που ήταν ωχρό σαν φάντασμα. Το παιδί έπαθε καρδιακή ανακοπή και οι γιατροί κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να το κάνουν να αναπνεύσει ξανά. Ο μικρός δεν τα κατάφερε. Ένα μικρό αγόρι, χωρίς προηγούμενο ιστορικό καρδιακών προβλημάτων, είχε πεθάνει μυστηριωδώς από ανακοπή.
Το επόμενο θύμα ήταν ο 11χρονος Timothy Hardwick, που εισήχθη στο νοσοκομείο με επιληψία. Και πάλι η Allitt προθυμοποιήθηκε να αναλάβει την φροντίδα του. Λίγα λεπτά αφού έμεινε μαζί του η καρδιά του σταμάτησε έτσι ξαφνικά. Παρά τις προσπάθειές τους, στάθηκε αδύνατον να τον βοηθήσουν. Η νεκροψία που έγινε αργότερα απέτυχε να προσδιορίσει την ακριβή αιτία θανάτου, αν και όλοι θεώρησαν ότι οφειλόταν σε επιληπτική κρίση.
Πέντε ημέρες αργότερα, συνέβη ακόμα ένα περιστατικό.
Η 14 μηνών Kayley Desmond, στις 3 Μαρτίου 1991, μπήκε προληπτικά στην παιδιατρική πτέρυγα καθώς είχε μια ελαφριά αναπνευστική λοίμωξη. Εκεί που όλοι περίμεναν να ανακάμψει γρήγορα, υπέστη καρδιακή προβολή πέντε μέρες αργότερα. Ωστόσο επέζησε. Οι γιατροί την υπέβαλλαν σε εξονυχιστικό έλεγχο και παρατήρησαν ένα περίεργο τρύπημα από βελόνα κάτω από τη μασχάλη της. Δεν έδωσαν συνέχεια στο γεγονός, ούτε διεξήχθη καμία έρευνα.
Έτσι η Allitt μπορούσε να συνεχίσει το μακάβριο έργο της…
Ο ηλικίας πέντε μηνών Paul Crampton ήταν το επόμενο θύμα της. Μπήκε στην παιδιατρική πτέρυγα στις 20 Μαρτίου του 1991, με μια ελαφριά βρογχίτιδα. Λίγο πριν πάρει εξιτήριο η διαβολική νοσοκόμα, η οποία είχε αναλάβει την φροντίδα του, ζήτησε βοήθεια καθώς το παιδί φαινόταν να υποφέρει από διαβητικό σοκ, πέφτοντας σε κώμα σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις. Κάθε φορά οι γιατροί τον επανέφεραν, εκείνος εμφάνιζε αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Νότινγχαμ. Ο μικρός Πωλ γλίτωσε από τα χέρι της σατανικής νοσοκόμας.
Την επόμενη μέρα, ο πεντάχρονος Bradley Gibson, που έπασχε από πνευμονία, έπαθε μια απρόσμενη καρδιακή προσβολή, αλλά σώθηκε από τους γιατρούς. Οι διαδοχικές εξετάσεις αίματος στις οποίες τον υπέβαλαν, έδειξαν υψηλά ποσοστά ινσουλίνης, κάτι το οποίο οι παιδίατροι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.
Την 1η Απριλίου 1991, η μόλις δύο μηνών Becky Phillips νοσηλεύτηκε με έναν ιό στο στομάχι. Ενώ ήταν υπό την φροντίδα της νοσοκόμας εμφάνισε συμπτώματα υπογλυκαιμίας. Μετά τις εξετάσεις στις οποίες υπεβλήθη οι γιατροί άφησαν το κοριτσάκι να επιστρέψει σπίτι του με την μαμά του. Κατά τη διάρκεια της νύχτας το παιδί είχε σπασμούς. Λίγες ώρες αργότερα πέθανε.
Τα ανεξήγητα συμπτώματα σε συνδυασμό με την νοσηλεία από την Allitt, κίνησαν τις υποψίες. Το πραγματικό πρόσωπο της νοσοκόμας – δολοφόνου αποκαλύφθηκε με τον θάνατο του μόλις 15 μηνών βρέφους, Claire Peck, στις 22 Απριλίου του 1991. Το μωρό, που υπέφερε από άσθμα, όταν βρέθηκε στα χέρια της Allitt, που υποτίθεται θα το φρόντιζε, υπέστη καρδιακή προσβολή. Σώθηκε από τους γιατρούς αλλά όταν ξαναβρέθηκε μόνο του με τη δολοφονική νοσοκόμα συνέβη το ίδιο και, αυτή τη φορά, με μοιραία κατάληξη.
Ο επικεφαλής της αστυνομίας που ανέλαβε την υπόθεση, εξέτασε όλους τους «περίεργους» θανάτους που είχαν συμβεί στο νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών. Γρήγορα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι όλοι είχαν έναν κοινό παρονομαστή: τα υψηλά ποσοστά ινσουλίνης στον οργανισμό των θυμάτων. Στις έρευνες που ακολούθησαν ανακαλύφθηκε πως η Allitt είχε δηλώσει την απώλεια του κλειδιού του ψυγείου, στο οποίο φυλάσσονταν οι ινσουλίνες…
Η σύλληψη και η δίκη
Το Νοέμβριο του 1991, η αστυνομία είχε στα χέρια της αρκετά στοιχεία ώστε να προχωρήσει στη σύλληψη της νοσοκόμας Beverley Allitt. Η ίδια αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες για τις κατά συρροή δολοφονίες ωστόσο έρευνα που διενεργήθηκε στο σπίτι της έφερε στο φως χαμένες σελίδες από τα βιβλία νοσηλείας των θυμάτων. Η αστυνομία την έστειλε για ψυχιατρική εξέταση, όπου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από το σύνδρομο Μινχάουζεν, κατά τα οποίο ο ασθενής επιζητά την προσοχή μέσω ιατρικών προβλημάτων, δικών του ή των άλλων. Μετά από αναρίθμητες αναβολές, η δίκη της έγινε στο Βασιλικό Δικαστήριο του Νότινγχαμ στις 15 Φεβρουαρίου του 1993.
Μετά από μία δίκη διάρκειας δύο μηνών, καταδικάστηκε 13 φορές σε ισόβια για φόνους και απόπειρες φόνων. Ήταν η σκληρότερη ποινή που είχε επιβληθεί σε γυναίκα, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σύμφωνα με τον δικαστή έπρεπε να επιβληθεί για να δικαιωθούν τα θύματα. Η Allitt κλείστηκε σε Νοσοκομείο Υψίστης Ασφάλειας του Νότινγχαμ, σε ειδική πτέρυγα , όπου κρατούνταν οι κατάδικοι που έχρηζαν ψυχιατρικής αγωγής. Με το που βρέθηκε εκεί δεν άργησε να επιζητά και πάλι την προσοχή μασώντας γυαλιά και καίγοντας τα χέρια της με καυτό νερό.