Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη νύχτα που σκότωσε τη σύντροφό του Ρίβα Στέενκαμπ, καταρρέοντας τη στιγμή που αποκάλυπτε πως ακόμα έχει «τη μυρωδιά από το αίμα της», έδωσε ο Όσκαρ Πιστόριους σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
«Σκότωσα τη Ρίβα και θα πρέπει να ζήσω με αυτό», εξομολογήθηκε κλαίγοντας σε συνέντευξή του στο δίκτυο ITV περιγράφοντας τη δική του εκδοχή για όσα συνέβησαν τη μοιραία νύχτα της 14ης Φεβρουαρίου του 2013 στο σπίτι τους στην Πραιτόρια της Νότιας Αφρικής.
«Μπορώ να μυρίσω το αίμα, μπορώ να νιώσω τη ζεστασιά του στα χέρια μου. Και ξέρω πως αυτό είναι δικό μου λάθος, πως εγώ το έκανα. Καταλαβαίνω τον πόνο που νιώθει ο κόσμος που την αγαπούσε και του λείπει. Νιώθω τον ίδιο πόνο. Νιώθω το ίδιο μίσος για τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω την ίδια δυσκολία στο να το κατανοήσω όλο αυτό. Κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι, πάντα αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτό; Σκέφτομαι, πώς μπορεί να συνέβη αυτό; Πώς γίνεται;».
Το 2014 ο Πιστόριους κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε ετών αλλά τον Οκτώβριο του 2015 τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό έχοντας εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του. Ωστόσο τότε το Ανώτατο Δικαστήριο της Νότιας Αφρικής ανέτρεψε τη δικαστική απόφαση, ύστερα από έφεση και η κατηγορία του μετατράπηκε σε ενοχή για φόνο, που σημαίνει πιθανή ελάχιστη φυλάκιση 15 ετών, όπως εξηγεί η Daily Mail.
Ο Πιστόριους έδωσε τη συνέντευξη στο σπίτι του θείου του, όπου ζει περιμένοντας την ανακοίνωση της ποινής του και μίλησε στον δημοσιογράφο Mark Williams-Thomas.
Στην εκπομπή ζητήθηκε και από την οικογένειά της Στέενκαμπ να τοποθετηθεί αλλά, σύμφωνα με το ITV, η απάντηση ήταν αρνητική.
Ο διάσημος αθλητής περιέγραψε πώς εκείνος και η Στέενκαμπ πήγαν για ύπνο και ο ίδιος έβγαλε τα προσθετικά του πόδια. Πριν αποκοιμηθεί της είπε: «αν κοιμηθώ μπορείς να κλείσεις τις πόρτες και την τηλεόραση;» Στη συνέχεια, όπως περιέγραψε, ξύπνησε στις 3 τη νύχτα ακούγοντας έναν θόρυβο στο παράθυρο, σαν να προέρχεται από το μπάνιο κι ενώ το κτήριο ήταν κατασκότεινο.
Τον κατέλαβε αμέσως πανικός καθώς πίστεψε πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι. «Αυτός ο άμεσος φόβος με κατέλαβε, πως κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι. Κάποιος προσπαθούσε να μπει. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως πρέπει να πιάσω το όπλο μου. Αν αυτό το άτομο είναι ήδη μέσα στο σπίτι το παράθυρο αυτό έχει ήδη ξανανοίξει, είναι θέμα δευτερολέπτων να φτάσει στο μπάνιο. Είμαι φοβισμένος. Είμαι τρομοκρατημένος και πιάνω το όπλο μου και λέω στη Ρίβα, της είπα «πάρε την αστυνομία και πέσε στο πάτωμα. Πάρε την αστυνομία και πέσε στο πάτωμα». Αλλά ακόμα ψιθυρίζω. Βασικά στηρίζομαι στο ένα χέρι μου και στα κολοβώματα των ποδιών μου και κρατώ το όπλο. Είμαι κάτω χαμηλά, αρχίζω να τρέμω και να ιδρώνω και ο φόβος να με καταβάλλει. Σε εκείνο το σημείο μπήκα στο πέρασμα και άρχισα να φωνάζω και να ουρλιάζω: «βγες από το σπίτι μου! Έξω από το σπίτι μου!» Και ουρλιάζω. Και όσο περισσότερο ουρλιάζω τόσο μεγαλώνει και ο φόβος μου. Τόσο πιο αληθινό γίνεται όλο το συναίσθημα».
Σε αυτό το σημείο, όπως περιγράφει, άκουσε την πόρτα της τουαλέτας να κλείνει με πάταγο και πίστεψε πως κάποιος βρισκόταν «εδώ, πίσω από τη γωνία».
«Δεν είχα χρόνο να φορέσω τα πόδια μου, σίγουρα κάποιος ήταν ήδη μέσα στο σπίτι. Αν έρθει σε μένα γρήγορα κι αν μου πάρει το όπλο ή αν διστάσω, μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο εναντίον είτε εμένα είτε της Ρίβα», αφηγείται. Τότε φώναξε «Ρίβα πάρε την αστυνομία» με σκοπό να τρομάξει τον εισβολέα, για να φύγει από το σπίτι.
«Έχω πετρώσει σε αυτό το σημείο, δεν θέλω να σηκώσω το χέρι μου γιατί μπορεί να μου το πιάσουν, δεν έχω την ισορροπία να ευθυγραμμίσω το όπλο. Τότε βλέπω τα παράθυρα ανοιχτά. Όλα τρέχουν μέσα στο κεφάλι μου. Το παράθυρο μόλις άνοιξε, η πόρτα μόλις έκλεισε, είναι νύχτα, η Ρίβα ήταν δίπλα μου στο κρεβάτι. Πρέπει να σταθώ εκεί μέχρι να μας έρθει βοήθεια, μέχρι κάποιος να έρθει. Επειδή δεν μπορώ να πάω πίσω στη Ρίβα και να την εκθέσω στους εισβολείς ούτε να εκθέσω τον εαυτό μου. Κρύβομαι πίσω από τον τοίχο της πόρτας της τουαλέτας. Βλέπω την πόρτα της τουαλέτας, δεν ξέρω αν είναι ένα άτομο, το μόνο που ξέρω είναι πως κάποιος είναι στο σπίτι μου. Και ξαφνικά ακούω ένα θόρυβο στην τουαλέτα. Συμπεραίνω πως είναι η πόρτα της τουαλέτας που ανοίγει και πριν το καταλάβω πυροβολώ τέσσερις φορές», περιγράφει.
Όπως λέει, ο θόρυβος από τους πυροβολισμούς ήταν τόσο δυνατός που δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα και φώναζε στην Στέενκαμπ να καλέσει την αστυνομία και αν βγει από το σπίτι.
Σε εκείνο το σημείο, όπως υποστηρίζει, επέστρεψε στο κρεβάτι του αλλά δεν έβρισκε τη σύντροφό του.
«Πέφτω στο πάτωμα αλλά δεν τη νιώθω», λέει, «κι έτσι αρχίζω να τραβάω ό,τι βρίσκω και να λέω ‘Ρίβα! Ρίβα! Ρίβα! Και στηρίζομαι στο χέρι μου και σηκώνομαι ακίνητος πάνω στα πόδια μου και τραβάω την κουρτίνα. Σκέφτομαι ‘θεέ μου, πες μου πως κρύβεται πίσω από την κουρτίνα. Φτάνω ως την άκρη και η καρδιά μου ραγίζει. Ακόμα φοβάμαι πως είναι κάποιος εισβολέας μέσα στο σπίτι αλλά τώρα έχω κι ακόμα έναν φόβο. Κι έτσι τρέχω πάνω στα κολοβώματα όσο πιο γρήγορα μπορώ στο μπάνιο, σημαδεύοντας ακόμα την πόρτα με το όπλο. Είναι κλειδωμένη και συνειδητοποιώ πως κάποιος είναι μέσα και δεν μου απαντά». Τότε άρχισε να ανησυχεί μήπως ήταν η Στέενκαμπ στο μπάνιο κι άρχισε να προσπαθεί να ανοίξει δια της βίας την πόρτα.
Πήγε μάλιστα να βάλει το προσθετικά μέλη του κι επέστρεψε για να προσπαθήσει ξανά να σπάσει την πόρτα.
«Τώρα πια ουρλιάζω για τη Ρίβα και αρχίζω να φωνάζω ‘Θεέ μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ας μην έχει συμβεί αυτό που φοβάμαι».
«Πρέπει να μπω μέσα στην τουαλέτα για να δω αν είναι εκεί η Ρίβα. Κι αν δεν μου απαντά, γιατί δεν μου απαντά, φοβάται; Είναι καλά; Οπότε τρέχω στο δωμάτιο για να πάρω το ρόπαλο του κρίκετ κι αρχίζω να σπάω την πόρτα. Φτάνω έτσι και προσπαθώ να ξεκλειδώσω από μέσα και συνειδητοποιώ πως το κλειδί δεν είναι εκεί. Αλλά σπάω ένα σημείο της πόρτας που είναι χαλαρό και το βγάζω και τότε βλέπω τη Ρίβα στο πάτωμα».
Κλαίγοντας ο Πιστόριους συνεχίζει: «Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τη Ρίβα πάνω από την τουαλέτα. Έχει πέσει πάνω από την τουαλέτα. Και τότε ήξερα πως την είχα σκοτώσει. Ήξερα πως ήταν νεκρή. Έπεσα στα γόνατα και την τράβηξα πάνω μου».
Σύμφωνα με την περιγραφή του την ακούμπησε στο πάτωμα του μπάνιου κι έβαλε το κεφάλι της πάνω σε μια πετσέτα.
«Βλέπω αίμα παντού, υπάρχει αίμα παντού. Τόσο αίμα… Και δεν ξέρω τι να κάνω. Προσπαθώ να τη σηκώσω αλλά υπάρχει τόσο αίμα που δεν μπορώ να σταθώ. Πίστεψα πως η Ρίβα είχε αρχίσει να αναπνέει κι έτσι έβαλα τα δάχτυλά μου στο στόμα της και προσπάθησα να της κάνω τεχνητή αναπνοή αλλά υπήρχε τόσο αίμα…».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης το Πιστόριους είπε πως κοινοί τους φίλοι δεν του μιλούν πια και πως βλέπει τον πόνο που προκάλεσε στην οικογένεια της Ρίβα και δεν τους κατηγορεί».
Προσπαθώντας να περιγράψει τι πρέπει να έγινε, αφηγείται: «Η Ρίβα πρέπει να είχε μόλις πάει στην τουαλέτα. Και όταν άρχισα να φωνάζω πρέπει να νόμισε πως κάποιος έμπαινε από το μπαλκόνι. Οπότε μάλλον φοβήθηκε και έκλεισε την πόρτα. Σκέφτομαι πως αυτό είναι μια επιβεβαίωση πως κάποιος ήταν στο μπάνιο. Με ακούει να φωνάζω και να έρχομαι όλο και πιο κοντά στο μπάνιο. Δεν ξέρω, έχω αναρωτηθεί ένα εκατομμύριο φορές, γιατί, γιατί δεν έκλεισα την πόρτα πριν να πέσω στο κρεβάτι; Γιατί δεν έκλεισε η Ρίβα την πόρτα; Γιατί δεν μου φώναξε από την τουαλέτα; Δεν ξέρω γιατί, δεν έκανε τίποτα κακό. Αλλά είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να ξέρεις πως αν ένα από αυτά τα μικρά πραγματάκια δεν είχε συμβεί η κατάσταση θα ήταν διαφορετική. Και θα την είχα ακόμα εδώ μαζί μου…».
Χαρακτήρισε αυτό που έκανε «φρικτό» και πρόσθεσε: «υπάρχουν φορές που νιώθω πως δεν θα έπρεπε να έχω το δικαίωμα να ζω αφού στέρησα τη ζωή κάποιου άλλου. Αυτό που είναι δύσκολο είναι να διαχειριστώ αυτήν την κατηγορία του φόνου. Τη μέρα πριν αρχίσει η δίκη τον Μάρτιο του 2014 κάθισα με τους δικηγόρους μου και τους είπα ό,τι και να γίνει, θα εκτίσω 10ετή ποινή για ανθρωποκτονία από αμέλεια αλλά ούτε μια μέρα για φόνο. Δεν θέλω να γυρίσω στη φυλακή, δεν θέλω να ξοδέψω τη ζωή μου εκεί μέσα. Αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους που ήταν λιγότερο τυχεροί από μένα, όπως έκανα στο παρελθόν. Θα ήθελα να πιστεύω πως αν η Ρίβα με έβλεπε θα ήθελε να ζήσω μια τέτοια ζωή».