Ως deja-vu αποκαλούμε το σχεδόν τρομακτικό αίσθημα ότι στην ίδια ακριβώς κατάσταση έχουμε ξαναβρεθεί.
Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, μοιάζουμε πεπεισμένοι ότι έχουμε ξαναζήσει την ίδια στιγμή, σε σημείο μάλιστα που μπορούμε να προβλέψουμε τι θα συμβεί μετά.
Και βέβαια, όσο ακαριαία σχηματίζεται, άλλο τόσο γρήγορα εξαφανίζεται και επιστρέφουμε στην κανονική ροή της καθημερινότητας λες και δεν έχει συμβεί ποτέ.
Το deja-vu είναι πράγματι κάτι το μοναδικό και η επιστήμη έχει βαλθεί να αποκαλύψει τα μυστικά του. Τέτοια είναι μάλιστα η υπερπροσπάθεια που σήμερα διαθέτουμε περισσότερες από 40 θεωρίες για το πράγματι συμβαίνει και τι είναι στην ουσία αυτό το απειλητικό αίσθημα ότι η ζωή κάνει κύκλους.
Εδώ βέβαια δεν θα μιλήσουμε για παράλληλα σύμπαντα και μετεμψυχώσεις, αλλά για πιο «γήινες» ερμηνείες που θέλουν να φανερώσουν τους μηχανισμούς του deja-vu με πιο κοινά μέσα…
Σύγχυση αισθήσεων και μνήμης
Αυτή η υπόθεση προσπαθεί να εξηγήσει το deja-vu συνδέοντάς το με την αισθητηριακή αντίληψή μας. Πλήθος ψυχολογικών πειραμάτων έχουν αποδείξει εξάλλου ότι η μνήμη μας εξαρτάται από το εκάστοτε πλαίσιο εγγραφής, κάτι που σημαίνει ότι είναι ευκολότερο να ανακαλέσουμε πληροφορίες όταν τοποθετηθούν στο ίδιο περιβάλλον με αυτό στο οποίο αποκτήθηκαν.
Ερεθίσματα από το καθημερινό περιβάλλον μας μπορούν έτσι να προκαλέσουν εύκολα μια μνήμη κι εδώ ακριβώς εδράζεται το deja-vu, λέει η συγκεκριμένη θεωρία, καθώς ένα οπτικό ερέθισμα ή μια μυρωδιά μπορούν να πυροδοτήσουν ασύνειδα μνήμες, κάνοντας το μυαλό μας να ανακαλέσει τη στιγμή που είχε δει ή μυρίσει το ίδιο ερέθισμα. Στην ίδια βάση εξηγείται και το γιατί μπορεί να επαναληφθεί ένα deja-vu: όταν θυμόμαστε κάτι, ενδυναμώνονται τα μνημονικά ίχνη, κι έτσι καθιερώνονται οι συγκεκριμένες νευρωνικές διαδρομές που σχηματίζουν τη συγκεκριμένη παρελθοντική εμπειρία…
Παρά τις αρετές της, η υπόθεση δεν απαντά πώς συμβαίνει το deja-vu όταν ο άνθρωπος που το βιώνει δεν αναγνωρίζει κανένα ερέθισμα που να συνδέεται με παλιότερες εμπειρίες του…
Αναγνώριση με βάση την οικειότητα
Όταν αναγνωρίζουμε ένα ερέθισμα του περιβάλλοντος, επιστρατεύουμε ένα συγκεκριμένο υποείδος της μνήμης μας που βασίζεται σε δυο λειτουργίες: την οικειότητα σε σχέση με το ερέθισμα και την αναγνώριση με βάση την ταυτότητα. Και βέβαια σύμφωνα με τον βαθμό οικειότητας του ερεθίσματος (αν είναι υψηλός ή χαμηλός δηλαδή), γρήγορα αποφασίζουμε αν γνωρίζουμε το ερέθισμα ή όχι. Με αυτόν τον τρόπο ανακαλεί και εφαρμόζει πληροφορίες αναγνώρισης ο εγκέφαλός μας, ανακαλώντας τα κωδικοποιημένα μνημονικά ίχνη.
Υπάρχουν βέβαια φορές που η αναγνώριση με βάση την οικειότητα μπορεί να πάει στραβά και να νομίζουμε πως βλέπουμε κάτι που αναγνωρίζουμε, αν και στην πραγματικότητα δεν έχουμε καμία μνήμη από το ερέθισμα. Είναι από αυτές τις φορές που βλέπουμε κάποιον που μας φαίνεται γνωστός, αν και δεν μπορούμε με τίποτα να θυμηθούμε πού τον είχαμε πρωτοσυναντήσει.
Το deja-vu δεν είναι εδώ παρά ένα μνημονικό σφάλμα: νομίζουμε ότι ζούμε κάτι που έχουμε ήδη ζήσει, αν και στην πραγματικότητα δεν το ζήσαμε ποτέ αρχικά. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ελεγχθεί και επιβεβαιωθεί πειραματικά και διατείνεται ότι το deja-vu λαμβάνει χώρα όταν έχουμε μια αμυδρή μνήμη για κάτι που συνέβη παλιά, αλλά το μνημονικό ίχνος δεν είναι αρκετά ισχυρό ώστε να ανακαλέσει όλη την εμπειρία…
Η θεωρία της ολογραφικής μνήμης
Η ολογραφική θεωρία της μνήμης θέλει τον εγκέφαλό μας ολόγραμμα και τις μνήμες μας τρισδιάστατες παραστάσεις, οι οποίες μπορούν να ανασυρθούν ατόφιες από την ανασυγκρότηση ενός και μόνο στοιχείου. Αν λοιπόν ένα ερέθισμα του περιβάλλοντός μας (ένας ήχος, μια οσμή, μια γεύση κ.λπ.) μας θυμίσει μια παλιότερη στιγμή που έχουμε ζήσει, τότε ολόκληρη η μνήμη του γεγονότος θα σχηματιστεί στον εγκέφαλό μας ως ολόγραμμα.
Η θεωρία εξηγεί έτσι το deja-vu υπαινισσόμενη ότι όταν κάτι γύρω μας μας θυμίσει κάποια φέτα του παρελθόντος, τότε ο εγκέφαλός μας κάνει τη σύνδεση με το παρελθοντικό γεγονός και παράγει ένα ολόγραμμα της μνήμης, το οποίο βιώνουμε ολοζώντανο.
Όσο για τον λόγο που δεν αναγνωρίζουμε το μνημονικό ίχνος μετά το πέρας του deja-vu, είναι γιατί το ερέθισμα που πυροδοτεί τον σχηματισμό του ολογραφήματος δεν είναι κατ’ ανάγκη συνειδητό. Μπορεί δηλαδή να βιώσει κάποιος ένα deja-vu αγγίζοντας κάτι μεταλλικό μόνο και μόνο γιατί η αίσθηση του μετάλλου είναι η ίδια όπως σε κάποια παλιότερη εμπειρία του (με ένα διαφορετικό είδος μετάλλου)…
Διάσπαση προσοχής
Η θεωρία της ελλειμματικής προσοχής θέλει το deja-vu να συμβαίνει ως υποπροϊόν της ασυνείδητης αναγνώρισης ενός ερεθίσματος κατά τη βίωση του deja-vu. Οι ασύνειδες παρυφές της νόησής μας ανακαλούν ένα ερέθισμα που δεν έχει ιδέα η συνείδησή μας, κι έτσι δημιουργείται η πλαστή εμπειρία. Η συγκεκριμένη υπόθεση επιβεβαιώθηκε πειραματικά και απέδειξε ότι το ασυνείδητό μας μπορεί να διατηρεί τα δικά του μνημονικά ίχνη, επιτρέποντάς μας να παρουσιάζουμε σημάδια αναγνώρισης εικόνων που αγνοούμε παντελώς στη συνείδησή μας.
Το deja-vu είναι εδώ η ανάκληση ενός ασύνειδου ερεθίσματος του οποίου δεν έχουμε καμία συνειδητή αναγνώριση. Η θεωρία έχει ρίξει νέο φως στην επικράτεια του deja-vu…
Η «μικροβλάβη» της πραγματικότητας
Η πιο περίεργη -αν και συναρπαστικότερη- θεωρία που επιστρατεύτηκε ποτέ για να εξηγήσει την απροσδιόριστη φύση του deja-vu το θέλει όχι ως μια ελάσσονος σημασίας στιγμή της ζωής μας που ξεχνάμε λίγο μετά, αλλά ως μια κολοσσιαία εκδήλωση υψίστης σπουδαιότητας. Γιατί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαφυγή από την πραγματικότητα!
Όπως υπαινίχθηκε χαρακτηριστικά ο Αϊνστάιν, ο χρόνος δεν υπάρχει και δεν είναι παρά μια ανθρώπινη κατασκευή που μας επιτρέπει να βάζουμε σε τάξη τον κόσμο μας. Ωστόσο, όπως θέλει η εν λόγω θεωρία, ο χρόνος μπορεί να είναι μια ψευδαίσθηση από την οποία μας ξυπνά το deja-vu! Γι’ αυτό εξάλλου νιώθουμε ότι αυτό που ζούμε το έχουμε ξαναζήσει. Αν ο χρόνος είναι μια ανθρώπινη σύμβαση, τότε αυτά που νομίζουμε ότι απαρτίζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συμβαίνουν ταυτοχρόνως. Όταν λοιπόν λαμβάνει χώρα ένα deja-vu, τότε περνάμε σε μια αυξημένη συνείδηση, σε ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας δηλαδή όπου μπορούμε να ζήσουμε πολλά περισσότερα από μια απλή και χωροχρονικά προσδιορισμένη εμπειρία.
Η υπόθεση αυτή έχει βέβαια μεγαλύτερες επιπτώσεις, καθώς όπως είπαμε το deja-vu λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις σημαντικότητας. Αν είναι μια «μικροβλάβη» της πραγματικότητας, αυτό σημαίνει ότι επιδρά στην ίδια τη λειτουργία του συμπαντικού χρόνου κάθε φορά που λαμβάνει χώρα. Η αυξημένη συνείδηση που επιφέρουν οι σύντομες στιγμές του deja-vu ανοίγουν γέφυρες μεταξύ διαφορετικών κόσμων, αν και παρά το εντυπωσιακό της σύλληψης, δεν είναι παρά μια υπόθεση που μένει να αποδειχθεί…