Παιδιά πρόσφυγες, κυρίως από τη Συρία, δουλεύουν σε εργοστάσια παραγωγής επώνυμων ρούχων στην περιοχή της Σμύρνης στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί.
Κάθε χάραμα από τη συνοικία του Μπασμανέ, ξεκινούν μικρά τουριστικά λεωφορεία με επιβαίνοντες παιδιά πρόσφυγες. Είναι παιδιά οικογενειών κυρίως από τη Συρία που έχουν εγκλωβιστεί στη Σμύρνη, αφού ούτε στην Ευρώπη μπορούν να περάσουν αλλά και ούτε στη Συρία θέλουν να επιστρέψουν. Παιδιά φτωχών οικογενειών, οικογενειών χωρίς χρήματα αφού μετά από χρόνια αφ’ ότου έφυγαν από τη Συρία, έχουν εξαντληθεί οικονομικά. Αλλά και αυτοί που είχαν χρήματα, αυτά τελείωσαν έπειτα από χρόνια περιπλανήσεων αλλά και προσπάθειες περάσματος στην Ευρώπη που απέτυχαν.
Κατεύθυνση των μικρών λεωφορείων, τα εργοστάσια παραγωγής ρούχων και κυρίως επώνυμων ρούχων στην περιοχή του Οτογκάρ της Σμύρνης, περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από τη μεγαλούπολη, όπου εδρεύει και ο μεγάλος σταθμός υπεραστικών λεωφορείων, γράφει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μεροκάματο για αυτά τα παιδιά -που δουλεύουν 10 με 12 ώρες τη μέρα συναρμολογώντας τμήματα των πανάκριβων αυτών ρούχων που στη συνέχεια θα καταναλωθούν στην Ευρώπη- τα έξι με οκτώ ευρώ τη μέρα. Σε περίπτωση μηνιαίας απασχόλησης αυτή παρέχεται έναντι 600 με 800 λιρών Τουρκίας, για 10-12 ώρες δουλειάς καθημερινά, 30 μέρες το μήνα, χωρίς καν μια μέρα ανάπαυσης. Αυτή η «σίγουρη» μηνιαία απασχόληση κατεβάζει το μεροκάματο και στα έξι ευρώ!
«Δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να ζήσουμε» λέει ο Μοχαμεντίν το βράδυ την ώρα που ανηφορίζει τα σοκάκια του Μπασμανέ προς το σπίτι του, ένα παλιό κι ετοιμόρροπο ρωμέικο σπίτι. Ζει σε αυτό με τους γονείς του και τις τρεις αδελφές του. Δέκα χρονών ο ίδιος, μόλις που θυμάται πώς ήταν η ζωή, πίσω στο σπίτι του στο Χαλέπι. Είναι τρία χρόνια τώρα που έφυγαν. Προσπάθησαν τέσσερις φορές να περάσουν στην Ελλάδα, απέτυχαν και στις τέσσερις. «Τώρα δεν έχουμε λεφτά… Αλλά μάθαμε πως, ακόμα κι αν πάμε στην Ελλάδα, θα μας γυρίσουν πίσω».
Όλη μέρα τοποθετεί ρούχα σε πλαστικές διαφανείς σακούλες. Παίρνει 700 λίρες το μήνα, αλλά δεν πληρώνει λεωφορείο για να πάει στο εργοστάσιο και τρώει και δυο φορές. Στις 10.00 το πρωί ένα κουλούρι με γάλα και στις 4.00 το μεσημέρι. Συνήθως ρύζι με λαχανικά ή όσπρια. Ξυπνά κάθε πρωί στις 5.00. Στις 6.00 ξεκινά να δουλεύει μέχρι τις 5.00 το απόγευμα. Γυρίζει στο σπίτι με λίγο φαγητό που του δίνουν αν περισσεύει στο εργοστάσιο. «Να φάνε και οι αδελφές μου» λέει.
Το ενοίκιο για το χαμόσπιτο στο οποίο ζουν φτάνει τις 400 λίρες το μήνα. Κάπου στα 125 ευρώ. Ό,τι περισσέψει από το μισθό του, πάει στο ταμείο της οικογένειας. Μαζί με τα λεφτά που κερδίζει ο πατέρας δουλεύοντας ολονυκτίς στα σκουπίδια, συγκεντρώνοντας από τα σκουπίδια υλικά ανακύκλωσης.«Θέλω να γίνω γιατρός» λέει ο Μοχαμεντίν. «Θέλω να πάω σχολείο, να γυρίσω στην πατρίδα μου» συμπληρώνει.
Στα εργοστάσια παραγωγής επώνυμων ρούχων στην περιοχή της Σμύρνης εργάζονται περίπου 80 με 100 παιδιά πρόσφυγες. Το να πλησιάσει κανείς στα εργοστάσια απαγορεύεται. Μόνο ως υποψήφιος πελάτης μπορείς να πλησιάσεις για να διασταυρώσεις την πληροφορία. Φωτογραφίες μόνο κάποιες με το κινητό τηλέφωνο – κι αυτές με τον κίνδυνο να βρεθείς στην Αστυνομία.
Παιδικές μορφές πίσω από τα κάγκελα σκυμμένες πάνω από στοίβες ρούχων. Αυτά τα παιδιά δεν θα πάνε μάλλον ποτέ τους στην Ευρώπη. Τα ρούχα που φτιάχνουν θα πάνε και θα ακριβοπληρωθούν…