Ακόμα και σε ακρωτηριασμό μπορεί να οδηγήσει μία ασθένεια που αποδίδεται σε σαρκοφάγα βακτηρίδια κι έχει διαγνωστεί σε περιοχές της Αυστραλίας.
Τα βακτηρίδια αυτά είχαν αρχικά εντοπιστεί στο Μπερνσντέιλ της Βικτώρια αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε πως είχαν επεκταθεί και σ’ όλο το μήκος της ακτής από το ανατολικό Τζίπσλαντ μέχρι το Φράνκστον, καθώς επίσης και στη χερσόνησο Μπελαρίν. Πρόκειται για βακτηρίδια τα οποία «τρώνε» τη σάρκα και αν η ασθένεια δεν εντοπιστεί και θεραπευτεί έγκαιρα, ενδέχεται να οδηγήσει και σε ακρωτηριασμό.
Τριάντα πέντε τέτοιες περιπτώσεις έχουν εντοπιστεί φέτος στη Βικτώρια ενώ πέρσι την ίδια εποχή ήταν 20 και ο επιδημιολόγος Ντάνιελ Ο’ Μπράιαν σύστησε τόσο στους κατοίκους αυτών των περιοχών όσο και στους επισκέπτες ν’ αγρυπνούν.
Η νόσος αυτή μεταδίδεται κυρίως με τα κουνούπια, μπορεί όμως η μετάδοση να γίνει και με μύγες καθώς επίσης και άλλα έντομα ή ακόμη και από γρατσουνιές που προκαλούνται από αγκάθια ή θάμνους της υπαίθρου.
Ο επιδημιολόγος πρόσθεσε ότι δεν επιθυμεί να προκαλέσει πανικό ούτε και να απομακρύνει επίδοξους τουρίστες από τις περιοχές αυτές, αλλά απλά να τους καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς, προσθέτοντας ότι «είχαμε ένα σχετικά υγρό χειμώνα με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα κουνούπια. Δε νομίζω ότι είχαμε ποτέ μεγαλύτερο αριθμό μολύνσεων, ειδικά στην Μπελαρίν, όπως φέτος».
Εικοσιπέντε είναι οι περιπτώσεις που σημειώθηκαν στην εν λόγω περιοχή, ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών ο αριθμός των παιδιών κάτω των πέντε ετών που μολύνθηκαν στην περιοχή αυτή έχει υπερδιπλασιαστεί. Η μόλυνση, αν εντοπιστεί έγκαιρα, μπορεί να θεραπευτεί συνήθως με ειδικά αντιβιοτικά φάρμακα και αλοιφές.
Η ασθένεια αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μπερνσντέιλ της Βικτώρια το 1930, μετά δε μερικές δεκαετίες προχώρησε στο Φίλιπ Άιλαντ και στη Μόρνινγκτον to 1990, πριν κάνει την εμφάνισή της και στη Μπέλαριν το 2000.