Η οδύσσεια για αποτελεσματική στίξη είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες εξελίξεις του γραπτού λόγου, καθώς ανέκαθεν οραματιστές λόγιοι και άνθρωποι του πνεύματος προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους να εκφράζονται γραπτά όπως νιώθουν.
Πάμπολλα σημεία στίξης επιστρατεύτηκαν λοιπόν και στην ανηλεή αυτή μάχη των γλωσσών, άλλα επικράτησαν και άλλα τα έφαγε η ιστορική μαρμάγκα. Τα σύγχρονα σημεία στίξης εξάλλου δεν είναι παρά αποτέλεσμα μακραίωνων γλωσσικών διαδικασιών.
Και βέβαια παρά το γεγονός ότι πλέον μοιάζουν αναπόσπαστα τμήματα της γραφής, τα πράγματα μόνο έτσι δεν ήταν άλλοτε, καθώς στους ιστορικούς χρόνους η στίξη δεν υπήρχε καν.
Οι πάπυροι δεν ήταν παρά ένα κατεβατό από λέξεις ριγμένες εκεί μέσα και ήταν δουλειά του αναγνώστη να βάλει παύσεις και να διακρίνει πού αρχίζει και πού τελειώνει κάθε πρόταση, μια επίπονη διαδικασία δηλαδή που άφηνε τον γραπτό λόγο προνόμιο μόνο των πολύ μορφωμένων.
Για μας τους Έλληνες μεγάλο όνομα είναι εδώ ο πνευματώδης κωμωδός Αριστοφάνης, ο οποίος ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. εφηύρε σημεία στίξης για να βοηθήσει τον αναγνώστη να καταλάβει τα σατιρικά κείμενά του. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποίησε ένα σύστημα τριών τελειών σε διάφορα ύψη στο τέλος της πρότασης, με κάθε τελεία να σηματοδοτεί μια μεγαλύτερη ή μικρότερη παύση. Παρά το γεγονός όμως ότι η στίξη του ήταν εύκολη στη χρήση και την κατανόηση, δεν έπιασε καθόλου στην αρχαία Ελλάδα.
Η στίξη όπως την ξέρουμε σήμερα άρχισε να παίρνει μορφή στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν οι λόγιοι αποφάσισαν να τη χρησιμοποιήσουν αθρόα. Και μαντέψτε σε ποιον ανέτρεξαν οι ρωμαίοι σοφοί; Στον Αριστοφάνη φυσικά, μεταλλάσσοντας τις τρεις τελείες του και τις αξίες τους στα σύμβολα που έμελλε να γίνουν έκτοτε κοινός τόπος.
Παρά ταύτα, κάποιοι συνέχισαν να βρίσκουν περιοριστικά και ελλιπή τα καθιερωμένα σημεία στίξης ψάχνοντας να μπολιάσουν τον γραπτό λόγο με ακόμα περισσότερα σύμβολα…
Ερωτηματικό και θαυμαστικό 2-σε-1
Σήμερα χρησιμοποιούμε συχνά στο τέλος των προτάσεών μας (στα social media, πού αλλού;) σειρά από θαυμαστικά και ερωτηματικά για να εκφράσουμε ταυτοχρόνως τόσο τη σύγχυση όσο και τον θαυμασμό μας. Ένα σημείο στίξης που θα τα συνδύαζε αυτά δεν είναι λοιπόν καθόλου κακή ιδέα, κι έτσι σκέφτηκε ήδη από το 1962 το στέλεχος διαφημιστικής Μάρτιν Σπέκτερ, ο οποίος εφηύρε το «interrobang» του ως κομψό αισθητικά πακετάκι θαυμαστικού και ερωτηματικού.
Ο σκοπός του διαφημιστή ήταν να κάνει τις ρητορικές διαφημιστικές ερωτήσεις πιο σαφείς στο κοινό, καθώς πίστευε ότι το απλό ερωτηματικό χαλούσε το γλυκό. Το interrobang του, για παράδειγμα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ιδανικά στη ρητορική διαφημιστική ερώτηση «Τι; Ένα ψυγείο που φτιάχνει τα παγάκια μόνο του;», καθώς η απάντηση είναι προφανής και δεν πρόκειται ουσιαστικά για πραγματική ερώτηση, αφού το μόνο που ψάχνει είναι να δημιουργήσει θαυμασμό.
Ερωτηματικό και θαυμαστικό λοιπόν το ένα πάνω στο άλλο και ο Σπέκτερ φάνηκε να τα καταφέρνει, καθώς η διαφήμιση κεντρίστηκε αμέσως με την ιδέα του. Και μιας και οι γραφομηχανές δεν περιλάμβαναν το νέο σημείο στίξης, οι πρώτες χρήσεις του γίνονταν με το χέρι. Αργότερα εμφανίστηκαν και γραφομηχανές που το περιείχαν στα πλήκτρα τους, αν και σύντομα η διαφήμιση έχασε το ενδιαφέρον της και το σύμβολο περιέπεσε σε αχρηστία. Στα «ψιλά» της Ιστορίας, το interrobang χρησιμοποιείται ως ειδικός χαρακτήρας στα λειτουργικά συστήματα τόσο της Apple όσο και της Microsoft…
Η ενδιαφέρουσα στίξη του Ερβέ-Μπαζέν
Ένας μεγάλος καινοτόμος της στίξης και οραματιστής του γραπτού λόγου ήταν ο γάλλος συγγραφέας Ζαν-Πιερ Μαρί Ερβέ-Μπαζέν (του «Με την οχιά στο χέρι»), ο οποίος στη δεκαετία του 1960 ασχολήθηκε και με τις γραφιστικές τέχνες. Κι έτσι το 1966 δημοσίευσε μια σειρά από δοκίμια (με ψευδώνυμο) όπου συζητούσε όχι ένα, όχι δύο, αλλά έξι καινούρια σημεία στίξης που θα διευκόλυναν τους γραφιάδες να εκφράζουν συναισθήματα στον γραπτό τους λόγο.
Τα συναισθηματικά του σύμβολα επικεντρώνονταν σε προαιώνιες ιδέες και έψαχναν να εκφράσουν την αγάπη, τη βεβαιότητα, την εξουσία, την ειρωνεία, την επευφημία και την αμφιβολία. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του Ερβέ-Μπαζέν ήταν σαφώς το σύμβολο της αγάπης, δυο ερωτηματικά δίπλα-δίπλα δηλαδή που δημιουργούσαν το σχήμα της καρδιάς. Μιλάμε φυσικά για τον μακρινό πρόγονο του σημερινού emoji καρδιά!
Ο Ερβέ-Μπαζέν σχεδίασε πολλά ακόμα σημεία στίξης για να διευκολύνει τον χρωματισμό του γραπτού λόγου και τον εμπλουτισμό του συναισθήματος, τα οποία βρήκαν μια πρώτη απήχηση στους λογοτεχνικούς κύκλους των Παρισίων, αν και δεν αγαπήθηκαν ποτέ από τους κατασκευαστές γραφομηχανών. Οι οποίοι τα καταδίκασαν τελικά στη λήθη, καθώς οι γάλλοι συγγραφείς ακόμα κι αν ήθελαν, δεν τα έβρισκαν εύκαιρα να τα χρησιμοποιήσουν…
«Ο βασιλιάς» της Έλεν Σουζάν
Έχοντας και πάλι στο μυαλό την έκφραση των λεπτών αποχρώσεων του λόγου στα γραπτά κείμενα, η οραματίστρια της γλώσσας και φωτογράφος στο επάγγελμα Έλεν Σουζάν πρότεινε τη χρήση ενός συμβόλου που είπε «ElRey» ως τρόπο έκφρασης «φυσιολογικής ποσότητας ενθουσιασμού ή αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας». Πράγματα που λείπουν δηλαδή από την καθιερωμένη στίξη και το ElRey έρχεται να θεραπεύσει.
Το σημείο μάλιστα της Σουζάν απευθύνεται κυρίως στον επιχειρηματικό κόσμο, εκεί που οι άνθρωποι επιδιώκουν να διατηρήσουν το ουδέτερο επαγγελματικό τους ύφος χωρίς να πρέπει βέβαια να θυσιάσουν τα συναισθήματά τους. Το ElRey δημιουργήθηκε λοιπόν ώστε να επιτρέψει στον επιχειρηματικό κόσμο να εκφράζει συναίσθημα χωρίς να μοιάζει με σχολιαρόπαιδα που συνομιλούν στο Facebook και γεμίζουν τον λόγο τους με ατέλειωτα θαυμαστικά. Όσο για τη λέξη «ElRey», σημαίνει «βασιλιάς» στα ισπανικά…
Το σημείο της ειρωνείας
Η τέχνη της ειρωνείας γεννιέται πιθανότατα στην αρχαία Ελλάδα, όταν οι θεατρικοί συγγραφείς προσπαθούν να συμπεριλάβουν στα γραπτά τους όλα τα είδη εμπαιγμού, χλευασμού και σαρκασμού, αλλά και γερές δόσεις υποτιμητικών αστεϊσμών. Και βέβαια επικαλούνται αναγκαστικά την ευφυΐα του κοινού, ώστε να πιάσει ο κόσμος την αδιόρατη ειρωνεία των αριστουργημάτων τους.
Όσο ο κόσμος άλλαζε όμως και τα ήθη μεταμορφώνονταν, η ειρωνεία των αρχαίων Ελλήνων περνούσε στα «ψιλά». Φτάνοντας στην Αναγέννηση, το κοινό δεν αρεσκόταν πια να προσπαθεί να αναγνωρίσει την ειρωνεία στα κείμενα, καθώς τώρα επιζητούσε έναν ρητό τρόπο να επισημαίνεται η ειρωνική αναφορά. Χρειάζονταν λοιπόν ένα ιδιαίτερο σημείο ειρωνικής στίξης.
Ο βρετανός εφημέριος Τζον Γουίλκινς σήκωσε το γάντι της πρόκλησης λίγο αργότερα και συγκεκριμένα το 1668 προτείνοντας τη χρήση του αντεστραμμένου ερωτηματικού στο τέλος μιας ειρωνικής φράσης. Ο πάστορας βάσισε την πρότασή του στη φυσική φιλοσοφία που μελετούσε και τις περίπλοκες ταξινομήσεις του Διαστήματος που έβλεπε παντού, αν και το σημείο στίξης του δεν έμελλε να πιάσει.
Την απόπειρα συνέχισαν με αμείωτο ενδιαφέρον οι γάλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, οι οποίοι σκαρφίστηκαν πολλά σύμβολα για τη γραπτή ειρωνεία, αν και κανένα δεν θα γινόταν πιο δημοφιλές από το σημείο ειρωνείας του Αλκαντέρ ντε Μπραμ, που έμοιαζε με ερωτηματικό που το είχες μαστιγώσει. Κανένα όμως δεν θα γινόταν τμήμα της γλώσσας, ούτε και το ελληνικό γράμμα «Φ» που πρότεινε ο Ερβέ-Μπαζέν στη δεκαετία του 1960 ως σημάδι ειρωνείας στο τέλος μιας πρότασης.
Η οδύσσεια για το κατάλληλο σημείο ειρωνείας συνεχίζεται μάλιστα μέχρι και τις μέρες μας, αφού ολλανδικός φιλολογικός όμιλος πρότεινε το δικό του σύμβολο το 2007. Αν θα πιάσει εκεί που όλα τα άλλα έχουν αποτύχει, μέλλει να φανεί…
Το σημάδι του σαρκασμού
Οποιοσδήποτε έχει αποπειραθεί να γράψει κάτι στη ζωή του, ξέρει καλά ότι ο σαρκασμός είναι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που μπορούν να εκφραστούν γραπτά, δημιουργώντας πλήθος παρανοήσεων και διαξιφισμών. Γι’ αυτό και ο οραματιστής Ντάγκλας Σακ συνειδητοποίησε ότι αυτό που χρειαζόταν περισσότερο ο πλανήτης ήταν ένα σημείο στίξης για τον σαρκασμό!
Το 2006 ίδρυσε λοιπόν τη Sarcasm Inc. για να ρίξει στην κυκλοφορία το «SarcMark» του. Το οποίο πατεντάρισε φυσικά και πήρε τα δικαιώματα χρήσης του, αρχίζοντας να το πουλά ως λογισμικό έναντι λίγων δολαρίων. Παρά το γεγονός ότι πολλοί έσπευσαν αρχικά να το αγοράσουν και τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά δίκτυα φάνηκαν να το υποδέχονται με ενθουσιασμό, το SarcMark είχε να δώσει μια άνιση μάχη.
Κι αυτό γιατί ο ηλεκτρονικός κόσμος θεώρησε φυσικότατα πως το να δείχνεις κατάφωρο σαρκασμό αφαιρεί κάθε υπαινιγμό και πλάκα από τη χρήση του. Το να μην καταλαβαίνεις εξάλλου πότε ο άλλος σαρκάζει δεν είναι ένα ψεγάδι της γλώσσας, αλλά μάλλον ένα ψεγάδι στη νοημοσύνη του αναγνώστη ή τον τρόπο εκφοράς του συγγραφέα. Το σαρκαστικό σημείο στίξης του Σακ υπάρχει πια μόνο στη μουσειακή ιστορία του ίντερνετ…