Σε ένα ταξίδι χωρίς ουδεμία ουσία και αποτέλεσμα εξελίχθηκε η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ στην Κωνσταντινούπολη με τις αόριστες υποσχέσεις περί επίσπευσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας ως βασικό αντάλλαγμα για τον έλεγχο των προσφυγικών ροών στα τουρκικά εδάφη.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος που βλέπει τη δημοσκοπική της καταβαράθρωση να λαμβάνει διαστάσεις χιονοστιβάδας ελέω προσφυγικής κρίσης, ταξίδεψε στην Τουρκία δύο εβδομάδες πριν τις επαναληπτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και ενώ όλα δείχνουν ότι το ΑΚΡ του Ερντογάν δεν εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αυτοδυναμία ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση που θέλει για να δώσει στον εαυτό του της συνταγματικές και κοινοβουλευτικές υπερεξουσίες που θα τον μετατρέψουν και τυπικά στον «σουλτάνο του Βοσπόρου».
Η επίσκεψη αυτή αποτελεί δεδομένο πως θα επιστρατευθεί στην προεκλογική φαρέτρα του Ερντογάν για την συσπείρωση της εκλογικής βάσης του ισλαμοσυντηριτικού κόμματος, που χάνει το βασικό του στόχο για ακόμα μία φορά από το φιλοκουρδικό HDP που παρά τις αιματηρές επιθέσεις κατά των Κούρδων στα νοτιοανατολικά της χώρας και τη στοχοποίηση του κουρδικού πληθυσμού ακόμα και για την φονική επίθεση της Άγκυρας με θύματα κυρίως… Κούρδους, διατηρεί τα ποσοστά του άνω του 13%.
Κάπου εκεί όμως αρχίσουν και τελειώνουν τα κέρδη από την επίσκεψη αυτή και για τις δύο πλευρές. Η Μέρκελ ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όχι τόσο ως ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης που μαστίζεται από την προσφυγική κρίση, αλλά ως Γερμανίδα Καγκελάριος ουσιαστικά δεμένη χειροπόδαρα από την εσωκομματική της αντιπολίτευση και τα βέλη των κυβερνητικών της εταίρων, καθώς δέχεται σφοδρή επίθεση για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, σε μία προσπάθεια να πείσει το καθεστώς Ερντογάν να βοηθήσει. Εν τέλει το μόνο που κατάφερε είναι να ενισχύσει τον προεκλογικό αγώνα του έντονα αντιδημοκρατικού και θολά συνδεδεμένου με τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, καθεστώτος Ερντογάν, μέσα από την αποδοχή του ως συνομιλητή της ισχυρότερης δύναμης της ΕΕ.
Ενδεικτική του πανικού που επικρατεί στην Καγκελαρία, είναι η προσπάθεια συμπόρευσης του Βερολίνου με την Άγκυρα, την ώρα που ΗΠΑ, Ισραήλ αλλά και Μόσχα έχουν ουσιαστικά απομονώσει διπλωματικά το καθεστώς Ερντογάν στη γεωπολιτική σκακιέρα της Συρίας, με την Ουάσιγκτον μάλιστα να αναβαθμίζει ανοιχτά ως συμμάχους της το κουρδικό YPG και PYD που για την Τουρκία αποτελούν τρομοκράτες, όπως ακριβώς και το PKK. Με την κίνηση αυτή η Άγκελα Μέρκελ κατάφερε εν πολλοίς να αυξήσει τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ προς το Βερολίνο, καθώς ενθαρρύνει την αδιαλλαξία του Ερντογάν, την ώρα που ο ίδιος ο Ομπάμα πιέζει για τακτικές υποχωρήσεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική.
Ο «σουλτάνος» δεν μπορεί να ελέγξει τη φλεγόμενη Συρία και δεν πρόκειται να δεχθεί ούτε και προσχηματικά να συγκρατήσει τους πρόσφυγες επί τουρκικού εδάφους, την ώρα που βλέπει ότι οι υποσχέσεις για αναθέρμανση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων παραμένουν αόριστες λόγω των σφοδρών αντιδράσεων εντός της ΕΕ αλλά και της ίδιας της Γερμανίας.
Μπορεί αιχμή του δόρατος της επίσκεψης Μέρκελ ήταν η υπόσχεση για επίσπευση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γείτονος, η οποία συνοδευόταν από τα 3 δισ. ευρώ της ΕΕ για την δημιουργία υποδομών στα τουρκικά παράλια, ωστόσο, επί τάπητος τέθηκαν πολλά παράπλευρα ζητήματα, με τους δύο ισχυρούς άνδρες της Τουρκίας, Ερντογάν και Νταβούτογλου να απειλούν με εύσχημο τρόπο για την κατάπαυση των ρωσικών αεροπορικών επιδρομών, καθώς όπως τόνισαν με νόημα ελλοχεύει ο κίνδυνος για κλιμάκωση της προσφυγικής κρίσης.
Από την πλευρά της η Άγκυρα επιχείρησε να συνδέσει την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης που επιδιώκει η Μέρκελ με τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν, τα οποία συνοψίζονται στο κουρδικό. Ο «σουλτάνος του Βοσπόρου» βλέπει τους Κούρδους να αποτελούν πλέον επίσημους συμμάχους των ΗΠΑ και να είναι πιο υπαρκτός από ποτέ ο κίνδυνος ίδρυσης κουρδικού κράτους στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας και τα βορειοδυτικά της Συρίας. Ως εκ τούτου, ο Τούρκος πρωθυπουργός υποστήριξε ότι μία «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία είναι απαραίτητη προκειμένου να ανακοπούν οι προσφυγικές ροές, επιδιώκοντας ουσιαστικά μία «νεκρή ζώνη» ασφαλείας που θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στις κουρδικές βλέψεις και θα προασπίσει τα τουρκικά συμφέροντα στα εδάφη της Συρίας και την έξοδο προς τη Μεσόγειο.
Πέραν τούτου ωστόσο, ο Τούρκος Πρόεδρος με αφορμή το Ισλαμικό Κράτος, με το οποίο έχει κατηγορηθεί ότι ουδέποτε έχει συγκρουστεί, πολλώ δε μάλλον τα στοιχεία δείχνουν πως έχει ανεχτεί εάν όχι χρησιμοποιήσει, ζήτησε ουσιαστικά τη συνδρομή της για την αντιμετώπιση των Κούρδων του PKK, τους οποίους εκ νέου χαρακτήρισε «τρομοκρατική οργάνωση». Η ρήση αυτή του Ερντογάν μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί καθώς έρχεται δύο εβδομάδες πριν τις επαναληπτικές εκλογές, στις οποίες όπως φαίνεται χάνει εκ νέου την αυτοδυναμία που επιδιώκει για τη συνταγματική αναθεώρηση από το φιλοκουρδικό HDP.
Λίγες ώρες ωστόσο μετά τη λήξη της επίθεσης, οι ίδιοι οι κυβερνητικοί εταίροι της Μέρκελ βάζουν ταφόπλακα στις υποσχέσεις της γερμανίδας Καγκελαρίου στον Ερντογάν. Έντονη κριτική δέχτηκε σήμερα από τους συντηρητικούς εταίρους της η καγκελάριος της Γερμανίας επειδή κρατάει ανοιχτή την πόρτα στους πρόσφυγες και επειδή προσφέρθηκε να υποστηρίξει την επίσπευση της προσπάθειας της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΕ με έναν ανώτερο Βαυαρό πολιτικό, μάλιστα, να προειδοποιεί εναντίον όποιας εξέτασης του αιτήματος της Άγκυρας.
Όπως σχολιάζει το Ρόιτερς, η πρόθεση της Μέρκελ να υποστηρίξει την επιτάχυνση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μέχρι τώρα άποψή της ότι η Άγκυρα δεν θα πρέπει να γίνει μέλος της ΕΕ και υπογραμμίζει την αγωνία της Γερμανίδας καγκελαρίου να διασφαλίσει την τουρκική συνεργασία για την ανάσχεση των προσφυγικών ροών προς την Ευρώπη.
«Δεν θα πρέπει να κάνουμε υπερβολικά πολλές παραχωρήσεις στην Τουρκία: η ένταξη στην ΕΕ δεν βρίσκεται στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων», δήλωσε στην εφημερίδα Die Welt η Γκέρντα Χάσελφελντ, ανώτερο στέλεχος των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), του αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Μέρκελ.
«Για μένα, δεν τίθεται θέμα ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ», δήλωσε στην ίδια εφημερίδα ο Στέφαν Μάιερ, επίσης βουλευτής της CSU.