Πέρα από την ανθρωπιστική του διάσταση, το προσφυγικό ζήτημα στα Βαλκάνια λαμβάνει και χαρακτήρα διακρατικής αντιπαράθεσης σε βαθμό που να απειλεί την ομαλή συμβίωση γειτονικών χωρών. Επιβεβαίωση αυτού αποτελεί η διένεξη Κροατίας και Σερβίας, που ξέσπασε όταν πρόσφυγες και μετανάστες αναγκάστηκαν εξαιτίας του αποκλεισμού που επέβαλε η Ουγγαρία να ακολουθήσουν άλλη οδό στην πορεία προς την κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Η εισροή δεκάδων χιλιάδων προσφύγων στην Κροατία, τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, προκάλεσε την αντίδραση του Ζάγκρεμπ, που έκρινε ότι πίσω από το πρόβλημα κρύβεται το Βελιγράδι.
Η Κροατία, την περασμένη εβδομάδα, έκλεισε όλες τις συνοριακές διαβάσεις με την Σερβία, ενώ κυβερνητικά στελέχη, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ζόραν Μιλάνοβιτς καταγγέλλουν σύμπραξη Βελιγραδίου – Βουδαπέστης ώστε να απαλλαγούν από τους πρόσφυγες, μετατοπίζοντας το πρόβλημα στην Κροατία.
Η σχετική συμφωνία, όπως ισχυρίζονται κυβερνητικά στελέχη της Κροατίας, επιτεύχθηκε πριν από δέκα μέρες, όταν επισκέφτηκαν το Βελιγράδι οι υπουργοί Εξωτερικών και Εσωτερικών της Ουγγαρίας Πέτερ Σιγιάρτο και Σάντορ Πίντερ.
Τότε είχε συμφωνηθεί να ανοίξει η Ουγγαρία όλες τις συνοριακές διαβάσεις με τη Σερβία, ωστόσο στο Ζάγκρεμπ πιστεύουν ότι, σε αντάλλαγμα, το Βελιγράδι υποσχέθηκε πως δεν θα μεταφέρει πρόσφυγες στα σύνορα με την Ουγγαρία.
Το Βελιγράδι διαψεύδει κάτι τέτοιο· γεγονός είναι πάντως ότι από την επομένη όλα τα λεωφορεία που παραλάμβαναν πρόσφυγες στα σύνορα με τα Σκόπια κατευθύνονταν προς την κροατική μεθόριο και όχι προς τα σύνορα με την Ουγγαρία.
Η οργή της κροατικής πολιτικής ηγεσίας εκδηλώθηκε αρχικά με φραστικές επιθέσεις κατά της σερβικής κυβέρνησης και στη συνέχεια με το κλείσιμο τω συνοριακών διαβάσεων. Ακολούθησαν αντίμετρα από τη Σερβία με την απαγόρευση εισαγωγών κροατικών προϊόντων, αλλά τελικά και οι δύο κυβερνήσεις απέσυραν τα μέτρα πιθανότατα υπό τις πιέσεις οικονομικών παραγόντων.
Έτσι, η Κροατία, από την περασμένη Παρασκευή, αποκατέστησε τη λειτουργία τριών συνοριακών διαβάσεων από τις εφτά που υπάρχουν στα σύνορα με τη Σερβία και το Βελιγράδι δεν έθεσε σε εφαρμογή τα αντίμετρα.
Η πολεμική ρητορική ωστόσο συνεχίζεται ακόμη, σε σημείο που πολλοί αναλυτές διακινδύνευσαν να παρομοιάσουν την κατάσταση με το εχθρικό κλίμα που επικρατούσε την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα.
Ο λόγος του μίσους, οι εκφράσεις απαξίωσης ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, η αναφορά στο διχαστικό παρελθόν των δύο λαών αποτελούν καθημερινότητα στο λόγο των πολιτικών. Το κλίμα έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών ενισχύεται και από το γεγονός ότι στην Κροατία άτυπα ξεκίνησε η προεκλογική εκστρατεία για τις βουλευτικές εκλογές.
Ακόμη και ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Κροατίας, Ζόραν Μιλάνοβιτς, ο οποίος, σε αντίθεση με τον ομόλογό του της Σερβίας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ποτέ στο παρελθόν δεν καβάλησε το άρμα του εθνικισμού και της μισαλλοδοξίας πολλές φορές, τελευταία αναφέρεται απαξιωτικά για την πολιτική ηγεσία της Σερβίας.
Πρόσφατα, μιλώντας σε προεκλογική συγκέντρωση του κόμματός του (SDP), χαρακτήρισε ανίκανη τη σερβική κυβέρνηση στη διαχείριση του προσφυγικού, ενώ σε συνέντευξη Τύπου, κληθείς να σχολιάσει τη συνάντηση της προέδρου της Κροατίας με τον πρόεδρο της Σερβίας Τόμισλαβ Νίκολιτς στη Νέα Υόρκη διερωτήθηκε: «Μα, ποιος είναι αυτός ο Νίκολιτς;».
Δυσάρεστη εξέλιξη σ’ αυτή τη φραστική διένεξη μεταξύ Κροατίας και Σερβίας αποτελεί το γεγονός ότι τη «σκυτάλη» πήραν τα ΜΜΕ και κυρίως ο αποκαλούμενος «κίτρινος Τύπος», ο οποίος στο παρελθόν επίσης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση του εθνικιστικού μίσους.
Οι εφημερίδες του Βελιγραδίου καθημερινά «στολίζουν» τον κροάτη πρωθυπουργό, με τίτλους όπως: «Ο Μιλάνοβιτς είναι ηλίθιος», «Η συμμορία των Ούστασι επιβάλλει εμπάργκο στη Σερβία», «Ο Μιλάνοβιτς σπρώχνει τους Κροάτες σε πόλεμο», «Ο Μιλάνοβιτς ξέχασε να πάρει τα ψυχοφάρμακα του»…
Από την άλλη δεν λείπουν οι παρερμηνείες δηλώσεων στελεχών της κροατικής κυβέρνησης ή ακόμη και η μετάδοση ψευδών ειδήσεων για να δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα κατά της Κροατίας. Όλα αυτά θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην ληφθούν σοβαρά, αν δεν ήταν γνωστό ότι τα Μέσα αυτά ελέγχονται από την κυβέρνηση του Αλεξάνταρ Βούτσιτς.