Σχεδόν ούτε μία μέρα δεν έχει περάσει φέτος στην Γερμανία χωρίς να σημειωθεί επίθεση σε κέντρα υποδοχής προσφύγων, την ώρα η χώρα πασχίζει να αντιμετωπίσει τον αριθμό-ρεκόρ των αιτούντων άσυλο, που προσπαθούν να γλιτώσουν από τους πολέμους και τη βία σε διάφορα κράτη.
Συνολικά 150 εμπρησμοί και άλλες επιθέσεις καταγράφηκαν τους πρώτους έξι μήνες του 2015, με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες ζημιές ή να καταστραφούν ολοσχερώς πρόσφατα ανακαινισμένα κέντρα υποδοχής των 450.000 αιτούντων άσυλο που αναμένεται να φτάσουν στην Γερμανία εντός του έτους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Οι επιθέσεις, που συχνά διαπράττονται έπειτα από διαδηλώσεις ντόπιων εναντίον των κέντρων υποδοχής πριν από την άφιξη των προσφύγων, αμαυρώνουν την εικόνα της χώρας, που έχει κάνει πολλά για να αποτινάξει το ναζιστικό της παρελθόν. Προκαλούν επίσης κοινωνικές εντάσεις, καθώς πολλοί Γερμανοί υποστηρίζουν τους πρόσφυγες.
«Νοιώθω ντροπή για το μίσος προς τους ξένους εκεί έξω, στους δρόμους της Γερμανίας», δήλωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μας, μετά τη δημοσίευση των στοιχείων του υπουργείου Εσωτερικών που καταδεικνύουν τον διπλασιασμό των επιθέσεων σε κέντρα φιλοξενίας προσφύγων, σε 150 το πρώτο μισό του χρόνου. Ολόκληρο το 2014, οι επιθέσεις αυτού του είδους είχαν φθάσει τις 170.
Πριν τα ξημερώματα του Σαββάτου, εμπρηστές πυρπόλησαν κέντρο υποδοχής στην νοτιοδυτική πόλη Ρέμχινεν, προκαλώντας υλικές ζημιές 70.000 ευρώ, λίγες ώρες πριν άγνωστοι ανοίξουν πυρ και πλήξουν τα παράθυρα ενός κέντρου υποδοχής στην ανατολική πόλη Μπελέν, κοντά στην Λειψία.
Στην πόλη Φόρα της Βαυαρίας, ένα – άδειο – κέντρο φιλοξενίας προσφύγων πυρπολήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα και σβάστικες ζωγραφίστηκαν στους τοίχους του. Παρόμοιες επιθέσεις σημειώθηκαν στις ανατολικές πόλεις της Φράιταλ, Μάισεν και Τρέγκλιτς, εμποδίζοντας τους πρόσφυγες να εγκατασταθούν εκεί.
Στην βορειοανατολική πόλη του Ροστόκ προχθές Κυριακή η αστυνομία αναγκάστηκε να κάνει χρήση δακρυγόνων για να αποθήσει ακροδεξιούς που επιτέθηκαν σε μια ομάδα προσφύγων από την Αλβανία και την Αίγυπτο κατά την διάρκεια ενός φεστιβάλ.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Μας δήλωσε στην εφημερίδα Bild πως παρ’ όλους τους «παράλογους φόβους και τη βία» εναντίον των προσφύγων στην Γερμανία, καταγράφει παράλληλα ότι αυξάνονται τα αισθήματα συμπόνιας λόγω των δεινών των προσφύγων. Μια δημοσκόπηση η οποία είχε δημοσιευθεί τον Απρίλιο κατέδειξε πως το 50% των Γερμανών επιθυμεί η χώρα να υποδεχτεί ακόμη περισσότερους πρόσφυγες.
Η Γερμανία είχε δυσκολευτεί πολύ να αντιμετωπίσει το κύμα ρατσιστικής βίας που διήρκεσε για χρόνια εν μέσω της οικονομικής αναταραχής που ακολούθησε την ενοποίηση του 1990. Περίπου 186 ξένοι είχαν σκοτωθεί την περίοδο εκείνη.
Τότε, όπως και τώρα, ήταν σφοδρές οι επικρίσεις στην κυβέρνηση για την αποτυχία της να αντιμετωπίσει γρήγορα και αποφασιστικά τα κρούσματα βίας, ενώ είχε επίσης κατηγορηθεί πως έμμεσα ενθάρρυνε τις επιθέσεις, εξαιτίας της αδράνειάς της, ή εξαιτίας λαϊκιστικών σχολίων εναντίον των ξένων που καταχρώνται το γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας και ασύλου της χώρας.
«Η κυβέρνηση δεν έχει μια συνεκτική στρατηγική και ορισμένοι πολιτικοί, ιδίως της δεξιάς, επιδεινώνουν την κατάσταση με εμπρηστικά σχόλια και ενέργειες», επισήμανε μιλώντας στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς ο Χάγιο Φούνκε, πολιτικός επιστήμονας του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Χορστ Ζεεχόφερ και η Ένωση Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), της οποίας είναι πρόεδρος, το συντηρητικό αδερφό κόμμα της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της καγκελαρίου Αγγελα Μέρκελ , κάλεσε αυτή την εβδομάδα να γίνονται με ταχείες διαδικασίες απελάσεις ανθρώπων από Βαλκανικές χώρες, όπου οι γερμανικές αρχές δεν θεωρούν ότι η κατάσταση είναι τόσο επικίνδυνη ώστε να τους χορηγείται άσυλο.
«Οι λαϊκιστικές ιδέες της δεξιάς εξαπλώνονται σαν πυρκαγιά στην CSU και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο», προειδοποίησε ο Φούνκε, σημειώνοντας πως οι φονικές εμπρηστικές επιθέσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συχνά συνοδεύονταν από προβοκατόρικη αντιμεταναστευτική ρητορική από πολιτικούς που ορισμένοι Γερμανοί αποκαλούσαν «ηθικό εμπρησμό» (geistige Brandstiftung).
Η Γερμανία αναμένει φέτος τους διπλάσιους σε αριθμό πρόσφυγες από τους 200.000 που ζήτησαν άσυλο στην χώρα πέρυσι. Από τις 85.394 αφίξεις προσφύγων το πρώτο τέταρτο του χρόνου, οι περισσότεροι προήλθαν από το Κόσοβο, τη Συρία, τη Σερβία, την Αλβανία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Σε πρόσφατη ομιλία του στο Βερολίνο ο πρόεδρος της Γερμανίας Γιοάχιμ Γκάουκ σε ασυνήθιστα σκληρή γλώσσα καταδίκασε τις ρατσιστικές επιθέσεις, τονίζοντας σε σχόλιο του εκτός κειμένου: «Αυτές οι άθλιες επιθέσεις σε κέντρα υποδοχής προσφύγων… είναι αφόρητες».