Έσπαγαν βιτρίνες, τοποθετούσαν εκρηκτικούς μηχανισμούς, μάθαιναν ζίου ζίτσου για να μπορούν να αμύνονται, συγκρούονταν σώμα με σώμα με τις δυνάμεις ασφαλείας. Πρόκειται για τις γυναίκες που έμειναν στην ιστορία ως σουφραζέτες, ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά, από τη βρετανική εφημερίδα Daily Mail για τις πρώτες αυτές φεμινίστριες. Η λέξη έχει τις ρίζες της στη γαλλική λέξη «suffrage», που σημαίνει δικαίωμα ψήφου, το οποίο και διεκδίκησαν μαχητικά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα έντονα αυτά πάθη του παρελθόντος επανήλθαν στο προσκήνιο με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας «Σουφραζέτα», με πρωταγωνίστριες τις Κάρεϊ Μάλιγκαν, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και Μέριλ Στριπ. Μάλιστα, στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λονδίνο πριν από μερικούς μήνες, περισσότερες από 100 φεμινίστριες ξάπλωσαν στο κόκκινο χαλί, διαμαρτυρόμενες για τις περικοπές σε υπηρεσίες υποστήριξης γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Η ταινία αφηγείται την ιστορία των σουφραζετών στη Βρετανία που μάχονταν για το δικαίωμά τους στην ψήφο, συχνά με βίαιους τρόπους. Από τη μεγάλη οθόνη περνούν πρόσωπα ιστορικά αλλά και χαρακτήρες, η έμπνευση για τους οποίους αντλήθηκε από τις ιστορίες και τη δράση πραγματικών γυναικών της εποχής.
Χάνα Μίτσελ
Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η σουφραζέτα Μοντ Γουατς, πρόσωπο μυθικό το οποίο υποδύεται η Κάρεϊ Μάλιγκαν. Οι δημιουργοί της ταινίας εμπνεύστηκαν την ιστορία της από τις γυναίκες της εργατικής τάξης στη Βρετανία που πολέμησαν για το δικαίωμα ψήφου τους. Μία γυναίκα που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον χαρακτήρα ήταν η Χάνα Γουέμπστερ Μίτσελ. Γεννημένη σε φτωχή οικογένεια το 1872, η Μίτσελ μεγάλωσε βιώνοντας την άνιση μεταχείριση: Ενώ η ίδια έπρεπε να μπαλώνει τις κάλτσες των αδερφών της, εκείνοι μπορούσαν να χαλαρώνουν. Ως ενήλικας, θεωρούσε αρχικά ότι ο αγώνας για τη γυναικεία ψήφο ήταν ένα ζήτημα που αφορούσε τη μεσαία τάξη, καθώς υπήρχαν προϋποθέσεις ύπαρξης περιουσίας για τους ψηφοφόρους. Συνεπώς, η επέκταση του δικαιώματος δεν θα αφορούσε γυναίκες όπως η ίδια. Συνεπώς, η Μίτσελ, που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός και μοδίστρα, αφιέρωσε την ενέργειά της στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (Independent Labour Party). Γρήγορα ωστόσο διαπίστωσε πως η δράση του εστίαζε περισσότερο στο καθολικό δικαίωμα ψήφου για τους άνδρες. Το 1904, η Μίτσελ θα ενταχθεί στην Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών, ομάδα της οποίας ηγείτο η Έμελιν Πάνκχερστ και τα μέλη της οποίας έγιναν γνωστά ως σουφραζέτες. Το 1906, μετά τη διακοπή μιας πολιτικής συνάντησης, η Μίτσελ κατηγορήθηκε για παρεμπόδιση και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ημερών. Οι σουφραζέτες που προέρχονταν από την εργατική τάξη και είχαν οικογενειακές υποχρεώσεις συχνά αντιμετώπιζαν περισσότερες δυσκολίες εξαιτίας της κράτησής της. Σε αντίθεση με τις περισσότερες γυναίκες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, δεν είχαν στη διάθεσή τους υπηρέτες για να αναλάβουν το μαγείρεμα και το καθάρισμα κατά την απουσία τους. Η Μίτσελ δεν αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα. Παρότι ο σύζυγός της ήταν σοσιαλιστής, δεν συμμεριζόταν τους στόχους της και αποφάσισε να πληρώσει το πρόστιμο προκειμένου να αποφυλακιστεί νωρίτερα. Όπως έγραφε η ίδια στην αυτοβιογραφία της, «οι περισσότερες από εμάς που ήμασταν παντρεμένες διαπιστώσαμε ότι ο αγώνας μας ενδιέφερε τους συζύγους μας λιγότερο από το δείπνο τους. Απλώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγο κάναμε τόση φασαρία για το θέμα…». Η Μίτσελ εγκατέλειψε την Ένωση το 1907, εν μέρει λόγω απογοήτευσης από την Πάνκχερστ, όχι όμως και τον αγώνα για τη γυναικεία ψήφο.
Έμελιν Πάνκχερστ
Η Μέριλ Στριπ είναι η Έμελιν Πάνκχερστ. Παρότι ο ρόλος της είναι μικρός, υποδύεται τη σκληροπυρηνική γυναίκα που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς από τους χαρακτήρες του έργου, όπως ακριβώς η Πάνκχερστ ενέπνευσε τις σουφραζέτες στην πραγματική ζωή. Το 1903, η 45χρονη τότε χήρα αποφάσισε να ιδρύσει την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών, ως μότο της οποίας καθιερώθηκε το «πράξεις, όχι λόγια». Στις ομιλίες της η Πάνκχερστ καλούσε σε μαχητική δράση. «Η μαχητικότητα έχει φέρει το ζήτημα της γυναικείας ψήφου εκεί που το θέλουμε, δηλαδή στην πρώτη γραμμή της πολιτικής πρακτικής», διακήρυττε το 1913. Μεταξύ των ετών 1908 και 1914, η Πάνκχερστ φυλακίστηκε 13 φορές. Ξεκινούσε απεργίες πείνας, την άφηναν ελεύθερη και την ξαναέπιαναν μόλις η υγεία της βελτιωνόταν. Ο κύκλος αυτός έκλεισε με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Πάνκχερστ κάλεσε τα μέλη της Ένωσης να συμβάλλουν στις πολεμικές προσπάθειες. Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1918, είδε με ικανοποίηση να χορηγείται στις γυναίκες το περιορισμένο δικαίωμα ψήφου.
Μπάρμπαρα και Τζέρλαντ Γκουλντ
Η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ εμφανίζεται στις «Σουφραζέτες» ως η φαρμακοποιός και κατασκευάστρια βομβών Ίντιθ Έλιν. Σε αντίθεση με τις άλλες πρωταγωνίστριες, ο σύζυγος της Ίντιθ θέλει οι γυναίκες να κερδίσουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία. Ένα πραγματικό ζευγάρι που στήριξε τον αγώνα αυτόν ήταν η Μπάρμπαρα Άιρτον Γκουλντ και ο σύζυγός της Τζέραλντ. Η Μπάρμπαρα είχε σπουδάσει χημεία και ψυχολογία στο University College του Λονδίνου και έγινε μέλος της Ένωσης το 1906. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1910. Ο Τζέραλντ υποστήριξε τον αγώνα των σουφραζετών γράφοντας φυλλάδια για τα δικαιώματά τους. Το 1912, η Μπάρμπαρα συμμετείχε σε μια δράση της ομάδας που περιλάμβανε σπάσιμο βιτρινών καταστημάτων στο Λονδίνο, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη φυλακή. Το 1913, θα περάσει ένα διάστημα στη Γαλλία προκειμένου να αποφύγει και πάλι τη σύλληψη. Ενοχλημένη από την ηγεσία της Ένωση, η Μπάρμπαρα θα αποχωρήσει από την ομάδα το 1914. Οι Γκουλντ θα συνεχίσουν όμως τον αγώνα τους και το 1914 θα βρεθούν μεταξύ των ιδρυτών της ομάδας United Suffragists, η οποία δεχόταν μέλη και των δύο φύλων. Η δράση της ομάδας θα τερματιστεί το 1918 όταν και θα χορηγηθεί στις γυναίκες το περιορισμένο δικαίωμα ψήφου.
Ίντιθ Γκάραντ
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό Interview η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ δήλωσε πως εμπνεύστηκε για τον χαρακτήρα της από τη σουφραζέτα Ίντιθ Γκάραντ, η οποία γεννήθηκε το 1872. Στην πραγματικότητα ήταν η ίδια η ηθοποιός που θέλησε ο χαρακτήρας της να έχει το όνομα Ίντιθ προς τιμή της Γκάραντ. Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεών τους, οι σουφραζέτες βρίσκονταν συχνά αντιμέτωπες με παρενόχληση και επιθέσεις από την αστυνομία αλλά και από πολίτες. Χάρη όμως στη διδασκαλία πολεμικών τεχνών από την Γκάραντ, η οποία ξεκίνησε από το 1909, πολλές γυναίκες έμαθαν να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους με ζίου ζίτσου. Σε συνδυασμό με το «σουφραζίτσου», όπως και άρχισε να αποκαλείται η παραπάνω εκπαίδευση, η Γκάραντ οργάνωσε μια προστατευτική δύναμη, που αποκλήθηκε «Ο Σωματοφύλακας», για την προστασία της Έμελιν Πάνκχερστ και άλλων ηγετικών προσώπων των σουφραζετών.
Όλιβ Χόκιν
Ένας από τους ανθρώπους που βρέθηκε στο στόχαστρο της οργής των σουφραζετών ήταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, ένας πραγματικός χαρακτήρας που επίσης κάνει την εμφάνισή του στην ταινία. Το 1913, οι σουφραζέτες τοποθέτησαν εκρηκτικό μηχανισμό σε μια άδεια κατοικία που χτιζόταν για τον ίδιο. Οι δράστες της επίθεσης δεν βρέθηκαν ποτέ. Η Πάνκχερστ συνελήφθη μετά από δηλώσεις που έκανε για το θέμα: «Οι αρχές δεν πρέπει να ψάξουν για τις γυναίκες που έκαναν αυτό που έγινε χθες το βράδυ. Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για την ενέργεια». Πάντως, η αστυνομία θεωρούσε ως βασική ύποπτη για την υπόθεση την Όλιβ Χόκιν. Παρότι ουδέποτε της ασκήθηκε δίωξη για τον βομβαρδισμό, η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στο σπίτι της τον Μάρτιο του 1913. Μέσα σε αυτό εντοπίστηκε ένα «οπλοστάσιο σουφραζέτας», που περιλάμβανε οξύ, μια ψεύτικη πινακίδα, πέτρες, ένα σφυρί και συρματοκόφτες. Αναφορές της αστυνομίας από την εποχή εκείνη δείχνουν επίσης ότι η Χόκιν βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση.
Έμιλι Ντέιβισον
Όπως και η Έμελιν Πάνκχερστ, η Έμιλι Ντέιβισον αποτελεί ένα πραγματικό πρόσωπο της ιστορίας που κάνει την εμφάνισή του στις «Σουφραζέτες». Επίσης όπως και η Πάνκχερστ, η δράση της Ντέιβισον είχε σημαντικό αντίκτυπο στο κίνημα για τη γυναικεία ψήφο. Η γεννημένη το 1872 Ντέιβισον εντάχθηκε στην Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών το 1906 και σύντομα αφιέρωσε όλη της την ενέργεια στον αγώνα. Συμμετείχε σε εμπρησμούς, πετούσε πέτρες, ενώ κάποτε επιτέθηκε σε έναν άνδρα με μαστίγιο όταν τον πέρασε λανθασμένα για τον Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ. Συχνά έχει συνδεθεί με τον εκρηκτικό μηχανισμό στο σπίτι του Λόιντ Τζορτζ, ωστόσο τα αρχεία δείχνουν πως η αστυνομία δεν τη θεωρούσε ύποπτη. Η Ντέιβισον συνελήφθη εννιά φορές για τη δράση της. Ενώ βρισκόταν πίσω από τα κάγκελα υποβλήθηκε 49 φορές σε αναγκαστική σίτιση, μια πρακτική που εφαρμοζόταν ευρέως σε σουφραζέτες που ξεκινούσαν απεργία πείνας στη φυλακή. Σε άρθρο της είχε χαρακτηρίσει τη διαδικασία αυτή ως «φριχτό βασανιστήριο». Τον Ιούνιο του 1913 η Ντέιβισον τραυματίστηκε θανάσιμα όταν βρέθηκε μπροστά από το άλογο του βασιλιά της Αγγλίας. Οι πραγματικές της προθέσεις αποτελούν αντικείμενο διαφωνίας: ορισμένοι πιστεύουν ότι θέλησε να βάλει στο άλογο του βασιλιά τα χρώματα των σουφραζετών (μωβ, λευκό και πράσινο). Το γεγονός ότι στην τσάντα της βρέθηκε ένα εισιτήριο επιστροφής με το τρένο και πως σχεδίαζε διακοπές στη Γαλλία, δείχνει πως στόχος της δεν ήταν να αυτοκτονήσει. Και πάλι, τα ακριβή γεγονότα παραμένουν θολά. Ανεξαρτήτως των προθέσεών της, ο θάνατός της αποτέλεσε μια κομβική στιγμή για τις σουφραζέτες. Το κίνημά τους απέκτησε παγκόσμια προσοχή και 6.000 γυναίκες έδωσαν το «παρών» στην κηδεία, κάνοντας ουρά πίσω από το φέρετρό της. Έπειτα από δεκαετίες αγώνων, η ισότητα της ψήφου μεταξύ αντρών και γυναικών στη Βρετανία επιτεύχθηκε το έτος 1928. «Μην καταθέτετε τα όπλα. Ο αγώνας δεν έχει τελειώσει». Αν ζούσε σήμερα, αυτό είναι το μήνυμα που θα περνούσε η Έμελιν Πάνκχερστ προς τις γυναίκες, δήλωσε πρόσφατα η Μέριλ Στριπ. Δείτε το τρέιλερ της ταινίας…