Λέγεται συχνά ότι κατακτώντας την Ελλάδα, τόσο οι Ναζί όσο και οι φασίστες συνεργοί τους δεν στρογγυλοκάθισαν πάνω σε δάφνες αλλά σε μυτερά και δηλητηριασμένα αγκάθια.
Μέρα δεν περνούσε χωρίς να γνωρίσει ο ζοφερός κατακτητής ανταρτοπόλεμο από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, αλλά και από πλήθος ακόμα αντιστασιακών οργανώσεων, ζώντας μεγάλες λαχτάρες τόσο στην ύπαιθρο και τα κορφοβούνια όσο στα χωριά και τις πόλεις.
Το ελληνικό αντάρτικο άφησε πλήθος νεκρούς και τραυματίες στις τάξεις του εχθρού, κάνοντας έτσι τη ναζιστική μπότα να χάσει την ψυχραιμία της και να επιδοθεί σε βάρβαρα αντίποινα κατά πάντων, καθώς από την απάνθρωπη δράση των κατοχικών στρατευμάτων δεν γλίτωσε ούτε ο άμαχος ανδρικός πληθυσμός ούτε τα γυναικόπαιδα.
Τα γερμανικά SS και η Βέρμαχτ ξέσπασαν την εκδικητική τους μανία στους άοπλους κατοίκους χωριών και πόλεων, σφαγιάζοντας αδιακρίτως άνδρες και γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους, ακόμα και βρέφη ημερών. Ο νους δεν χωρά τέτοια θηριωδία, μια εκδικητική παραζάλη που όμοιά της σπάνια ξανασυναντάμε στα ιστορικά χρονικά. Ο χαροκαμένος ελληνικός πληθυσμός που πάλευε με την πείνα και μαχόταν καθημερινά για την επιβίωσή του είχε τώρα να αναμετρηθεί με τον σπαραγμό, τα βασανιστήρια και τις μαζικές εκτελέσεις.
Όσο μάλιστα ο δοκιμαζόμενος και υπερήφανος ελληνικός λαός επέτεινε την αντιστασιακή του δράση, τόσο οι Ναζί κλιμάκωναν τα αντίποινά τους, κλιμάκωναν τις σφαγές αμάχων κοντολογίς. Η Κατοχή της Ελλάδας που είχε αρχίσει τον Απρίλιο του 1941 θα μετρούσε τουλάχιστον 3,5 φρικιαστικά χρόνια για να πάρει επισήμως τέλος (Οκτώβριος του 1944, αν και ναζιστικοί θύλακες παρέμειναν σε ελληνικά νησιά μέχρι και τον Ιούνιο του 1945), μια μακρά ανατριχιαστική περίοδος δηλαδή βάρβαρων αντιποίνων που διέπραξαν οι γερμανοί κατακτητές, επικουρούμενοι συχνά στο σκοτεινό τους έργο από τους ιταλούς και βούλγαρους συμμάχους τους.
Τα μαζικά εγκλήματα των Ναζί κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού απλώθηκαν σε όλη την επικράτεια της χώρας, από την Κρήτη μέχρι και τη Βόρεια Ελλάδα, καθώς η φρίκη δεν προσπέρασε δυστυχώς κανέναν.
Το «Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών» κάνει λόγο για 90 πόλεις και χωριά που γνώρισαν τη μαζική ναζιστική θηριωδία. Αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο: Άγιος Δημήτριος Ιωαννίνων, Αγριά Μαγνησίας, Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας, Αετός Μαγνησίας, Αίγιο Αχαΐας, Αμφίπολις Σερρών, Άμφισσα Φωκίδας, Ανατολικό Σελίνου Χανίων, Ανώγεια Ρεθύμνου, Βέρμιο Κοζάνης, Βιάννος Ηρακλείου, Βουκόλια Χανίων, Γαλαξίδι Φωκίδας, Γραβιά Φωκίδας, Δίστομο Βοιωτίας, Δοξάτο Δράμας, Δράμα, Έλειο Προνών Κεφαλλονιάς, Ζάρος Ηρακλείου, Θεραπνά Λακωνίας, Ιεράπετρα Λασιθίου, Καλάβρυτα Αχαΐας, Κάνδανος Χανίων, Κάρλα Μαγνησίας, Κεντρικό Ζαγόρι Ιωαννίνων, Κλεισούρα Καστοριάς, Κομμένο Άρτας, Κουρήτες Ρεθύμνου, Κρούσωνας Ηρακλείου, Λάμπη Ρεθύμνου, Λεβίδιο Αρκαδίας, Λέχοβο Φλώρινας, Λιδωρίκιο Φωκίδας, Δήμος Μουσούρων Χανίων, Μήθυμνα Χανίων, Νίκαια Αττικής, Παραμυθιά Θεσπρωτίας, Παρνασσός Φωκίδας, Πέραμα Ιωαννίνων, Πέρασμα Φλώρινας, Ποταμιά Λάρισας, Σέρβια Κοζάνης, Συβρίτος Ρεθύμνου, Τριταία Αχαΐας, Τσαριτσάνη Λάρισας, Τυλισός Ηρακλείου, Τυμπάκι Ηρακλείου, Τυμφηστός Φθιώτιδας, Υπάτη Φθιώτιδας, Χορτιάτης Θεσσαλονίκης κ.λπ.
Την ίδια στιγμή, αντίστοιχοι φάκελοι που έχει στην κατοχή του το υπουργείο Εξωτερικών (με ένδειξη «Ναζιστές εγκληματίες πολέμου») καταγράφουν μαζικά κατοχικά εγκλήματα σε περισσότερα από 60 σημεία της ελληνικής επικράτειας, κάτι που εκτοξεύει τον αριθμό των γερμανών εγκληματιών πολέμου σε περισσότερους από εκατό.
Την ώρα που όλοι μας τιμούμε και μνημονεύουμε το τραγικό πανόραμα του χαμού των συμπατριωτών μας σε όποια γωνιά της Ελλάδας κι αν έλαβε χώρα, υπήρξαν μια σειρά από σφαγές του εθνικοσοσιαλισμού που ακούστηκαν περισσότερο και έμειναν ζοφεροί ανδριάντες θηριωδίας με παγκόσμιο αντίκτυπο. Τόποι μαρτυρίου δηλαδή όπως…
Η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη: Το μαρτυρικό Κοντομάρι Κρήτης (2 Ιουνίου 1941)
Όταν οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην Κρήτη το πρωινό της 20ής Μαΐου 1941, είχαν να αντιμετωπίσουν πέρα από τον οργανωμένο στρατό και τους περίοικους «παντός φύλου και ηλικίας, επιτιθέμενους εναντίον των δια πρωτογόνων μέσων», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί σχεδόν το τάγμα εφόδου. Οι δραματικές ώρες που έζησαν εκείνη την ημέρα οι ναζί κατακτητές σφράγισε τη μοίρα του γειτονικού χωριού Κοντοµάρι Χανίων.
Μετά την οριστική κατάληψη της Kρήτης, απόσπασμα του ίδιου τάγματος που διψούσε για εκδίκηση εισήλθε στο μαρτυρικό χωριό το πρωινό της 2ας Ιουνίου και µε συνοπτικές διαδικασίες συγκέντρωσε και εκτέλεσε σε γειτονικό λιόφυτο 25 άντρες, ηλικίας 18-50 ετών. Το έγκλημα πολέμου στο Κοντομάρι κατέγραψε μάλιστα χαιρέκακα με τον φωτογραφικό φακό του γερμανός υπολοχαγός και ανταποκριτής προπαγάνδας…
Η ανείπωτη σφαγή της Κανδάνου Χανίων (3 Ιουνίου 1941)
Η Μάχη της Κρήτης υπήρξε ανελέητη και καταστροφική για τους Ναζί, καθώς εκεί συνάντησαν λυσσαλέα την αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού. Η περιβόητη γερμανική πολεμική μηχανή γνώρισε στη λεβεντογέννα Κρήτη βαριές απώλειες, γι’ αυτό και ο κατακτητής επιδόθηκε μετά την κατάληψη του νησιού σε σφοδρά αντίποινα για τη μαζική συμμετοχή των κατοίκων στις εχθροπραξίες. Η Κρήτη γνώρισε δυστυχώς πολλές μαζικές σφαγές αμάχων από την εκδικητική μανία των Γερμανών και η Κάνδανος, ένα χωριουδάκι στον Νομό Χανίων, έμελλε να γίνει ένα από τα ζοφερότερα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ηρωική αντίσταση των κατοίκων του χωριού αλλά και της γύρω περιοχής στις μάχες γύρω από το φαράγγι της Κανδάνου ξεπληρώθηκε από τους Ναζί με τρόπο που ήξεραν καλά: τη 2α Ιουνίου 1941 βομβάρδισαν ανελέητα το χωριό και την επόμενη μέρα τα στρατεύματα μπήκαν στην κοινότητα, καίγοντας και ισοπεδώνοντας όλα τα σπίτια. Ακολουθεί κάθαρση: οι Ναζί συγκέντρωσαν τους 180 περίπου κατοίκους έξω από το Δημοτικό Σχολείο και επιδόθηκαν στη μαζική εκτέλεσή τους.
Από το γερμανικό μένος δεν γλίτωσαν ούτε σπίτια ούτε ζώα, ενώ τέτοιο ήταν το μίσος που ο θύτης άφησε και γραπτά μνημεία θηριωδίας, όχι μόνο αναγνωρίζοντας δηλαδή το έγκλημά του αλλά προπαγανδίζοντάς το κιόλας. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, οι Ναζί τοποθετούν δύο πινακίδες-επιγραφές στις δύο εισόδους της Κανδάνου, γραμμένες στα γερμανικά και τα ελληνικά.
Η πρώτη έγραφε: «Διά την κτηνώδη δολοφονία Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρες, γυναίκες, παιδιά και παπάδες μαζί και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3/6/41 η Κάνδανος εκ θεμελίων διά να μην επανοικοδομηθεί πλέον ΠOTE». H δεύτερη διατυμπανίζει ελαφρώς ανορθόγραφα: «Ως αντίποινον των άπω οπλισμένων πολιτών ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιωτών κατεστράφη η Κάνδανος». Το χωριό σβήστηκε από τον χάρτη…
Το ξεκλήρισμα του Κομμένου Άρτας (16 Αυγούστου 1943)
Το ημερολόγιο έγραφε 16 Αυγούστου 1943 όταν ο διοικητής του 12ου Λόχου του 98ου Συντάγματος 1ου Ορεινού Τμήματος έδωσε τη μοιραία διαταγή: «Θα μπούμε στο χωριό, δεν θα αφήσουμε τίποτε όρθιο». Ό,τι φρικιαστικό ακολούθησε δεν το χωρά ο νους και μας παραδίδεται από τις μαρτυρίες όσων επιβίωσαν. Τα μεσάνυχτα της προηγούμενης μέρας μια μηχανοκίνητη φάλαγγα από 22 αυτοκίνητα ξεκίνησε από την κοιλάδα κοντά στη Φιλιππιάδα μεταφέροντας γύρω στους 100 στρατιώτες. Στις 5:00 το πρωί σταμάτησαν έξω από το χωριό.
Χαράματα 16ης Αυγούστου, ακούστηκαν οι πρώτες εκρήξεις όλμων και ένας καταιγισμός πυρών, με τα πυροβόλα να μη σταματούν στιγμή και να δίνουν την εντύπωση σκληρής μάχης. Δεν ήταν όμως μάχη, ήταν μαζική δολοφονία. Οι στρατιώτες εισέβαλαν στα σπίτια και ξεκλήρισαν οικογένειες ολόκληρες την ώρα που κοιμούνταν. Από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των όλμων έπεσαν νεκροί ηλικιωμένοι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί. Κορίτσια με την απειλή των όπλων βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση από τους Ναζί, οι οποίοι αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους έκοψαν κατόπιν τις θηλές τους, πριν τις σφαγιάσουν τελικά σαν πρόβατα.
Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν υπερβαίνουν κάθε νοσηρή φαντασία: οι στρατιώτες πότιζαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών και το άναβαν. Τα παιδιά τα εκτέλεσαν με μια σφαίρα στον κρόταφο, ενώ άλλα τα κάρφωσαν με τις ξιφολόγχες τους. Άντρες βασανίστηκαν άγρια, η εκκλησία του χωριού βεβηλώθηκε με τρόπο ανείπωτο (αφόδευσαν στο ιερό και πότισαν το Ευαγγέλιο με το αίμα του τραγικού παπά), τα σπίτια κάηκαν και τίποτα δεν θύμιζε πια το γραφικό χωριουδάκι που ήταν άλλοτε το Κομμένο: διαμελισμένα και απανθρακωμένα πτώματα παντού, οσμή καμένης σάρκας, σκυλιά να τρέφονται από σκοτωμένους ανθρώπους. Συνολικά, 317 άνθρωποι ήταν τα θύματα της σφαγής του Κομμένου, της πιο φριχτής ίσως θηριωδίας που διαπράχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής…
Το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων Ιωαννίνων (3 Οκτωβρίου 1943)
Τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1943, το αντάρτικο σώμα του ΕΔΕΣ στήνει οδοφράγματα στον δρόμο Ιωαννίνων- Πρέβεζας και εκτελεί τον αντισυνταγματάρχη της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, παρασημοφορημένο αξιωματικό και συνοδοιπόρο του Αδόλφου Χίτλερ από τις πρώτες κιόλας μέρες της ανόδου του εθνικοσοσιαλισμού στο Μόναχο. Όταν η είδηση φτάνει στα Ιωάννινα, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της πόλης εκδίδει μια λιτή διαταγή: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της».
Το σχέδιο αντι-αντάρτικων επιχειρήσεων «Πάνθηρ» τίθεται αμέσως σε εφαρμογή. Το πρωινό της 3ης Οκτωβρίου ξεκινά με καταιγισμό πυρών πυροβολικού και όλμων, που προλειαίνουν το έδαφος για την άνοδο των καμιονιών του θανάτου στο όρος Μιτσικέλι και το μαρτυρικό χωριό. Όταν οι Γερμανοί αποχωρούν, ο απολογισμός είναι φρικτός: 92 νεκροί, μεταξύ των οποίων 34 παιδιά (ηλικίας 6 μηνών ως 11 ετών) και 37 γυναίκες (30-64 ετών). Πλήρως κατεστραμμένα από τις φωτιές 43 σπίτια και 57 υποστατικά, στάβλοι και καλύβες.
Η μηνιαία αναφορά της Μεραρχίας προς το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ περιγράφει την αποτρόπαιη επιχείρηση ως εξής: «Από το χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1015 και 1277 ασθενής αντίσταση του εχθρού. Πενήντα πολίτες εξοντώθηκαν. Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν. Λάφυρα, 20 μουλάρια». Από τη μαύρη λίστα των εκτελεσθέντων απουσιάζουν οι νέοι άντρες, εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού: ανήμερα Κυριακής, ημέρα εκκλησιασμού δηλαδή, ο παπάς της ενορίας λειτουργούσε σε διπλανό χωριό κι έτσι οι περισσότεροι άντρες βρήκαν ευκαιρία να δουλέψουν τα χωράφια ή να βγουν στα βουνά με τα ζώα.
Όταν επέστρεψαν, τους περίμενε η φρίκη: Οι Γερμανοί, εκτός από τα σπίτια, είχαν κάψει ζωντανούς αρκετούς κατοίκους, ενώ άλλους τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ, αφού τους κατέβασαν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Άλλοι εκτελέστηκαν στο πλάτωμα με επιβλέπει τη λίμνη των Ιωαννίνων και άλλοι εξοντώθηκαν μπροστά στα ανώφλια των σπιτιών ή μέσα στις κάμαρες και τα κατώγια. Από τους 96 κατοίκους που μέτρησαν οι γερμανοί φονιάδες, γλίτωσαν τον θάνατο μόνο τέσσερις: ένα βρέφος, μια νεαρή γυναίκα που την είχαν καλύψει τα νεκρά κορμιά των συγχωριανών της και δύο 24χρονοι άνδρες που οι σφαίρες τούς τραυμάτισαν επιπόλαια. Το χωριό κάηκε μέχρι θεμελίων για να εξαφανιστούν τα ίχνη ντροπής του εγκλήματος των αντιποίνων…
Η σφαγή των Καλαβρύτων (13 Δεκέμβρη 1943)
Μια από τις τραγικότερες θηριωδίες στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου 1943 και εκτελέστηκε από την 117η Μεραρχία Καταδρομών, με κωδικό όνομα «Unternehmen Kalavryta» («Επιχείρηση Καλάβρυτα»): 848 κάτοικοι των Καλαβρύτων και 200 άνθρωποι από τα γύρω χωριά εκτελέστηκαν ανηλεώς, την ίδια στιγμή που η γραφική πόλη πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς, σφραγίζοντας έτσι μια από τις χειρότερες θηριωδίες των Ναζί εναντίον άοπλου πληθυσμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η σφαγή των Καλαβρύτων παραμένει η βαρύτερη ίσως περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα. Η διαταγή της μαζικής δολοφονίας των κατοίκων της πόλης ήταν ενταγμένη στο ζοφερό σχέδιο της Βέρμαχτ που έκαιγε χωριά και δολοφονούσε εν ψυχρώ άμαχους πολίτες στην πελοποννησιακή προέλασή της. Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ήταν αρχικά ένα πλάνο για την περικύκλωση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν αναπτύξει ισχυρή αντιστασιακή δράση στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων ήδη από τις αρχές του 1943, αν και σύντομα μετεξελίχθηκε σε άλλη μια πράξη εξιλασμού, μετά τον θάνατο γερμανών στρατιωτών σε μάχες με τους αντάρτες δηλαδή και ιδιαίτερα έπειτα από το περιστατικό της εκτέλεσης 87 ναζί αιχμαλώτων που είχαν στα χέρια τους οι αντάρτες από τη Μάχη της Κερπινής (17 Οκτωβρίου 1943).
Η καλά οργανωμένη και υπολογισμένη αυτή εκκαθαριστική επιχείρηση περιλάμβανε βομβαρδισμούς, πυρπολήσεις και εκτελέσεις: πάνω από 1.000 σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες σε περισσότερα από 50 χωριά και 143 άντρες εκτελέστηκαν στον δρόμο για τα Καλάβρυτα. Τρεις ανεξάρτητες γερμανικές δυνάμεις ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο και Πάτρα, αντίστοιχα, με τελική κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, καίγοντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τα γειτονικά χωριά που συναντούσαν στο διάβα τους (Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Κάλανο, Βλασία, Μάνεσι Σαραδί, Μάζι κ.ά.).
Τελικά, στις 9 Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα και κάλεσαν πονηρά τους κατοίκους που είχαν εγκαταλείψει την πόλη να επιστρέψουν στις εστίες τους με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα πειραχθεί κανείς. Στις 13 Δεκεμβρίου όμως, νωρίς το πρωί, κατέφτασε στην κωμόπολη έτερη δύναμη γερμανικού στρατού με επικεφαλής ανώτατους αξιωματικούς, οι οποίοι διέταξαν τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο Δημοτικό Σχολείο έχοντας μαζί τους κουβέρτα και τρόφιμα μίας ημέρας.
Τα γυναικόπαιδα κλειδώθηκαν στο σχολείο και όλος ο ανδρικός πληθυσμός ηλικίας άνω των 14 χρονών οδηγήθηκε σε φάλαγγες σε κοντινό πλάτωμα (Ράχη του Καππή), από το οποίο δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Στιγμές αργότερα, ριπές πολυβόλων έριχναν στο έδαφος τα σώματα των άτυχων Καλαβρυτινών, με τις γερμανικές οδηγίες να είναι σαφείς για την εξαντλητική καταγραφή όλων των θυμάτων της εκτέλεσης. Συνολικά, 499 άτομα δολοφονήθηκαν εκείνη την ημέρα στα Καλάβρυτα (διασώθηκαν μόλις 12 άτομα που δεν πήραν χαμπάρι οι Γερμανοί ότι ήταν ζωντανοί), αν και ο συνολικός αριθμός των θυμάτων της επιχείρησης στα Καλάβρυτα και τα γειτονικά χωριά έφτασε τις 677 ψυχές…
Η σφαγή του Διστόμου (10 Ιουνίου 1944)
Άλλη μια εκκαθαριστική επιχείρηση των ναζιστών κατά του ελληνικού αντάρτικου έμελλε να εξελιχθεί σε πράξη αντιποίνων: οι γερμανικές δυνάμεις κινήθηκαν από τη Λειβαδιά προς το Δίστομο του νομού Βοιωτίας με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στη δυτική πλευρά του Ελικώνα. Το πρωινό της 10ης Ιουνίου, οι τρεις γερμανικοί λόχοι που επιχειρούσαν στην περιοχή εντόπισαν αντάρτες του ΕΛΑΣ σε γειτονικό χωριό (Στείρι), αν και έπεσαν στην ελληνική παγίδα: Η Μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και κράτησε περίπου μέχρι τις 2:00 το μεσημέρι, αναγκάζοντας τους Γερμανούς σε οπισθοχώρηση, αφού μέτρησαν αρκετές απώλειες.
Σειρά είχε τώρα η εκδίκηση του κατακτητικού στρατού απέναντι στον εύκολο στόχο, τους αμάχους. Μετά τις στρατιωτικές εχθροπραξίες λοιπόν οι Ναζί μπήκαν στο Δίστομο και άρχισαν να σφαγιάζουν αδιακρίτως ως αντίποινα για τις απώλειές τους. Η εκδικητική τους μανία ήταν τόσο παροιμιώδης που από το μακελειό δεν γλίτωσε κανείς, ούτε γυναικόπαιδα ούτε ηλικιωμένοι ούτε βρέφη.
Τον παπά της ενορίας τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν και γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Το μόνο που ανέκοψε τη σφαγή ήταν το σκοτάδι, καθώς μόνο όταν νύχτωσε σταμάτησαν οι Γερμανοί το φρικιαστικό τους έργο, αναγκαζόμενοι να επιστρέψουν στη Λειβαδιά. Όχι βέβαια προτού κάψουν ολοσχερώς το χωριό, αν και πάλι δεν ένιωθαν ικανοποιημένοι από τους εαυτούς τους, γι’ αυτό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ όποιον άμαχο έβρισκαν στον δρόμο της επιστροφής στη βάση τους.
Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 228 (117 γυναίκες και 111 άντρες), ανάμεσά τους και 53 παιδιά κάτω των 16 ετών, σε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Στον απόηχο της επιχείρησης εξιλασμού, η γερμανική θηριωδία έγινε γνωστή μέσω του δικτύου BBC στον υπόλοιπο κόσμο και προκάλεσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης.
Η Γερμανική Διοίκηση της Αθήνας έσπευσε βέβαια να επιρρίψει την ευθύνη αποκλειστικά στους κατοίκους του Διστόμου, καθώς -όπως ανέφερε σε ανακοίνωσή της- δεν συμμορφώθηκαν με τις στρατιωτικές εντολές του κατακτητή. Στο «Επίγραμμα για το Δίστομο», ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος παρατηρεί ποιητικά: «Εδώ ‘ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου / ώ εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις / Εδώ πονά η σιωπή, πονάει η πέτρα κάθε δρόμου κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου / Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη / με ονόματα σεμνά, και τη Δόξα τα ανεβαίνει / λυγμό λυγμό, σκαλί σκαλί, μεγίστη σκάλα»…
Η σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς (5 Απριλίου 1944)
Άλλη μια ναζιστική κτηνωδία στην πιο αποτρόπαια μορφή της έλαβε χώρα όταν η 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία των SS επιδόθηκε με πρωτοφανή ακόμα και για τους ίδιους αγριότητα στην ανελέητη σφαγή των γυναικόπαιδων που είχαν παραμείνει στην ιστορική κωμόπολη του νομού Καστοριάς. Η απάνθρωπη συμπεριφορά των ταγμάτων του θανάτου ανάγκασαν τον πολιτικό εντεταλμένο του Γ’ Ράιχ στα Βαλκάνια να χαρακτηρίσει την εκδικητική επιχείρηση στην Κλεισούρα «λουτρό αίματος» και να επισημάνει με οργή πως οι φρικαλεότητες που διεπράχθησαν παρέβαιναν τις πάγιες διαταγές περί αντιποίνων! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Την προηγουμένη της σφαγής, το βράδυ της 4ης Απριλίου 1944, ομάδα ανταρτών στρατοπέδευσαν στην Κλεισούρα και το επόμενο πρωί επιτέθηκαν σε διερχόμενη γερμανική φάλαγγα. Οι άρρενες κάτοικοι, φοβούμενοι τις γνωστές πια ναζιστικές αντεκδικήσεις, εγκαταλείπουν την κοινότητα και σαν να το γνώριζαν, το απόγευμα καταφτάνουν πράγματι τα πρώτα γερμανικά καμιόνια: τα γυναικόπαιδα συγκεντρώνονται στην πλατεία και τα πυροβόλα παίρνουν τον πρώτο λόγο. Στρατιώτες εφορμούν στα σπίτια και σκοτώνουν, βιάζουν, ξεκοιλιάζουν αδιακρίτως και καίνε τα πάντα. Ναζί και Βούλγαροι της γερμανικής πολιτοφυλακής έσπειραν όλεθρο και καταστροφή στο μισό χωριό και όταν κορέστηκε η φονική τους δίψα, σταμάτησαν. Απολογισμός; Κάπου 280 γυναικόπαιδα αδικοσκοτωμένα, 40 τραυματίες και πολλοί ανέστιοι πια, καθώς οι οικίες παραδόθηκαν στις φλόγες…
Το μακελειό του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης (2 Σεπτεμβρίου 1944)
Άλλη μια ανθρώπινη τραγωδία εκτυλίχθηκε στον οικισμό του Χορτιάτη έπειτα από επίθεση διμοιρίας του ΕΛΑΣ στον ναζιστή κατακτητή το πρωινό της ίδιας μέρας, που έφερε τη μανιασμένη του λύσσα για εκδίκηση κατά αμάχων. Οι αντάρτες καθησύχασαν τους κατοίκους ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν κι έτσι η πλειονότητα των πολιτών παρέμεινε στις εστίες τους (αν και οι άντρες έλειπαν από νωρίς στις δουλειές τους).
Είκοσι περίπου φορτηγά με γερμανούς στρατιώτες και άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών περικύκλωσαν το χωριό αργότερα την ίδια μέρα, συγκέντρωσαν τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία και το καφενείο και άρχισαν να λεηλατούν και να πυρπολούν τα σπίτια. Κατόπιν οδήγησαν τους συγκεντρωμένους αμάχους της πλατείας σε σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς, ενώ όσους μάντρωσαν στο καφενείο τους μετέφεραν στον τοπικό φούρνο και τους «γάζωσαν» με τα πολυβόλα. Κατόπιν έβαλαν φωτιά για να κάψουν ζωντανούς όσους δεν είχαν σκοτωθεί από τις ριπές του πολυβόλου, και όσοι εγκλωβισμένοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το φλεγόμενο κτίριο μαχαιρώθηκαν από τους στρατιώτες που καραδοκούσαν έξω. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν τη διπλή σφαγή, κυνηγήθηκαν λυσσαλέα έξω από το χωριό και εκτελέστηκαν, ενώ οι γυναίκες έπεσαν θύματα βιασμού πριν δολοφονηθούν.
Δύο μέρες αργότερα μάλιστα, στις 4 Σεπτεμβρίου, τα τάγματα του θανάτου επέστρεψαν στην ομώνυμη κωμόπολη -τότε- στους πρόποδες του βουνού Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης για να ολοκληρώσουν το ανατριχιαστικό τους έργο, καίγοντας και σκοτώνοντας ό,τι είχε απομείνει όρθιο και ζωντανό. Συνολικά, τη 2α Σεπτεμβρίου 1944 εκτελέστηκαν 149 κάτοικοι του Χορτιάτη, ανάμεσά τους 109 γυναίκες και ανήλικα κορίτσια, ενώ κάηκαν και 300 περίπου σπίτια. Ο Ερυθρός Σταυρός, που εξασφάλισε άδεια για να μπει στο μαρτυρικό χωριό μόλις στις 7 του μήνα, αντίκρισε εικόνες ανείπωτης φρίκης…
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς (17 Αυγούστου 1944)
Η ιστορική τραγωδία της Κοκκινιάς με τις ομαδικές εκτελέσεις των κατοχικών δυνάμεων παραμένει άλλο ένα ζοφερό ορόσημο τόσο της ναζιστικής κτηνωδίας όσο και του ελληνικού χαφιεδισμού. Πριν καν χαράξει, στις 2:30 τα ξημερώματα, πέφτουν οι τίτλοι αρχής του δράματος της ομαδικής σφαγής που θα ακολουθήσει όταν ανέβει πια ο ήλιος για τα καλά στον ουρανό.
Δεκάδες γερμανικά καμιόνια και μηχανοκίνητο τάγμα ελλήνων δοσίλογων περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές της Κοκκινιάς (από Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί και Ρέντη μέχρι Κερατσίνι, Φάληρο και Πειραιά), κάπου 3.000 πάνοπλοι ναζί στρατιώτες και έλληνες ταγματασφαλίτες δηλαδή, πιάνοντας κυριολεκτικά στον ύπνο τη «Μικρή Μόσχα», όπως αποκαλούσαν τη φτωχή προσφυγούπολη του Πειραιά. Στις 6:00 το πρωί, ακούγονται οι ντουντούκες του έλληνα προδότη να καλούν τον κοκκινιώτικο λαό: «Προσοχή! Προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14-60 ετών να πάνε στην Πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επιτόπου».
Όσοι δεν υπάκουσαν την εντολή και κρύφτηκαν σε στέγες, καταπακτές, πηγάδια και όπου αλλού βρήκαν, εκτελέστηκαν πράγματι επιτόπου, όντας οι πρώτοι νεκροί που θα έπεφταν στον δρόμο. Όλοι οι υπόλοιποι σύρθηκαν στον τόπο του μαρτυρίου, την ίδια ώρα που η ανίερη συμμαχία Ναζί και ταγματασφαλιτών αρχίζει να καίει σπίτια, να αρπάζει ό,τι βρει, να καταστρέφει, να χτυπά γυναικόπαιδα και να επιδίδεται σε λογής φρικαλεότητες.
Περίπου 25.000 άτομα συγκεντρώνονται κατά τις 8:00 π.μ. στην Πλατεία της Οσίας Ξένης, χωρίζονται σε πεντάδες και κάθονται γονατιστοί με το κεφάλι ψηλά. Οι έλληνες κουκουλοφόροι σέρνονται ανάμεσά τους, αναγνωρίζουν τους αντάρτες και υποδεικνύουν στον δήμιο τα σφάγια. Μέχρι να μεταφερθούν στον τελικό προορισμό της εκτέλεσης, αγωνιστές της Αντίστασης βασανίζονται ανηλεώς για να προδώσουν, αν και τα στόματα όλων μένουν σφαλιστά. Στη μάντρα γειτονικού ταπητουργείου θα πέσει η αυλαία της μαζικής σφαγής, μέσα στις κραυγές των Γερμανών «όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν» και τα σαρκαστικά χαμόγελα των ελλήνων συνεργατών τους.
Οι ριπές στη μάντρα αρχίζουν, το μαρτύριο συνεχίζεται και στην πλατεία επικρατεί έκδηλη η αγωνία της διαλογής του θανάτου. Στον σωρό των πτωμάτων της μάντρας με το αίμα να κυλά πια ποτάμι, οι κουκουλοφόροι καταδότες επιδίδονται σε πλιάτσικο των νεκρών αγωνιστών. Το μακελειό σταματά γύρω στις 6:00 το απόγευμα, αν και όχι τα δεινά των Κοκκινιωτών: 8.000 από αυτούς μεταφέρονται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και περισσότεροι από 1.800 ξαποστέλνονται στα ναζιστικά κολαστήρια του θανάτου (Νταχάου, Μπούνχεβαλντ, Άουσβιτς και αλλού)…
Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr