Η απόφαση είχε ληφθεί και ήταν απολύτως συνειδητή: τα μπάνια στις πανέμορφες ελληνικές παραλίες και η χαλάρωση στα γραφικά ελληνικά νησιά θα θυσιάζονταν για χάρη ενός ταξιδιού-περιπέτεια που συζητούσαμε για χρόνια αλλά δεν αποφασίζαμε να τολμήσουμε. Προορισμός, η άγνωστη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια. Μια πολύπαθη περιοχή για την οποία είχαμε ακούσει τόσα, αλλά δεν γνωρίζαμε ουσιαστικά.
Η ιδέα μας έγινε δεκτή με ανάμεικτες αντιδράσεις. Υπήρχαν εκείνοι που μας θεωρούσαν τρελούς που σηκωνόμασταν να φύγουμε από την Ελλάδα κατακαλόκαιρο για να περάσουμε 10 μέρες σε ένα αυτοκίνητο, διασχίζοντας χώρες. Υπήρχαν και οι άλλοι που «ζήλευαν», όπως έλεγαν, και ήθελαν και οι ίδιοι να ζήσουν μια ανάλογη εμπειρία, ζητώντας διαρκώς πληροφορίες για το τι σχεδιάζαμε να κάνουμε. Ήταν και εκείνες οι λίγες φωνές που αναρωτιούνταν: «μα δεν φοβάστε;».
Η αλήθεια είναι πως ένα τέτοιο ταξίδι θα μπορούσε να γίνει κάλλιστα μια οποιαδήποτε άλλη στιγμή του χρόνου. Λίγο οι δουλειές όλων μας, όμως, λίγο οι άδειες που δεν μπορούσαν να συνδυαστούν εκτός καλοκαιριού, οδήγησαν στην απόφαση ότι τώρα ήταν η ώρα. Η στιγμή είχε φτάσει λοιπόν, το πρόγραμμα είχε βγει, τα δωμάτια είχαν κλειστεί και το ταξίδι ξεκινούσε. Σερβία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μαυροβούνιο, Αλβανία… ερχόμαστε!
Εννιά και μισή περίπου το πρωί και βαλίτσες και επιβάτες είχαν ήδη μπει στο αμάξι. Βενζίνη, τσιγάρα, καφέδες… οι λεπτομέρειες της τελευταίας στιγμής ρυθμίστηκαν. Αναχώρηση λοιπόν με πρώτο προορισμό τους Εύζωνες για να περάσουμε τα σύνορα με την ΠΓΔΜ, να τη διασχίσουμε και να φτάσουμε το βράδυ στο Βελιγράδι, όπου θα διανυκτερεύαμε. Στα σύνορα με την ΠΓΔΜ φτάσαμε γύρω στις 15:00 το μεσημέρι. Χρειάστηκε να περιμένουμε περίπου 20 λεπτά μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι, λόγω και της κίνησης που υπήρχε στο σημείο.
Μέσα σε 2,5 ώρες περίπου διασχίσαμε την ΠΓΔΜ και φτάσαμε στα σύνορα με τη Σερβία στις 17:30 χωρίς καμία στάση. Επρόκειτο για 2,5 ώρες ατελείωτες, στη διάρκεια των οποίων τα είδαμε όλα. Πέρα από την εκνευριστική κίνηση και δυο τροχαία που συναντήσαμε στον δρόμο μας, οι οδηγοί ήταν το κάτι άλλο. Υπήρξαν δυο-τρεις φορές που πιστέψαμε κυριολεκτικά ότι το ταξίδι και η… ζωή μας θα τελείωνε κάπου εκεί. «Να φύγουμε Νίκο μου, μου πληρώσουμε και να φύγουμε», ήταν η ατάκα από ελληνική ταινία που έπαιζε στην παρέα μεταξύ σοβαρού και αστείου. Παρεμπιπτόντως, πληρώσαμε σε διόδια το συνολικό ποσό των 4,5 ευρώ. Και φύγαμε…
Στο Βελιγράδι φτάσαμε στις 22:30 το βράδυ (21:30 ώρα Ελλάδος) κατάκοποι και πεινασμένοι. Είχαμε κλείσει ένα διαμέρισμα στην εκπληκτική τιμή των 40 ευρώ για τέσσερα άτομα και σύντομα θα καταλαβαίναμε γιατί. Σε γενικές γραμμές η κατάσταση παλευόταν, μέχρι να μπεις στην τουαλέτα του, η οποία μύριζε τόσο άσχημα που δεν μπορούσες να σταθείς ούτε δευτερόλεπτο. Αποκλείσαμε το πολυαναμενόμενο ντους και φύγαμε άρον άρον να πάμε να βρούμε κάτι να φάμε. Ένα βράδυ ήταν, έναν ύπνο θα κάναμε και ελπίζαμε το δωμάτιο στο Μόσταρ στη Βοσνία την επόμενη μέρα να μας αποζημιώσει.
Δεδομένου ότι στο Βελιγράδι είχαμε ξαναπάει και δεν είχαμε την περιέργεια του ταξιδιώτη σε ένα καινούργιο μέρος, κάναμε μια μικρή βόλτα, φάγαμε σε ένα όμορφο εστιατόριο, όπου πληρώσαμε περίπου 50 ευρώ και οι τέσσερις. Παρά την κούραση και τη νύστα δεν είπαμε όχι και σε ένα ποτάκι σε ένα μπαράκι που βρέθηκε στο δρόμο μας. Κεντρικό θέμα συζήτησης της βραδιάς, οι οδηγοί στην ΠΓΔΜ.
Βρώμικοι, αφού ούτε το πρωί τολμήσαμε να κάνουμε μπάνιο στο διαμέρισμα, το αφήσαμε για να κάνουμε μια πρωινή βόλτα στο Βελιγράδι και να πιούμε τον καφέ μας στο υπέροχο κάστρο του δεσπόζει πάνω από δύο ποτάμια, στο σημείο όπου ο Δούναβης συναντά τον Σάββα.
Ξανά στο αμάξι, αυτή τη φορά με προορισμό τη Βοσνία. Ακολουθήσαμε τη διαδρομή όπου περνάς από ένα μικρό κομμάτι της Κροατίας για να μπεις στη Βοσνία ως πιο σύντομη χρονικά και με καλύτερο δρόμο. Δεν υπολογίσαμε βέβαια τον χρόνο αναμονής στα σύνορα, αφού όταν μπαίναμε στην Κροατία χρειάστηκε να περιμένουμε περίπου μισή ώρα λόγω της ουράς των οχημάτων.
Στη Βοσνία, ο αντίστοιχος χρόνος ήταν μόλις 15 λεπτά, ήταν όμως και ο «αυστηρότερος» μέχρι εκείνη την ώρα έλεγχος που θα συναντούσαμε, αφού μας ζητούσαν μια σειρά από έγγραφα που δεν πολυκαταλαβαίναμε ακριβώς τι είναι. Χάρη και στην καλή διάθεση του ανθρώπου που είχε αναλάβει να μας κάνει τον έλεγχο, μπήκαμε στη Βοσνία. Και ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Η χώρα που είχαμε υποτιμήσει περισσότερο σε αυτό το ταξίδι αποδείχθηκε τελικά εκείνη που σίγουρα όλοι μας θέλουμε να επισκεφτούμε ξανά στη ζωή μας.
Η διαδρομή υπέροχη, μέσα από καταπράσινα βουνά και παρέα με ποτάμια. Κατά μήκος της συναντούσαμε γραφικά χωριά και τζαμιά που ύψωναν τους μιναρέδες τους επιβλητικά πάνω από τα χαμηλά κτίσματα. Στις 18:30 μπαίναμε στο Σαράγεβο, μια πρωτεύουσα με απίστευτες αντιθέσεις που σου τραβά το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή που τη βλέπεις. Κατεστραμμένα, παρατημένα σοβιετικού τύπου κτίρια έστεκαν δίπλα σε υπερσύγχρονα που στέγαζαν ξενοδοχεία και εταιρείες.
Σαν τουρίστας για πρώτη φορά στην πόλη, μου δημιούργησε μια αίσθηση καθαριότητας αλλά και οργάνωσης. Και παράλληλα με την ταχύτατη ανάπτυξη, το ταραγμένο παρελθόν ήταν εκεί. Εντυπωσιακή ήταν και η εικόνα των γύρω λόφων, που την περικύκλωναν. Βόλτα, μια μπίρα σε ένα γραφικό καφέ προς ένα ευρώ η μία και ξανά στον δρόμο.
Στο Μόσταρ, όπου θα διανυκτερεύαμε, φτάσαμε στις 22:30 το βράδυ. «Δεν έχουμε πολλούς έλληνες τουρίστες εδώ», ήταν μία από τις πρώτες κουβέντες που μας είπε η γυναίκα που είχε το διαμέρισμά μας. Το οποίο κόστιζε 80 ευρώ το βράδυ, φιλοξενούσε έως τέσσερα άτομα και ήταν αξιοπρεπέστατο. Μπάνιο γρήγορα -επιβαλλόταν άλλωστε- και πάμε για εξερεύνηση.
Ω ναι, μια μαγεία. Ποταμός Νερέτβα, παραπόταμος, πέτρινα γεφύρια και κτίσματα, μπαράκια με ζωντανή μουσική όπου οι πελάτες κάθονται στο πλακόστρωτο και χαλαρώνουν. Με το φως της μέρας, ακόμη μεγαλύτερη μαγεία… Μαγαζάκια, καφενέδες, μυρωδιές από λεβάντα και κεμπάπ και τουρίστες, πολλοί τουρίστες, κάθε εθνικότητας που βολτάρουν στα πανέμορφα πλακόστρωτα σοκάκια. Άλλοι τολμούν μια βουτιά στα παγωμένα νερά του ποταμού, ένας τρελός βουτά από την πανύψηλη γέφυρα.
Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα της τρίτης ημέρας του ταξιδιού περνούσαμε τα σύνορα Βοσνίας-Κροατίας. Ξανά εντυπωσιακά βουνά τριγύρω, αλλά μια ξεκάθαρα καλύτερη εθνική οδός. Στις 18:30 μπαίναμε στο Σπλιτ και μισή ώρα αργότερα είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Ένα υπερσύγχρονο διαμέρισμα με θέα στη θάλασσα (285 ευρώ για δύο βράδια), δέκα περίπου λεπτά με το αμάξι από το κέντρο. Και τριγύρω, επιβλητικά πανύψηλα κτίρια της εποχής της Γιουγκοσλαβίας που σου θύμιζαν την πρόσφατη ιστορία της περιοχής.
Οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος, καλοσυνάτοι και με μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα, θέλησαν να μας δείξουν τη δική τους κροατική φιλοξενία. Μας περίμεναν με ένα στρωμένο τραπέζι με τοπικά αλλαντικά και τυριά και κρασί και άφθονη διάθεση για συζήτηση. Αμέσως μετά, κι ενώ ο ήλιος έδυε, μια βουτιά στην παραλία κάτω από το σπίτι. Δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο, αλλά η πρώτη στη ζωή σου βουτιά στα νερά της Αδριατικής έχει από μόνη της το ενδιαφέρον της.
Όντας κουρασμένοι από το ταξίδι αποφασίσαμε να μείνουμε στην περιοχή και να μην πάμε το πρώτο εκείνο βράδυ στο κέντρο. Βρήκαμε λοιπόν ένα beach bar, όπου παραγγείλαμε δυο πίτσες, ήπιαμε από δύο κρασιά ο καθένας και τρία μπουκάλια νερό του ενός λίτρου. Μόνο για τα νερά πληρώσαμε το ποσό των 20 περίπου ευρώ, όπως συνειδητοποιήσαμε εκ των υστέρων! Και ήταν μόνο η αρχή, όσον αφορά την Κροατία.
Η δεύτερη ημέρα στο Σπλιτ περιλάμβανε μπάνιο σε μια παραλία έξω από την πόλη, που και πάλι δεν μας ικανοποίησε, έχοντας πάντα ως μέτρο σύγκρισης την Ελλάδα. Και το απόγευμα, κέντρο και το μεγαλοπρεπές παλάτι του Διοκλητιανού, ένας χώρος γεμάτος ιστορία, τουρίστες, μουσικούς του δρόμου και… ζωή. Επιτέλους, η Κροατία μας εντυπωσίαζε. Για τις τιμές εντός του παλατιού, ας μη μιλήσουμε καλύτερα… Ας πούμε απλώς ότι για τη δική μας τσέπη ήταν ιδιαιτέρως τσουχτερές.
Αναχώρηση την επόμενη ημέρα για το πολυσυζητημένο το τελευταίο διάστημα Ντουμπρόβνικ, λόγω και των γυρισμάτων της σειράς Game of Thrones που γίνονται στο φημισμένο κάστρο του. Φεύγοντας από το Σπλιτ και προχωρώντας πάντα παραθαλάσσια, εντοπίσαμε ορισμένες πανέμορφες παραλίες μακριά από τα αστικά κέντρα όπου επιλέξαμε να κάνουμε δύο ωριαίες περίπου στάσεις για τη βουτιά.
Πέρα από το πανέμορφο τοπίο, εκείνο που μας εντυπωσίασε περισσότερο σε αυτή τη διαδρομή ήταν το γεγονός ότι για να πάμε από τη μία κροατική πόλη στην άλλη έπρεπε να περάσουμε ξανά τα σύνορα της Βοσνίας, λόγω της ακτής περίπου 20 χιλιομέτρων της χώρας στην Αδριατική.
Το Ντουμπρόβνικ είναι χωρίς αμφιβολία ένα μέρος μαγικό. Το κάστρο του πανέμορφο, τα τείχη επιβλητικά, τα στενάκια γραφικά, γεμάτα εστιατόρια και μπαρ για όλα τα γούστα. Περπατήσαμε κάθε του γωνιά, μέσα στη ζέστη και το απόγευμα κάναμε τον γύρο της παλιάς πόλη, θαυμάζοντάς την από ψηλά, από τα τείχη του κάστρου.
Αν με ρωτούσε κάποιος, θα έλεγα πως σίγουρα αξίζει να πάει μια φορά στη ζωή του στο Ντουμπρόβνικ. Και στο καταπράσινο νησάκι Λόκρουμ, ένα τέταρτο απόσταση με το καραβάκι από το παλιό λιμάνι του Ντουμπρόβνικ, όπου πραγματικά ευχαριστηθήκαμε το μπάνιο μας. Και βγάλαμε και φωτογραφίες σαν χαζοτουρίστες, καθισμένοι στον Iron Throne, σαν βασιλιάδες από το Game of Thrones… με τα μαγιό μας.
Θα έλεγα όμως επίσης ότι η αίσθηση που μου έμεινε από όσους Κροάτες συναναστραφήκαμε, και ειδικότερα στο Ντουμπρόβνικ, είναι η έλλειψη ευγένειας. Δεν θυμάμαι να είδα άνθρωπο να χαμογελάει την ώρα που σε εξυπηρετούσε, ήταν λες και οι τουρίστες αποτελούσαν ένα βάρος για εκείνους. Και προσπαθούσαν να τους πάρουν χρήματα από παντού, χωρίς να καταβάλλουν την ελάχιστη προσπάθεια να το κάνουν έστω με ένα χαμόγελο.
Ήταν και εκείνο το περιστατικό βέβαια που έκατσε σαν το κερασάκι της τούρτας. Ήταν λοιπόν το δεύτερο βράδυ στο Ντουμπρόβνικ -παρεμπιπτόντως πληρώσαμε 390 ευρώ για τετράκλινο για τρία συνολικά βράδια- που είχαμε ήδη φάει και τριγυρίζαμε στα στενάκια του κάστρου ψάχνοντας ένα μπαρακι όπου θα θέλαμε να πιούμε ένα ποτό. Χαζεύοντας, μας έκανε εντύπωση ένα όμορφ εστιατόριο και είπαμε να κοιτάξουμε τον κατάλογό του, μήπως τρώγαμε εκεί την επόμενη ημέρα.
Μας πήρε είδηση ένας εργαζόμενος και άρχισε να μας προτρέπει να καθίσουμε. Του εξηγήσαμε ότι είχαμε ήδη φάει και ότι κοιτούσαμε μήπως πάμε την επομένη. «Αυτό το ακούω από όλους τους τουρίστες, αλλά ποτέ κανείς δεν εμφανίζεται ξανά», ήταν η απάντησή του. Τον ευχαριστήσαμε ευγενικά και τον αποχαιρετίσαμε στα ελληνικά με ένα «γεια σου». Το οποίο προφανώς κατάλαβε και συνέχισε: «Αν οι Έλληνες έλεγαν αλήθεια δεν θα ήταν χρεοκοπημένοι και δεν θα έπαιρναν λεφτά από τη Γερμανία». Wtf?
Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ από την αναπάντεχη επίθεση, η απάντηση που του δώσαμε ήταν: «Γι’ αυτό ήρθαμε στη χώρα σου, γιατί δεν έχουμε λεφτά. Αν είχαμε θα πηγαίναμε αλλού». Και εκείνος συνέχισε να επαναλαμβάνει τα ίδια, συνεπικουρούμενος από έναν άλλον εργαζόμενο στο μαγαζί. Έπεσε λοιπόν κατ’ επανάληψη από την παρέα μια διεθνώς αναγνωρίσιμη ελληνική προσβλητική λέξη και… φύγαμε!
Και δεν ήταν το μοναδικό άσχημο περιστατικό στην Κροατία. Αρκεί να αναφέρω ότι ένα βράδυ γνωρίσαμε τον Πέπε από το Μεξικό -εν συντομία… αρραβωνιασμένος στη χώρα του με μια Ελληνίδα με την οποία είχαν τσακωθεί και της στείλαμε ένα ηχητικό στα ελληνικά για να τον συγχωρήσει- ο οποίος ερχόμενος από Λονδίνο και Λισαβώνα, είχε επίσης σοκαριστεί από την αντιμετώπισή τους από τους Κροάτες.
Έχοντας μείνει ήδη τρία βράδια στο Ντουμπρόβνικ, ξεκινήσαμε το πρωί για Μαυροβούνιο, το φιορδ των Βαλκανίων. Θα μέναμε για δύο βράδια στο Κότορ, όπου είχαμε κλείσε ένα διαμέρισμα για το συνολικό ποσό των 170 ευρώ. Ένα εντυπωσιακά ομολογουμένως υπερσύγχρονο διαμέρισμα, το καλύτερο που είχαμε μείνει μέχρι εκείνη την ώρα τουλάχιστον.
Η διαδρομή μέσα στον κόλπο του Κότορ είχε κάτι το ιδιαίτερο με το μικρό κομμάτι θάλασσας που πλαισιωνόταν από τα ψηλά βουνά. Ήταν ένα τοπίο που δεν θυμάμαι να έχω ξαναδεί στη ζωή μου και μια εικόνα που σίγουρα θα μείνει μέσα μου. Όπως και η εικόνα της προχειρότητας και της άναρχης δόμησης που έκανε το εκπληκτικό φυσικό τοπίο να χάνει το κατιτίς του.
Δεν ξέρω αν ήταν η λάθος εποχή του χρόνου, αλλά δεν ξετρελάθηκα με το Μαυροβούνιο, όπως ξετρελάθηκα με τη Βοσνία. Υπήρχε διαρκώς μια μυρωδιά ενοχλητική, προφανώς λόγω του κλειστού κόλπου, και μια αίσθηση βρωμιάς. Πώς κολυμπούσαν οι άνθρωποι εκεί; Αλλά οι άνθρωποι, χαμογελαστοί και καλοσυνάτοι, κάτι που μας είχε λείψει, η αλήθεια είναι, μετά από πέντε μέρες στην Κροατία.
Σε αντίθεση λοιπόν με τους Κροάτες που γνωρίσαμε εμείς και θεωρούσαν ότι η χώρα τους και τίποτα άλλο στον κόσμο, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός σερβιτόρου που μας ρώτησε από πού είμαστε. «Και φύγατε από την Ελλάδα καλοκαίρι για να έρθετε στο Μαυροβούνιο;», ήταν η αυθόρμητη αντίδρασή του που μας έκανε όλους να γελάσουμε. Τη μία ημέρα στο Κότορ την αφιερώσαμε σε βόλτα με ταχύπλοο μέχρι έξω από τον κόλπο, τη φημισμένη μπλε σπηλιά, όπου κολυμπήσαμε, και τα μικρά νησάκια απέναντι από το Πέραστ, όπου καταλήξαμε το απόγευμα για βόλτα και φαγητό.
Ένατη ημέρα ταξιδιού και αναχωρήσαμε από το Κότορ για την Αλβανία. Στη διαδρομή, μια άλλη, εντελώς διαφορετική πτυχή του Μαυροβουνίου ανοίχτηκε μπροστά μας. Περνώντας από τη Μπούντβα μείναμε με το στόμα ανοιχτό από την εντυπωσιακή πόλη. Και λίγο πιο κάτω, το πανέμορφο Sveti Stefan, που ενώνεται με μια μικρή λωρίδα γης με τη χώρα. Ένα μισάωρο διάλειμμα για καφέ, φωτογραφίες εννοείται και ξανά στον δρόμο.
Η Αλβανία ήταν ο μοναδικός προορισμός όπου δεν είχαμε κλείσε εξ αρχής δωμάτιο, θέλοντας να είμαστε περισσότερο ανοιχτοί στις επιλογές μας. Μελετώντας τον χάρτη και ύστερα από διαβουλεύσεις, είπαμε να μοιράσουμε κάπως τη διαδρομή της επιστροφής στην Ελλάδα και να μείνουμε στον παραθαλάσσιο Αυλώνα, στο νότιο κομμάτι της χώρας.
Διασχίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της Αλβανίας, μέσα από το Δυρράχιο και τα εντυπωσιακά πανύψηλα νέα κτίριά του, φτάσαμε αργά το απόγευμα στον Αυλώνα, που η πρώτη εντύπωση που σου έδινε ήταν εκείνη μιας πόλης που αναπτυσσόταν γρήγορα με σύγχρονα, ψηλά κτίρια και μεγάλους δρόμους. Σουρούπωνε ήδη και δεν είχαμε πού να μείνουμε.
Ψάχνοντας, χαθήκαμε σε στενάκια και εκεί ένας άλλος κόσμος αποκαλύφθηκε. Πίσω από τις καινούργιες πολυκατοικίες και τους προσεγμένους δρόμους, σε απόσταση λίγων μέτρων, κρύβονταν μικρές γειτονιές, λες ξεχασμένες σε άλλη εποχή. Με χωματόδρομους ή δρόμους γεμάτους λακκούβες, τετράγωνα παλιά κτίρια απεριποίητα, κάγκελα στα παράθυρα και ένα μικρό κοριτσάκι με τα πόδια του να κρέμονται έξω. Μια αντίφαση που σου προκαλούσε θλίψη αλλά και εικόνες από το πώς πρέπει να ήταν παλιά.
Πιάσαμε τελικά το παραλιακό μέτωπο, το «Μαιάμι», όπως το λέγαμε λόγω των φοινικόδεντρων και των μεγάλων πεζόδρομων που είχαν φτιάξει, ψάχνοντας για ξενοδοχείο. Και πιάσαμε τζακ ποτ! Στο πρώτο που μας άρεσε και ρωτήσαμε για τιμή τετράκλινου (95 ευρώ), ξεφορτώσαμε τα πράγματά μας, βουτιά όπως ήμασταν στη θάλασσα απέναντι, ένα ντουσάκι και πισίνα για ένα χαλαρό ποτάκι. Αμέσως μετά φαγητό σε μια ταβέρνα, όπου λόγω των καλών τιμών το ρίξαμε στα θαλασσινά και στη ρακί. Και ύστερα βόλτα στην πόλη και ένα τελευταίο ποτάκι.
Ημέρα 10η και ώρα της επιστροφής. Μέσα από βουνά και πλάι σε ποτάμια, φτάσαμε το μεσημεράκι στα ελληνικά σύνορα και έπειτα από μία ώρα περίπου, μέσα από μια εκπληκτική καταπράσινη διαδρομή, βρισκόμασταν στα Ιωάννινα, όπου κάναμε μια στάση για φαγητό δίπλα στη λίμνη. Ξανά στο αμάξι και μέσω Πάτρας φτάσαμε βραδάκι ξανά εκεί όπου είχαμε ξεκινήσει 10 ημέρες πριν.
Είχαμε διανύσει συνολικά 3.100 χιλιόμετρα σε βασικές διαδρομές, ήμασταν κατάκοποι, είχαμε ξοδέψει περίπου 850 ευρώ έκαστος και λαχταρούσαμε ένα μπάνιο στις ελληνικές θάλασσες. Δεν θα αλλάζαμε όμως με τίποτα την επιλογή μας και τις αμέτρητες εικόνες και εμπειρίες που είχαμε κερδίσει στο υπέροχο ταξίδι μας.