Ο καύσωνας που σαρώνει αυτές τις μέρες την Ελλάδα φέρνει μνήμες από την φονική επέλαση θερμών αέριων μαζών το καλοκαίρι του 1987. Τότε που επίσημα ο καύσωνας άφησε πίσω του 1.300 νεκρούς, όμως διαφορετικές έγκυρες αναφορές ανεβάζουν αυτόν τον αριθμό σε 4.000.
Οι μεγαλύτεροι θυμούνται την Αθήνα να βράζει και ολόκληρη την Ελλάδα να μετράει νεκρούς, καρφωμένη στα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ, στο ραδιόφωνο και στις εφημερίδες.
Το βαρύτερο φόρο το 1987 τον πλήρωσε η Αττική με περισσότερους από 1.000 νεκρούς. Πίσω από τον θλιβερό εκείνο απολογισμό κρυβόταν ένα μεγάλο μυστικό. Τα περισσότερα θύματα δεν έχασαν τη ζωή τους από την αφόρητη ζέστη στους δρόμους.
Τα τσιμεντένια διαμερίσματα της πόλης μετατράπηκαν σε φούρνους, σε πυρακτωμένους «κλωβούς» όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή εκατοντάδες ηλικιωμένοι.
Τα κλιματιστικά δεν είχαν ακόμη πάρει τη θέση τους στην καθημερινή ζωή.
Την τραγική εικόνα συμπλήρωνε η κατάσταση που δημιουργήθηκε στα νεκροταφεία, όπου παρέμεναν άταφοι εκατοντάδες νεκροί σε θερμοκρασίες 45 βαθμών Κελσίου.
Η ανταπόκριση από του New York Times της εποχής είναι χαρακτηριστική: «Τα νοσοκομεία έστειλαν παραγγελίες για πάγο από την ψαραγορά για να ψύξουν τα σώματα. Το καλοκαίρι της Αθήνας συνδέθηκε με το τρομακτικό και το μακάβριο».
Με αποκαλυπτική διάθεση η «Ελευθεροτυπία» έγραφε: «Είναι η μοίρα μας να πεθάνουμε όταν υπάρχει ένα κύμα καύσωνα, να πνιγόμαστε όταν βρέχει, να παραλύουμε όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο».
Ο καύσωνας κράτησε σχεδόν όλο το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου φθάνοντας στη μεγαλύτερη έντασή του στους 44 βαθμούς Κελσίου.
Η «επέλαση» ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου και είχε διάρκεια ως τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου.
Ήδη από τις 18 και 19 Ιουλίου, η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει απειλητικά στους 38-39°C. Στις 20 Ιουλίου, η θερμοκρασία έφτασε στους 40°C και ως τα ξημερώματα της 28ης Ιουλίου, οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από 40°Cμε μέση τιμή τους 43°C. Οι ελάχιστες θερμοκρασίες κυμαίνονταν από 29°C – 32°C με μέση τιμή τους 31°C. Έτσι, σε συνδυασμό με την πλήρη άπνοια και την έντονη υγρασία, η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από τραγική και αφόρητη.
Τα διαμερίσματα-κλουβιά μετατράπηκαν σε φούρνους, όπου έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες, ηλικιωμένοι κυρίως, άνθρωποι. Οι νεκροί σύντομα ξεπέρασαν τους 1.000… Καθώς πολλές οικογένειες είχαν ήδη ξεκινήσει τις διακοπές τους, συνέβαινε το εξής απίστευτο. Τα δελτία ειδήσεων καλούσαν ονομαστικά εκατοντάδες οικογένειες που βρίσκονταν σε διακοπές, να επικοινωνήσουν με την Αστυνομία για «σοβαρή οικογενειακή τους υπόθεση».
Αφορούσε κάποιον δικό τους, άνθρωπο που είχαν αφήσει πίσω και δεν άντεξε τον καύσωνα. Τα νεκροτομεία ήταν γεμάτα και «άνοιξαν» για το κοινό και εκείνα του Στρατού.
Μέσα σε όλη την τραγική αυτή κατάσταση, ήρθε και το αθάνατο ελληνικό δαιμόνιο για να εκμεταλλευτεί την κατάσταση.
Όπως γράφει στο μπλογκ του, ο γνωστός μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος που εκείνη την περίοδο ήταν στην ΕΡΤ: «Στην οδό Πανεπιστημίου, συμπατριώτες μας πουλούσαν στους ταλαίπωρους διαβάτες νερό σε πλαστικά ποτήρια, σε απίστευτα υψηλές τιμές». Τότε δεν υπήρχαν τότε τα μπουκαλάκια εμφιαλωμένου νερού.
Ο καύσωνας, αφρικανικής προέλευσης, έφυγε, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες νεκρούς.
Ο Δ. Ζιακόπουλος στο βιβλίο του «Καιρός: Ο Γιος της Γης και του Ήλιου», τόμος ΙΙ «η πρόγνωση», αναφέρει ότι οι νεκροί, συνολικά, έφτασαν τους 4.000.
«Τον Ιούλιο του 1987, ο φονικότερος στην ιστορία της χώρας καύσωνας σκότωσε περίπου 4.000 ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι και έμεναν στα δυτικά προάστια της Αθήνας», γράφει ο κ. Ζιακόπουλος.
Όπως σημειώνει στο blog του: «Νέος τότε μετεωρολόγος στην ΕΜΥ θυμάμαι την εντύπωση που μου είχαν κάνει οι υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες που κυμαίνονταν από 29 έως 32 βαθμούς (μέση τιμή 31 βαθμοί). Για πόσο διάστημα μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος που ανήκει στις ευπαθείς ομάδες, όταν επί οκτώ ημέρες οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν αυτές που αναφέρθηκαν και οι μέγιστες θερμοκρασίες ήταν σταθερά πάνω από τους 40 βαθμούς (μέση τιμή 43 βαθμοί);
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι ελάχιστες θερμοκρασίες ήταν θερμοκρασίες κλωβού και όχι των διαμερισμάτων που επί οκτώ μερόνυχτα ήταν συνεχώς “πυρακτωμένα”. Ο μεγάλης διάρκειας καύσωνας του 1987 βρήκε την Αθήνα ανοχύρωτη. Κλιματιστικά δεν υπήρχαν ούτε στους θαλάμους των νοσοκομείων. Οι ανεμιστήρες, που σε αρκετά διαμερίσματα έλειπαν και αυτοί, βοηθούσαν κάπως την κατάσταση, αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα. Πέρα από αυτό, ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμού αγνοούσε τα βασικά μέτρα προφύλαξης από τις υψηλές θερμοκρασίες. Από εκείνες τις εφιαλτικές μέρες θυμάμαι την απόγνωση που είχε καταλάβει μεγάλο μέρος του κόσμου. Κάθε μέρα οι άνθρωποι περίμεναν να ακούσουν καλά νέα από τις προγνώσεις μας, αλλά αυτά πήγαιναν όλο και πιο πίσω. Τότε κατάλαβα το πόσο άχαρα μπορεί να νοιώσει ένας παρουσιαστής δελτίου καιρού που σε τέτοιες δραματικές καταστάσεις δεν έχει να πει κάτι αισιόδοξο.
Στις νυχτερινές ειδήσεις της τελευταίας μέρας του καύσωνα (27η Ιουλίου), όταν πια η αλλαγή του καιρού είχε ανακοινωθεί αλλά η πόλη εξακολουθούσε να βράζει, με ρώτησε ο έγκριτος δημοσιογράφος της ΕΡΤ Κώστας Χούντας: “Πότε θα έλθει ο βοριάς κ. Ζιακόπουλε;” Ήταν η ερώτηση που ήθελαν να κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι, για τους οποίους και οι ώρες είχαν μεγάλη σημασία. Όμως, η ακριβής πρόβλεψη της αλλαγής των ανέμων δεν είναι εύκολη δουλειά για τους μετεωρολόγους ακόμα και σήμερα. Σκέφτηκα, λοιπόν, για μια στιγμή να αρχίσω να λέω ότι για τη μετεωρολογία είναι δύσκολες οι προγνώσεις με ακρίβεια ώρας κ.λπ., αλλά προτίμησα να πω απλά: “Στη διάρκεια της νύχτας”. Τελικά οι βοριάδες ήλθαν στην Αττική γύρω στις 2 η ώρα και το πρωί της 28ης Ιουλίου πήραμε όλοι ανάσα».