«Αυτή είναι μια ιστορία που έχει πραγματικό κακό μέσα της. Κακό που δεν έχω καλύψει δημοσιογραφικά ή συναντήσει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Ο κακός σε αυτή την ιστορία, ή ένας από τους κακούς, και οι άνθρωποι που είναι συνένοχοι, είναι οι πιο κακοί που έχω γνωρίσει ποτέ». Τα λόγια αυτά χρησιμοποιεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας David Grann για την τραγική υπόθεση που απασχόλησε το νέο του βιβλίο με τίτλο «Killers of the Flower Moon: The Osage Murders and the Birth of the FBI», το οποίο προέκυψε έπειτα από έρευνες πέντε ετών. Έρευνες σε μια απόμερη γωνιά της Οκλαχόμα των ΗΠΑ, που ονομάζεται Gray Horse. Στο τέρμα ενός δρόμου που κανείς δεν θα ακολουθούσε εκτός κι αν γνώριζε, υπάρχει ένα μικρό νεκροταφείο. Με την πρώτη ματιά, δεν φαντάζει κάτι το ιδιαίτερο. Εκτός κι αν κοιτάξει στις ημερομηνίες πάνω στα μνήματα. Το έτος 1923 πρέπει να ήταν μια ιδιαίτερα κακή χρονιά. Και όπως φαίνεται, ελάχιστοι πέθαναν από γηρατειά.
Ένα άγονο και βραχώδες κομμάτι γης που έκρυβε απίστευτο πλούτο
Η γη της ινδιάνικης φυλής Osage ήταν ένα απομονωμένο μέρος στην Οκλαχόμα και, όπως οι περισσότερες περιοχές όπου κατέληξαν οι ιθαγενείς των ΗΠΑ, δεν αποτελούσε αυτό που θα αποκαλούσε κανείς «φιλέτο». Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όμως, συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε: βρέθηκε πετρέλαιο! «Οι περισσότεροι λευκοί θεωρούσαν το έδαφος βραχώδες και άγονο», δηλώνει ο Grann στο αμερικανικό δίκτυο CBS, γεγονός που έκανε τη φυλή Osage να πιστέψει ότι θα έβρισκε την ησυχία της σε ένα κομμάτι γης που κανείς άλλος δεν ήθελε. Διωγμένη από τη γη της στο Κάνσας, η φυλή είχε καταλήξει σε αυτό το απομονωμένο τμήμα των ΗΠΑ, ελπίζοντας να κατασταλάξει και να ξαναχτίσει τη ζωή της. Μέχρι που διαπιστώθηκε πως κάτω από το έδαφος βρισκόταν ένα από τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στις ΗΠΑ. Σχεδόν σε μία νύχτα, οι φτωχοί Osage, στους οποίους ανήκαν τα μεταλλευτικά δικαιώματα της γης, έγιναν απίστευτα πλούσιοι. Μάλιστα, έχουν χαρακτηριστεί ως οι «Κουβετιανοί της δεκαετίας του 1920». Πόσο πλούσιοι ήταν ακριβώς; «Αντλούσαν εκατομμύρια», σημειώνει ο Grann. «Μέχρι το 1923, οι Osage έλαβαν όλοι μαζί περισσότερα από 30 εκατομμύρια δολάρια, κάτι που σήμερα μεταφράζεται σε περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια. Και όλα αυτά μοιράστηκαν σε μια ομάδα περίπου 2.000 ανθρώπων». Τα μέλη της φυλής έχτισαν επαύλεις, προσέλαβαν λευκούς υπηρέτες και αγόρασαν τα καλύτερα αυτοκίνητα. Μικρές πόλεις τους αναπτύχθηκαν απότομα και στους δρόμους τους κυκλοφορούσαν ακριβά οχήματα και οι μεγαλύτεροι βαρόνοι πετρελαίου της εποχής. Η πόλη Pawhuska ήταν γνωστή ως μια από τις πιο αναπτυσσόμενες, διότι «υπήρχε τόσο πολύ χρήμα εκεί». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν άφησε όμως τη φυλή να ελέγξει όλο αυτό το χρήμα. Σε κάθε ένα από τα μέλη της ανατέθηκε και ένας λευκός φύλακας, με το επιχείρημα της προστασίας από το ενδεχόμενο κακοδιαχείρισης του νέου αυτού πλούτου. Ήταν ο νόμος όμως που τελικά εισήγαγε την κατάχρηση. «Υπήρχαν εμπόδια, υπήρξε εξαπάτηση και σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε ξεκάθαρη κλοπή, όπου το έσκαγαν με εκατομμύρια δολάρια των Osage και οι τελευταίοι δεν έβλεπαν ποτέ ξανά αυτά τα χρήματα», σύμφωνα με τον Grann. Οι χειρότεροι των χειρότερων όμως συνωμότησαν να προχωρήσουν σε κάτι που ξεπερνούσε κατά πολύ την κλοπή, όπως διαπίστωσε ο συγγραφέας όταν ανακάλυψε ένα βιβλίο. «Άνοιξα το βιβλίο και είχε τα ονόματα των φυλάκων και κάτω από αυτά τα ονόματα των μελών των Osage. Και δίπλα σε πολλά από αυτά τα ονόματα τη λέξη “νεκρός”». Ένα ένα, όπως διαπίστωσε, τα μέλη της φυλής δολοφονούνταν. Μεταξύ του 1921 και του 1925, ο επίσημος αριθμός κάνει λόγο για 27 νεκρούς. «Πυροβολισμοί, δηλητηριάσεις, ένας άνθρωπος πετάχτηκε από ένα τρένο εν κινήσει, ένας βομβαρδισμός… Ο τρόμος ήταν τεράστιος, διότι κανείς δεν ήξερε ποιος θα ήταν ο επόμενος. Και παράλληλα, κανείς δεν έκανε τίποτα για να το σταματήσει».
Η τραγική περίπτωση της οικογένειας Burkhart
Λίγες οικογένειες υπέφεραν όσο εκείνη της Mollie Burkhart. Είχε παντρευτεί έναν νεαρό Τεξανό, τον Ernest Burkhart, ο οποίος ήταν ο ανιψιός του πιο ισχυρού ανθρώπου στην κομητεία, του William K. Hale. Ο Hale δεν δικαιούνταν πρόσβαση στα χρήματα των Osage, σε αντίθεση με τον ανιψιό του, που ήταν σύζυγος της Mollie. Το ζευγάρι ήταν λίγο καιρό παντρεμένο όταν η μεγαλύτερη αδερφή της Mollie βρέθηκε δολοφονημένη σε ένα ρέμα. Την τελευταία φορά που την είχαν δει ήταν με δύο λευκούς άντρες. «Ένας από τους δολοφόνους την κρατούσε και ο άλλος την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της», σύμφωνα με τον Grann. Δύο μήνες αργότερα, η μητέρα της Mollie πέθανε, με τις υποψίες να κάνουν λόγο για δηλητηρίαση. Δύο χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό, πέθανε και η αδερφή της η Rita, όταν το σπίτι της εξερράγη από μια αυτοσχέδια βόμβα. Τα δικαιώματα της οικογένειας από το πετρέλαιο κατέληξαν στα χέρια των μοναδικών μελών της που παρέμεναν ζωντανά, της Mollie δηλαδή και του συζύγου της Ernest. «Είναι απλώς θλιβερό. Ολόκληρη η οικογένεια ξεκληρίστηκε. Για τίποτα άλλο πέρα από την απληστία κάποιου», δήλωσε η εγγονή της Mollie, Margie. Και επειδή τουλάχιστον ένας από τους φόνους έλαβε χώρα σε ομοσπονδιακό έδαφος, το FBI ανέλαβε την υπόθεση. Ήταν η πρώτη της υπηρεσίας και ο νεαρός J. Edgar Hoover ήθελε να λυθεί. Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες άρχισαν να εστιάζουν στον σύζυγο της Mollie. Ο Ernest συνελήφθη και όλα άρχισαν να ξετυλίγονται στο δικαστήριο. Ο Ernest ομολόγησε ότι ο ίδιος του ο αδερφός είχε δολοφονήσει την αδερφή της Mollie, Anna, και ότι ο θείος της William K. Hale το είχε διατάξει, μαζί με τη δολοφονία της αδερφής της Rita. Και το σχέδιο προέβλεπε ότι ο Ernest θα ολοκλήρωνε τη δουλειά, σκοτώνοντας τη σύζυγό του και εξασφαλίζοντας όλα τα δικαιώματα από το πετρέλαιο. «Όταν η Mollie συνειδητοποίησε ότι ο σύζυγός της – ο άνθρωπος που την είχε βοηθήσει στην αναζήτηση των υπευθύνων- ήταν στην πραγματικότητα ο δολοφόνος, δεν μπόρεσε να τον ξανακοιτάξει», λέει ο Grann. Η τραγική αυτή όμως ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Ο Grann πιστεύει ότι υπήρχαν πολλοί περισσότεροι φόνοι από αυτούς που ερεύνησε το FBI. «Όταν άρχισα να ψάχνω την ιστορία, νόμιζα πως ήταν ένα παραδοσιακό μυστήριο. Στο τέλος συνειδητοποίησα ότι ήταν μια υπόθεση “ποιος δεν το έκανε”, εννοώντας ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν εμπλακεί». Ολόκληρη η πόλη, το τμήμα των λευκών της πόλης, «ήταν συνένοχη», υποστηρίζει. Ο «πυρετός» του πετρελαίου σταδιακά υποχώρησε, οι επαύλεις των Osage εγκαταλείφθηκαν, ακόμη και το σχολείο αποτελεί σήμερα ένα ξεχασμένο μέρος. Τα ίδια τα μέλη της φυλής όμως δεν ξέχασαν ποτέ, ακόμη κι αν η Ιστορία τους ξέχασε. «Υπάρχουν ακόμη δολοφόνοι που παραμένουν άγνωστοι», λέει ο Grann και συνεχίζει: «Συνωμότες τα ονόματα των οποίων δεν έχουν ταυτοποιηθεί και, έτσι, ορισμένα από τα μυστικά, δυστυχώς, θα παραμείνουν πιθανότατα χαμένα στην Ιστορία». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend