Στη ζωή δεν είναι πάντα όλα όπως φαίνονται. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από μία ιστορία. Ακόμα κι αν αυτή η ιστορία αφορά το πιο γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Όσο γλυκό και ωραίο κι αν ακούγεται. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του τραγουδιού που ελάχιστα είναι τα παιδιά που δεν το γνωρίζουν. Ελάχιστα είναι τα νηπιαγωγεία που δεν το μαθαίνουν στα μικρά παιδάκια. Η πραγματική ιστορία πίσω από το τραγούδι προκαλεί ανατριχίλα. Μπορεί το «να δούμε ποιος θα φαγωθεί» να προκαλεί γέλιο και πειράγματα μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, ωστόσο, για όσους γνωρίζουν τι πραγματικά έχει συμβεί μόνο αστείο δεν είναι.
Το τραγουδάκι αυτό, λοιπόν, είναι η μελοποιημένη εξιστόρηση μιας μακάβριας ιστορίας, ενός ναυαγίου και του κανιβαλισμού των επιζώντων του.
«Ήταν ένα μικρό καράβι, που ήταν αταξίδευτο»
Η γαλλική φρεγάτα Medusa, στις 17 Ιουνίου 1816 σαλπάρει από το Ροσφόρ στο Σαράντ Μαριτίμ της Γαλλίας με τελικό προορισμό το λιμάνι Πόρ Λουί της Σενεγάλης. Μαζί με τη Medusa ξεκινάνε για να κάνουν το ίδιο ταξίδι τρία ακόμα πλοία. Το Argus, το ανεφοδιαστικό Loire και η κορβέτα Echo. Στη Μέδουσα επέβαιναν 400 άτομα επιβάτες και 160 άτομα πλήρωμα. Ανάμεσα στους επιβάτες και ο νέος κυβερνήτης της Σενεγάλης Ζυλιέν-Ντεζιρέ Σμαλτζ με την σύζυγό του. Κυβερνήτης του πλοίου, ανέλαβε ο… θαλασσόλυκος, Υγκ Ντυρουά ντε Σωμερύ, που όμως είχε να βγει στην ανοιχτή θάλασσα περισσότερα από 20 χρόνια. Ήταν φίλος του βασιλιά της Γαλλίας και αυτό ήταν το «εισιτήριο» του, ώστε να πάει στο τιμόνι του πλοίου. Ο καπετάνιος ήθελε να εντυπωσιάσει τον βασιλιά αλλά και τους επιβάτες του πλοίου και έτσι όταν η νηοπομπή ξεκίνησε, αγνόησε τους καπετάνιους των τριών άλλων πλοίων και χάραξε τη δική του πορεία, έχοντας μεγαλύτερη ταχύτητα από τους υπόλοιπους. Επειδή, όμως, όπως είπαμε νωρίτερα, είχε πολλά χρόνια να ταξιδέψει σε ανοιχτή θάλασσα, ζήτησε τη γνώμη ενός απλού επιβάτη ο οποίος του παρουσιάστηκε ως… μέγας γνώστης!
«Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι, μέσα εις τη Μεσόγειο»
Οι άτυχες και επιπόλαιες επιλογές του καπετάνιου άρχισαν να έχουν τις επιπτώσεις τους μερικές ημέρες αργότερα. Στις 2 Ιουλίου η Μέδουσα βρισκόταν κατά 100 ναυτικά μίλια εκτός πορείας! Είχε προσεγγίσει επικίνδυνα τις ακτές της σημερινής Μαυριτανίας όπου τελικά (μετά από έναν αδέξιο χειρισμό) προσάραξε σε μια μεγάλη ξέρα. Το πλήρωμα έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να απομακρύνει το πλοίο προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι του. Ότι και να έκαναν οι ναυτικοί, ωστόσο, το καράβι δεν «ξεκόλλησε». Έτσι αποφασίστηκε να τεθεί σε εφαρμογή το plan b. Ο καπετάνιος έδωσε εντολή να εγκαταλειφθεί το πλοίο και όλοι να επιβιβαστούν στις σωσίβιες λέμβους. Το θέμα, ωστόσο, ήταν πως οι επιβάτες ήταν περισσότεροι απ’ όσους θα μπορούσαν να χωρέσουν οι λέμβοι. Μοναδική λύση ήταν οι τεχνικοί να φτιάξουν μια τεράστια σχεδία προκειμένου να χωρέσουν σε αυτή οι περίπου 150 άνθρωποι που… περίσσευαν! Η «σχεδία της Μέδουσας», όπως ονομάστηκε, ήταν μια πρόχειρη κατασκευή η οποία αρχικά ήταν δεμένη με σχοινιά με τις σωσίβιες λέμβους. Στην πορεία, ωστόσο, τα σχοινιά κόπηκαν και η σχεδία άρχισε να πλέει μόνη της. Εκ των υστέρων αναφέρθηκε ότι τα σκοινιά τα είχε κόψει ο ίδιος ο κυβερνήτης του πλοίου ο οποίος ήταν σε μια από τις βάρκες, αλλά αυτό δεν αποδείχτηκε ποτέ…
«Και τότε ρίξανε τον κλήρο να δούνε ποιος θα φαγωθεί»
Με αυτά και με αυτά η Μέδουσα έμεινε κολλημένη στην ξέρα και η σχεδία της ακυβέρνητη και έρμαιο τον καιρικών συνθηκών. Σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων η σχεδία έπλεε μέσα σε σφοδρές καταιγίδες, ισχυρούς ανέμους και τεράστια κύματα επί 13 ολόκληρες ημέρες! Οι συνθήκες επιβίωσης άθλιες και όταν «σωθήκαν όλες οι τροφές» άρχισαν οι εντάσεις ανάμεσα στους επιβαίνοντες. Μέσα σε αυτό κλίμα την τρίτη ημέρα της «Οδύσσειας» οι κατώτατοι αξιωματικοί του πλοίου που επέβαιναν στη σχεδία, εκτέλεσαν κάποιους από τους απλούς επιβάτες οι οποίοι διαμαρτύρονταν. Οι φόνοι, ωστόσο, δεν άλλαξαν την μοίρα της σχεδίας η οποία συνέχισε να πλέει ανεξέλεγκτα. Παράλληλα, πολλοί από τους επιβάτες, δεν άντεξαν και πέθαναν από την πείνα, τη δίψα και τις κακουχίες. Όσοι κατάφεραν και κρατήθηκαν στη ζωή ήρθαν αντιμέτωποι με ένα φρικτό δίλλημα: Ή θα πέθαναν και αυτοί, ή θα έτρωγαν τα πτώματα. Κάποιοι προτίμησαν να πεθάνουν. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, άφηναν τα άψυχα σώματα να ξεραίνονται στον ήλιο και στη συνέχεια τα έτρωγαν προκειμένου να καταφέρουν, έστω και με αυτόν τον μακάβριο τρόπο, να κρατηθούν στη ζωή. Τελικά, το μαρτύριο τους έλαβε τέλος όταν εντοπίστηκαν από το πλοίο Argus. Όταν τους βρήκε περισυνέλλεξε ζωντανούς μόνο 15 επιβάτες, από τους οποίους τελικά έζησαν οι 10.
Το φρικτό ναυάγιο που έγινε πηγή έμπνευσης
Τα όσα συνέβησαν αυτές τις 13 φρικτές ημέρες πάνω στη «σχεδία της Μέδουσας», όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό, έγιναν γνωστά (η αλήθεια είναι πως κάποιες φορές… παραφουσκωμένα) στη γαλλική κοινωνία και προκάλεσαν την αποστροφή της. Η νέα «κυβέρνηση» του Λουδοβίκου του ΧVIII (ο Ναπολέων είχε ηττηθεί ένα χρόνο πριν στο Βατερλώ) δέχτηκε σκληρή κριτική και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα τόσο για το ποιος θα μπορούσε να γίνει καπετάνιος σε ένα πλοίο, όσο και σε ότι αφορά την ασφάλεια του πλοίου και κυρίως τις σωσίβιες λέμβους. Το φρικτό ναυάγιο, ωστόσο, έγινε πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες. Εκτός από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι, δημιουργήθηκαν πίνακες ζωγραφικής αλλά και βιβλία που στήριζαν την υπόθεσή τους στο συγκεκριμένο ναυάγιο! Ο πλέον φημισμένος από τους πίνακες, είναι αυτός του σπουδαίου ζωγράφου Τεοντόρ Ζερικό ο οποίος ονόμασε το έργο του «Σχεδία της Μέδουσας». Ο Ζερικό μελέτησε σε βάθος την υπόθεση του ναυαγίου. Για να έχει ολοκληρωμένη και κυρίως προσωπική άποψη για τα όσα συνέβησαν πάνω στη σχεδία, επισκέφθηκε κάποιους από τους επιζώντες στο νοσοκομείο, ενώ δεν δίστασε να δει από κοντά κάποια από τα πτώματα στο νεκροτομείο. Ένας από τους ανθρώπους που συνάντησε ήταν ο διασωθέντας μαραγκός του πλοίου, ο οποίος του ζωγράφισε ένα πιστό αντίγραφο της σχεδίας! Ο Ζερικό αφού συγκέντρωσε όσα στοιχεία ήθελε, κλείστηκε για οκτώ ολόκληρους μήνες στο εργαστήριό του για να ολοκληρώσει τον πίνακα που έχει διαστάσεις 4,19 Χ 7,16! Ο Ζερικό πέθανε 5 χρόνια μετά και μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να πουλήσει τον εκπληκτικό πίνακά του ο οποίος κάποια στιγμή πέρασε στα χέρια ιδιωτών. Αργότερα τον πίνακα αγόρασε η γαλλική κυβέρνηση και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο διάσημα εκθέματα του Λούβρου, στην αίθουσα 61 της πτέρυγας Sully. Παράλληλα, η ιστορία της Μέδουσας έγινε έμπνευση για να γραφτούν βιβλία, όπως το «Οι περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ» του Έντγκαρ Άλαν Πόε, που λαμβάνει χώρα πάνω στο φαλαινοθηρικό πλοίο «Γράμπος» ή στο μυθιστόρημα «Η σφίγγα των πάγων» του Ιουλίου Βερν, το οποίο γράφτηκε ως συνέχεια του βιβλίου του Πόε. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend