Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Θάνος Πλεύρης υποβλήθηκε σε μία ισχυρή δοκιμασία. Έφτασε πολύ κοντά στο θάνατο και επέστρεψε, αναθεωρώντας βασικές πτυχές και αξίες της καθημερινής του ζωής. Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη Φωτογραφίες-Βίντεο: Γιάννης Κέμμος Πέρασε από τρία διαφορετικά νοσοκομεία, αρχής γενομένης από μία επέμβαση ρουτίνας για την αφαίρεση κιρσών. Στη διάρκεια της νοσηλείας του στο δεύτερο κατά σειρά νοσοκομείο, προσβλήθηκε από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, η οποία του προκάλεσε σηπτικό σοκ. Η αναφορά του προέδρου της Ελληνικής Εταιρείας Διαχείρισης Κρίσεων στην Υγεία, Παναγιώτη Ευσταθίου, σε ομιλία του είναι ενδεικτική: «Τον κύριο Πλεύρη τον χάσαμε. Απλούστατα ήταν τυχερός και τον βοήθησε ο Θεός και το ισχυρό αμυντικό σύστημα του οργανισμού του, να επιζήσει μίας ενδονοσοκομειακής λοίμωξης». Ο Θάνος Πλεύρης, μίλησε στο newsbeast.gr, λέγοντας πως το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνες τις ημέρες, ήταν να μπορέσει να δει τα παιδιά του. «Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν μήπως πεθάνω, χωρίς να δω τα παιδιά μου». Παραδέχεται ότι αρκετές φορές υπήρξε περισσότερο αιχμηρός απ’ όσο θα έπρεπε, αδικώντας τον ίδιο αλλά και τις απόψεις του και αναθεωρεί τη στάση του, παραμένοντας ωστόσο σταθερός στις θέσεις του. – Κύριε Πλεύρη θα ήθελα να μου περιγράψετε πώς ξεκίνησε η περιπέτειά σας. «Έκανα αρχικά μία επέμβαση με λέιζερ για αφαίρεση κιρσών σε ιδιωτική κλινική. Μετά από 18 ημέρες έπρεπε να γίνει επανεξέταση, την οποία έκανα στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Η αρχική επέμβαση είχε πάει καλά. Ωστόσο έπρεπε να γίνει παρακέντηση σε κάποιους μικρότερους κιρσούς, οι οποίοι δεν είχαν αφαιρεθεί γι’ αυτό και έγινε εισαγωγή στο δημόσιο νοσοκομείο. Αφού έγινε η δεύτερη επέμβαση στο Λαϊκό, την επόμενη ημέρα άρχισα να ανεβάζω πυρετό και μετέφερα τα συμπτώματα στους γιατρούς. Ωστόσο όπως φάνηκε υποτιμήθηκε η κατάστασή μου με αποτέλεσμα να μείνω εκτεθειμένος αντιβιοτικά. Την Κυριακή έπαθα σηπτικό σοκ και μεταφέρθηκα στο Ιατρικό Κέντρο. Το σηπτικό σοκ σήμαινε ότι είχα 220 σφίξεις, 41 βαθμούς πυρετό και 7,5 μεγάλη πίεση. Επειδή οι γιατροί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κατάστασή μου με συντηρητική αγωγή, έπρεπε να με διασωληνώσουν. Την επόμενη μέρα έγινε το χειρουργείο στο πόδι, το οποίο έπρεπε να καθαριστεί. Αυτές ήταν πιο κρίσιμες ημέρες. Επί της ουσίας θα φαινόταν μετά την επέμβαση, εάν ανταποκρίνεται ο οργανισμός μου ή όχι». – Καταλάβατε αμέσως ότι κάτι δεν πάει καλά μετά τη δεύτερη επέμβαση, της οποίας επακολούθησε η σηψαιμία; «Έπαθα το σηπτικό σοκ την Κυριακή το πρωί, ενώ βρισκόμουν στο σπίτι μου. Κατάλαβα τότε ότι πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό. Αισθανόμουν ότι χάνομαι, πεθαίνω. Αφού με μετέφεραν στο νοσοκομείο ανακουφίστηκα λίγο, δεδομένου ότι βρισκόμουν πλέον σε ελεγχόμενο χώρο. Ωστόσο όταν μου ανακοίνωσε ο ξάδελφός μου -είναι γιατρός στο νοσοκομείο- ότι έπρεπε να με διασωληνώσουν, κατάλαβα ότι τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Όταν ξύπνησα συνειδητοποίησα τι συνέβαινε. Οι δυο φορές που φοβήθηκα περισσότερο ήταν όταν έπαθα το σηπτικό σοκ και όταν μου ανακοίνωσαν οι γιατροί ότι θα με διασωληνώσουν. Είχα πλήρη επίγνωση της κατάστασής μου. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι έπαιζα με πιθανότητες επιβίωσης σε ποσοστό μόλις 20%». – Πώς νιώσατε βλέποντας τα παιδιά σας μετά από αρκετές ημέρες; Σχεδόν ένα μήνα αργότερα αν δεν κάνω λάθος… «Στη διάρκεια των γεγονότων μεσολάβησαν τα γενέθλια της κόρης μου. Ήταν σχεδόν στο τέλος της νοσηλείας μου. Ήθελα να βρίσκομαι εκτός νοσοκομείου, αλλά δεν τα κατάφερα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, ενώ βρισκόμουν στο νοσοκομείο, ήταν μήπως πεθάνω χωρίς να δω τα παιδιά μου. Όταν τα αντίκρισα ξανά, ένιωσα μεγάλη ανακούφιση. Και απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς το Θεό και τους γιατρούς» – Η γυναίκα σας ήταν εκείνη, η οποία κλήθηκε να λάβει κρίσιμες αποφάσεις; «Όταν έπαθα το σηπτικό σοκ, έπρεπε να υποβληθώ άμεσα σε επέμβαση. Ήταν ένα χειρουργείο πάρα πολύ δύσκολο. Μάλιστα οι απόψεις διίσταντο για το εάν θα έπρεπε να ακολουθήσω τη συντηρητική θεραπεία ή όχι. Οι γιατροί έκριναν ότι έπρεπε να μπω στο χειρουργείο. Τη δύσκολη απόφαση την έλαβε η γυναίκα μου. Το δυσκολότερο όμως για εκείνη ήταν όταν γύριζε στο σπίτι και έπρεπε να προσποιείται στα παιδιά ότι δεν συμβαίνει τίποτα» – Μιλώντας για τα παιδιά σας, πόσο έντονο μπορεί να είναι το συναίσθημα να τα ρωτούν όλοι για τον πατέρα τους; «Την πρώτη εβδομάδα δεν στείλαμε την κόρη μας στο σχολείο. Περιμέναμε να δούμε εάν θα σταθεροποιηθεί η υγεία μου. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι η υπόθεση είχε πάρει δημοσιότητα και τα υπόλοιπα παιδάκια ρωτούσαν τι έχει συμβεί με το μπαμπά της. Η κόρη μου βέβαια είναι επτά χρονών. Είχε πλήρη αντίληψη τι συνέβαινε. Όλοι οι οικείοι μου προσπαθούσαν να της εξηγήσουν ότι ο μπαμπάς είναι άρρωστος και βρίσκεται στο νοσοκομείο, προσπαθώντας να καταλαγιάσουν τις ανησυχίες της». «Η κόρη μου με είδε όταν έπαθα το σηπτικό σοκ στο σπίτι. Είδε και το ασθενοφόρο που ήρθε να με πάρει. Ωστόσο η δημοσιότητα της έκανε εντύπωση και ιδίως στην αρχή την ενόχλησε. Ρωτούσε πώς γινόταν να συζητούν για εμάς στην τηλεόραση. Ταυτόχρονα η γυναίκα μου προσπαθούσε να της δείξει πως και όταν γεννήθηκε είχαν γίνει ξανά διάφορες αναφορές στο γεγονός, θέλοντας να της περάσει ένα θετικό μήνυμα». – Έχετε κινηθεί νομικά εναντίον συγκεκριμένων γιατρών ή νοσοκομείου; «Ασχολούμαι με τον τομέα της ιατρικής ευθύνης ως δικηγόρος. Παρόλ’ αυτά αποφάσισα να μην κινηθώ νομικά εναντίον κανενός στην περίπτωση που γινόμουν καλά. Κι αυτό συμβουλεύω να κάνει και όποιον έρχεται στο γραφείο μου. Σε περίπτωση που κάποιος έχει ξεπεράσει το πρόβλημά του, να μην καταφεύγει στα δικαστήρια. Εκτός και εάν κάποιος αποκομίσει μία αναπηρία ή κάποιο άλλο μόνιμο πρόβλημα υγείας. Θεωρώ σε κάθε περίπτωση ότι υπήρξαν συγκεκριμένες αμέλειες και με δεδομένο το γεγονός ότι η υπόθεσή μου έλαβε εκτεταμένη δημοσιότητα θα ήταν μία υπόθεση που εύκολα θα κέρδιζα. Το σημαντικότερο όμως για εμένα ήταν να δείξω ότι μέσω της δημοσιότητας που έλαβε η περιπέτειά μου, μπορούν να γίνουν συγκεκριμένες πράξεις, για να βοηθήσουν ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση». – Νιώθετε ότι με τον τρόπο σας καταφέρατε να περάσετε ένα μήνυμα; «Πρόσφατα διοργανώσαμε μία ημερίδα με σκοπό να ενημερώσουμε το ευρύ κοινό τι είναι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Θελήσαμε να ενημερώσουμε ότι αυτή τη στιγμή η χώρα μας παρουσιάζει διπλάσιο ποσοστό ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους δέκα Έλληνες κινδυνεύει να εισαχθεί στο νοσοκομείο, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα υγείας που έχει και στη συνέχεια να νοσήσει από άλλο νόσημα. Επίσης θέλουμε να συστήσουμε έναν φορέα με τη συμμετοχή συγγενικών προσώπων, ατόμων τα οποία νόσησαν από κάποια ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Στόχος μας δεν είναι να διεκδικήσουμε κάτι για τον εαυτό μας, αλλά να διεκδικήσουμε κάποια βασικά στοιχεία για να γίνουν καλύτερες οι συνθήκες στα νοσοκομεία μας. Ο βασικός παράγοντας για τον περιορισμό των λοιμώξεων είναι ένας: στην παραμικρή κίνηση που κάνουν οι γιατροί, οι ασθενείς και οι επισκέπτες, να τηρούν όλους τους βασικούς κανόνες αντισηψίας. Να πλένουν τα χέρια τους, να φορούν ειδικά ρούχα ακόμα και οι επισκέπτες. Το κόστος που θα εξοικονομήσει η χώρα μας εάν γίνουν αυτά τα βασικά βήματα, με απειροελάχιστο κόστος, είναι πολύ σημαντικό». – Αναθεωρήσατε τις σχέσεις σας με κάποιους ανθρώπους; Κάποιοι που νομίζατε ότι ήταν κοντά σας απέφυγαν να σας προσεγγίσουν, ενώ κάποιοι άλλοι που πιστεύατε ότι βρίσκονται πιο μακριά σας συμπαραστάθηκαν; «Δεν υπήρξε άνθρωπος που να με απογοήτευσε. Ακόμα και άτομα με τα οποία δεν είχαμε ιδιαίτερα στενές σχέσεις έδειξαν τη διάθεση να μου συμπαρασταθούν». – Νιώσατε ότι κάποιες συγκεκριμένες αναφορές από μέσα ενημέρωσης σας προσέβαλαν; «Θεωρώ ότι έγινε διαχείριση της κατάστασής μου με μεγάλη κομψότητα και ευαισθησία και επομένως δεν υπήρξε κάποιος που να με απογοήτευσε». – Πώς είναι να βλέπετε κάποιους, οι οποίοι εύχονται να πεθάνετε; «Είναι άτομα που δεν μπορούν να με επηρεάσουν ή να με απογοητεύσουν καθότι πρόκειται για πρόσωπα παντελώς άγνωστα σ’ εμένα». – Θεωρείτε ότι κάποιοι πάτησαν σε παλαιότερες δηλώσεις σας, όταν λέγατε ότι «η φύλαξη των συνόρων δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς απώλειες, χωρίς να υπάρχουν νεκροί» ή ότι ότι οι πρόσφυγες και μετανάστες «πρέπει να περνάνε χειρότερα στη Ελλάδα απ’ ότι στο Πακιστάν για να σταματήσουν να έρχονται;» «Οπωσδήποτε ήταν άτομα που για κάποιο λόγο με έκριναν με βάση τον πολιτικό μου λόγο. Έχω παραδεχτεί ότι έχω προβεί και σε ατυχείς δηλώσεις. Όταν κάποιος είναι πολιτικά ενεργός για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκτίθεται. Ωστόσο είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να πει ότι κάποια στιγμή υπερέβαλε ή έκανε μία λάθος δήλωση. Κάπως έτσι συνέβη και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πιστεύω βέβαια στη σκληρή μεταναστευτική πολιτική, όμως η συγκεκριμένη δήλωση αποδίδει κάτι που δεν είχα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Αυτό που ήθελα να εκφράσω, το εξέφρασα με λάθος τρόπο. Ωστόσο εάν αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν για να πιαστούν από μία δική μου δήλωση, σε τι διαφέρουν από εμένα που κατηγορούν; Εάν εγώ ευχήθηκα το θάνατο κάποιου -γιατί κάπως έτσι παρουσιάζεται η δήλωσή μου- τότε αυτοί δεν βρίσκονται αυτομάτως στο ίδιο επίπεδο μ’ εμένα; Δεν κρατάω καμία κακία όμως. Αυτό που πέρασα δεν θέλω να το περάσει κανείς. Εάν είχαν βρεθεί σε μία ανάλογη κατάσταση δεν θα είχαν ευχηθεί ποτέ κάτι τέτοιο για κάποιον άλλο». – Δεδομένου ότι μιλάτε για την πολιτική, ποιοι πολιτικοί βρέθηκαν πιο κοντά σας εκείνες τις μέρες; «Ο Άδωνις ήταν πολύ κοντά μου. Με είδε και στην εντατική. Οι σχέσεις μας άλλωστε υπερβαίνουν την πολιτική, πρόκειται για πραγματική φιλία. Όπως και με το Μάκη Βορίδη. Ήρθαν όμως και η Ντόρα Μπακογιάννη, η Όλγα Κεφαλογιάννη. – Ο Καρατζαφέρης ήρθε να σας δει; «Ενδιαφέρθηκε ο πρόεδρος. Δεν με επισκέφθηκε αλλά συνομίλησε με τους γιατρούς μου για να μάθει πώς είμαι, ενώ εξέφρασε το ενδιαφέρον του και μέσω της εκπομπής του. Παρόλ’ αυτά με εντυπωσίασαν και κάποιοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως για παράδειγμα ο Παναγιώτης Κουρουμπλής, ο οποίος αναφέρθηκε σ’ εμένα από το βήμα της Βουλής και στη συνέχεια με επισκέφθηκε. Επίσης ο Φίλης πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου να του ευχηθεί. Αυτό που μου έκανε αρνητική εντύπωση, ήταν το γεγονός ότι κανείς από το υπουργείο Υγείας δεν ενδιαφέρθηκε. Φαντάστηκα ότι μετά από μία τέτοια περιπέτεια, ένας υπουργός θα ήθελε να γνωρίζει τι συνέβη. Επίσης δεν είχα καμία “ενόχληση” από το Λαϊκό Νοσοκομείο. Και κυρίως το λέω γιατί εάν βρισκόμουν στη θέση τους θα ήθελα να μάθω τι ακριβώς συνέβη σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και έλαβε τόσο μεγάλη έκταση». – Στρογγύλεψαν ορισμένες γωνίες μέσα σας μετά την περιπέτεια της υγείας σας; «Όποιος περάσει από μία τέτοια διαδικασία, αναθεωρεί πολλά πράγματα στη ζωή του. Ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι ότι είμαι υγιής και ευχαριστώ το Θεό που ζω. Αυτό με ηρεμεί. Aνησυχώ λιγότερο για τα τρέχοντα προβλήματα. Επιπλέον μαλάκωσα και στον τομέα των απόψεών μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλάζουν αυτά που πιστεύω. Οπωσδήποτε, ο τρόπος που διεκδικούμε κάποια πράγματα, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε διαρκείς συγκρούσεις». – Υπήρξατε ακραίος στις απόψεις σας, όπως βλέπετε τώρα τον εαυτό σας; «Ο τρόπος έκφρασης και διεκδίκησης με οδήγησε στο να αδικήσω ανθρώπους πολλές φορές. Εκτός των άλλων αδίκησα τις ιδέες μου υπό την έννοια ότι εκφράζοντάς τις με ένταση, συχνά άλλαζε το νόημα αυτού που ήθελα να πω. Όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση που προαναφέρατε». – Έχοντας περάσει κατά το παρελθόν από το υπουργείο Υγείας ως σύμβουλος υπουργών γνωρίζατε τη βαρύτητα και την έκταση του συγκεκριμένου προβλήματος των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων ή τελικά η προσωπική σας περιπέτεια ήταν εκείνη που σας έκανε κοινωνό του συγκεκριμένου προβλήματος; «Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα άμεση εμπλοκή με τα δημόσια νοσοκομεία. Γνώριζα από τότε για τα αυξημένα ποσοστά ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικά εάν κάποιος δεν έχει ζήσει κάτι. Στη χώρα μας οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις εκδηλώνονται σε ποσοστό 10%, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη που βρίσκονται στο 6%. Όταν το είχα ακούσει έλεγα: “εντάξει, βρισκόμαστε λίγο ψηλότερα από τους Ευρωπαίους”. Όταν το βίωσα, κατάλαβα την έκταση του προβλήματος. Και ο λόγος που κινδυνεύουμε είναι ότι δεν έχουμε το επίπεδο να αντιμετωπίσουμε αυτού του είδους τις καταστάσεις. Ουδείς αμφισβητεί ότι έχουν μειωθεί τα κονδύλια για την υγεία. Ωστόσο οι λοιμώξεις αποτελούν πρώτ’ απ’ όλα συνάρτηση πολλών διαφορετικών παραγόντων. Ο οικονομικός παράγοντας έρχεται τελευταίος. Δεν γίνεται για παράδειγμα να λέει ο γιατρός στους ασθενείς να φέρουν το σεντόνι από το σπίτι τους». – Σκεφτήκατε ότι έχετε κάνει λάθη ή πράγματα που ενδεχομένως κάνατε καλά; Κάτι σαν μικρό απολογισμό; «Όχι. Η αίσθηση του φόβου ήταν τόσο μεγάλη που δεν υπήρχε περιθώριο για κάτι τέτοιο. Είχα μπλοκάρει. Κυριαρχούσε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Το μόνο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι εάν πρόκειται να πεθάνω, θα ήθελα να δω πριν τα παιδιά μου. Όταν ξύπνησα ένιωσα ένα φοβερό συναίσθημα. Οι πιο έντονα χαραγμένες μνήμη είναι το αίσθημα που αποκόμισα όταν ξύπνησα στην εντατική. Έβλεπα κόσμο γύρω μου να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση που βρισκόμουν εγώ πριν λίγες ώρες. Κι αυτό που ευχόμουν ήταν: “μακάρι αυτοί οι άνθρωποι να τα πάνε καλά”. Σκεφτόμουν επίσης ότι τελικά ζούμε από τύχη. Ας ευχαριστούμε το Θεό που ζούμε και όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα». – Άλλαξαν με κάποιο τρόπο οι ισορροπίες της ζωής σας; Αρχίσατε να κυνηγάτε περισσότερο τη ζωή και την καθημερινότητα; Να ζείτε περισσότερο τις μικρές στιγμές; «Είχα αδικήσει την οικογένειά μου. Πλέον προσπαθώ να περνάω περισσότερες ώρες με τους ανθρώπους μου. Παλαιότερα σκεφτόμουν ότι η οικογένειά μου θα περνάει καλά, εάν εγώ βγάζω περισσότερα χρήματα για να διαθέτει μία ευημερία. Πλέον θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο με τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Ακόμα και εάν αυτό σημαίνει ότι θα βγω λιγότερο στην τηλεόραση ή ότι θα αναλάβω μία υπόθεση λιγότερη». – Συμμερίζεστε την άποψη ότι εάν δεν ήσαστε ο Θάνος Πλεύρης, μπορεί να μη ζούσατε αυτή τη στιγμή; «Πιστεύω ότι καθημερινά σώζεται κόσμος. Και στα ιδιωτικά και στα δημόσια νοσοκομεία. Υπ’ αυτή την έννοια το ερώτημά σας είναι υποθετικό. Σε κάθε περίπτωση όμως εάν κάποιος είναι γνωστός, προκαλεί μία τρομακτική εγρήγορση. Ταυτόχρονα όμως δημιουργεί και μία αμυντική στάση. Στην περίπτωσή μου υπήρξαν άνθρωποι πολύ διστακτικοί να κινηθούν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Είχαν το άγχος ότι όλα έπρεπε να πάνε καλά επειδή είμαι γνωστός. Σε κάθε περίπτωση όμως, είχα την πολυτέλεια να τηλεφωνήσω ο ίδιος στον διευθύνοντα σύμβουλο του νοσοκομείου, τον κύριο Αποστολόπουλο, τον οποίο γνωρίζω προσωπικά. Έτσι, το ασθενοφόρο έφτασε σε μόλις επτά λεπτά. Συν τοις άλλοις με παρακολουθούσαν γιατροί πολλών διαφορετικών για να αποφασίσουν».