Ένα καλά ξεχασμένο μαζικό έγκλημα των Γερμανών στη Δυτική Αφρική των αρχών του 20ού αιώνα περιείχε όλα τα στοιχεία των θηριωδιών που θα ακολουθούσαν λίγο αργότερα, καταμεσής του Β’ Παγκοσμίου. Πριν από τη γενοκτονία των εβραίων κατά το Ολοκαύτωμα, οι Γερμανοί είχαν βαλθεί να εξαφανίσουν από τον χάρτη άλλες δύο φυλές, αυτή τη φορά στη Ναμίμπια, σφαγιάζοντας 70.000 περίπου Χερέρο, το 80% του πληθυσμού τους, και άλλους 10.000 Νάμα, περισσότερα από τα μισά μέλη της φυλής. Ο προάγγελος του Ολοκαυτώματος είχε μάλιστα όλα τα φρικιαστικά συστατικά που θα χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί στον Β’ Παγκόσμιο: τον συστηματικό αφανισμό ανθρώπων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα «φονικά πάρτι» (που γίνονταν εδώ με κρεμάλες και όχι με σφαίρες), ακόμα και έναν Γκέρινγκ, τον πατέρα του διαβόητου ναζιστή Χέρμαν. Ο Χάινριχ Γκέρινγκ ήταν ο πρώτος γερμανός κυβερνήτης της Ναμίμπια κατά το μεγάλο αποικιοκρατικό πάρτι που στήθηκε για τον διαμοιρασμό της Μαύρης Ηπείρου, ο άνθρωπος που έθεσε τις βάσεις για τη σφαγή που θα ακολουθούσε, διδάσκοντας λες στον γιο του πώς να εξοντώνει μαζικά ανθρώπινες ψυχές. Η βίαιη καταστολή της εξέγερσης των Χερέρο και των Νάμα κατά την περίοδο 1904-1908 στη Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική θεωρείται πλέον από την Ιστορία ως η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα. Εδώ έδρασε το Β’ Ράιχ και οι αποικιακές του δυνάμεις στην Αφρική, εκτοπίζοντας και αφανίζοντας το ντόπιο στοιχείο και προοιωνίζοντας τα μελλούμενα που θα ακολουθούσαν μερικές μόλις δεκαετίες αργότερα στην «πολιτισμένη» Ευρώπη. Αν στο Ολοκαύτωμα οι Γερμανοί είχαν καταλήξει στην «Τελική Λύση» για την εξόντωση των εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων και όποιου άλλου θεωρούσαν εχθρό, στη Ναμίμπια σκαρφίστηκαν τη «Διακήρυξη Εξόντωσης» των τοπικών πληθυσμών. Κι αν τέλος οι κτηνωδίες των Γερμανών στον Β’ Παγκόσμιο ήταν η μελανότερη σελίδα στην ιστορία της χώρας, η γενοκτονία της Ναμίμπια ήταν αναμφίβολα το πιο σκοτεινό κεφάλαιο της γερμανικής αποικιοκρατίας. Η συστηματική εξόντωση των Χερέρο και των Νάμα, με τον γερμανικό στρατό να δηλητηριάζει ακόμα και τα πηγάδια της Ναμίμπια, και η βίαιη εκτόπιση των γηγενών στις άνυδρες ερήμους για να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα, παραμένουν μια ζοφερή υπόμνηση των πεπραγμένων της Γερμανίας στις αποικίες και τα προτεκτοράτα της. Σε κείνα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι τρόφιμοι πέθαιναν βέβαια «λόγω αμέλειας», μόνο που ως «αμέλεια» εννοούσαν την εγκληματικά σκόπιμη έλλειψη νερού και τροφής. Δεν ήταν κέντρα κράτησης αιχμαλώτων παρά φάμπρικες θανάτου, στα πρότυπα των οποίων θα πατούσε αργότερα ο Χίτλερ, ο γιος του Γκέρινγκ και η δολοφονική τους παρέα, κάνοντας τη γενοκτονία της Ναμίμπια να μοιάζει με πρόβα τζενεράλε των φριχτών εγκλημάτων του Β’ Παγκοσμίου. Ακόμα κι ένας δόκτωρ Γιούγκεν Φίσερ θα υπήρχε, που θα γινόταν τελικά μέντορας του Μένγκελε, που ακρωτηρίαζε πτώματα, έκανε ανατριχιαστικά πειράματα και στείρωνε τις γυναίκες των γηγενών. Την ίδια ώρα, οι αποικιοκράτες Γερμανοί του διαβόητου στρατιωτικού διοικητή Λόταρ φον Τρότα ξαπόστελναν στη μαμά Γερμανία τα κρανία τουλάχιστον 300 ιθαγενών, κι αυτό για να πειραματιστούν οι πολιτισμένοι Γερμανοί με τους ιθαγενείς και να «αποδείξουν» τη φυλετική ανωτερότητα των λευκών Ευρωπαίων έναντι των μαύρων Αφρικανών, δικαιολογώντας το έγκλημα στα άνομα μάτια τους. Η Γερμανία θα ζητούσε το 2004 επισήμως συγνώμη για τις θηριωδίες και την εθνοκάθαρση που έλαβαν χώρα στη Ναμίμπια, αρνούμενη ωστόσο να καταβάλει αποζημιώσεις στους απογόνους της τραγωδίας. Μόλις το 2015 μάλιστα ο πρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου, Νόρμπερτ Λάμερτ, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «γενοκτονία» αναφερόμενος στις σφαγές των δύο αφρικανικών φυλών, ως μια ένδειξη ότι η στάση του Βερολίνου αναφορικά με τις γερμανικές ευθύνες στο ιστορικό αυτό έγκλημα ίσως αλλάξει…
Ο διαμοιρασμός της Αφρικής και ο σπόρος του κακού
Η Αφρική ήταν για την Ευρώπη, ακόμα και το 1815, μια σχεδόν άγνωστη ήπειρος. Οι Ευρωπαίοι είχαν επαφές με την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές ακτές, οι Ολλανδοί είχαν μια μικρή αποικία στον νότο, αλλά όλη η υπόλοιπη Μαύρη Ήπειρος ήταν ένας ανεξερεύνητος και αχαρτογράφητος κόσμος. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα όμως κάθε εκατοστό της Αφρικής, εκτός από την αμερικανική αποικία της Λιβερίας και το ελεύθερο κράτος της Αβησσυνίας, διαφεντεύονταν από εντολές που έφευγαν από κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Η διπλωματική μάχη των τελών του 19ου αιώνα για το μοίρασμα της αφρικανικής πίτας είδε όλες τις φιλόδοξες ευρωπαϊκές δυνάμεις να διεκδικούν με αξιώσεις στη Διάσκεψη του Βερολίνου το 1884-1885 κομμάτια εδαφών για το πλούσιο υπέδαφος, τη στρατηγική τους σημασία αλλά και την αύξηση του ζωτικού τους χώρου. Εκεί στη στροφή του νέου αιώνα, η Αφρική ήταν ένα αμάλγαμα αλλότριων εξουσιών και διασταυρούμενων συμφερόντων, με τα αυθαίρετα σύνορα που χάραζαν κατά βούληση οι Ευρωπαίοι να κόβουν τις φυλές στα δυο, να στριμώχνουν άλλες στη μια πλευρά των ορίων και να δημιουργούν τελικά όλες τις συνθήκες για έναν ατέλειωτο σπαραγμό. Η Γερμανική Νοτιοδυτική Αφρική, τσιφλίκι της Γερμανίας από το 1884, ήταν μια τεράστια έκταση στις ακτές του Ατλαντικού, ισόποση ή και μεγαλύτερη από την Αυτοκρατορική Γερμανία της Ευρώπης, που βρισκόταν μεταξύ της βρετανικής αποικίας στη Νότια Αφρική και της πορτογαλικής αποικίας στην Αγκόλα. Μείγμα ερήμου, βοσκοτοπιών και καλλιεργήσιμων εδαφών, τα εδάφη κατοικούνταν από καμιά δεκαριά φυλές που τα θεωρούσαν σπίτι τους. Αυτή την κατάσταση βρήκαν οι Γερμανοί όταν διαπραγματεύτηκαν τη συμπερίληψη της σημερινής Ναμίμπιας στην αυτοκρατορία τους: κάπου 100.000 Χερέρο και άλλους 20.000 Νάμα, κτηνοτρόφους και αγρότες δηλαδή που γνώριζαν όμως για τον κόσμο εκτός Αφρικής, καθώς εμπορεύονταν αγαθά με ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εδώ και δεκαετίες. Υπήρχαν βέβαια και απομονωμένες φυλές που ζούσαν ακόμα ως νομάδες τροφοσυλλέκτες, ειδικά οι αυτόχθονες της Ερήμου Καλαχάρι, αυτοί ήταν ωστόσο άλλη ιστορία. Οι Γερμανοί άρχισαν να καταφτάνουν στα ήδη πολυπληθή εδάφη κατά χιλιάδες, στρατιώτες και άποικοι διψασμένοι για γη και πλούτη…
Συμφωνίες και προδοσίες
Οι Γερμανοί έπαιξαν την πρώτη παρτίδα τους στη Ναμίμπια σύμφωνα με τους κανόνες: έψαξαν και βρήκαν έναν φύλαρχο με αμφισβητήσιμη εξουσία και διαπραγματεύτηκαν μια συνθήκη που τους έδινε το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε όσα εδάφη ήθελαν. Και ήθελαν πολλά, είναι η αλήθεια. Οι Χερέρο βρέθηκαν έτσι να έχουν παραχωρήσει εν αγνοία τους περισσότερο από το 1/4 των δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων που τους ανήκαν, αν και αυτό δεν ανέκοψε την αποικιοκρατική πλεονεξία των Γερμανών. Τώρα ήθελαν κι άλλα εδάφη για να φέρουν τον σιδηρόδρομο στην περιοχή και να εγγυηθούν την ανάπτυξη για όλους. Αυτό πυροδότησε την εισβολή νέων αποικιοκρατών κυμάτων στα προγονικά εδάφη των τοπικών φυλών και όταν οι ντόπιοι διαμαρτυρήθηκαν για την καταπάτηση της γης τους, ο αποικιοκράτης τούς κόλλησε στη μούρη τις συμφωνίες που είχε υπογράψει με τους φυλάρχους. Και βέβαια ήταν έτοιμοι οι Γερμανοί να υπερασπιστούν τα «δικά» τους εδάφη με όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μόνο με έναν τρόπο μπορούσαν, την υπεροχή των δυτικών όπλων. Το παιχνίδι με τις συμφωνίες ξεκίνησε μάλιστα από το 1883, όταν ένας γερμανός έμπορος από τη Βρέμη, κάποιος Αδόλφος Λούντεριτζ, αγόρασε μια καλή έκταση σε αυτό που είναι σήμερα το νότιο τμήμα της Ναμίμπια και ζήτησε την προστασία των δραστηριοτήτων του από τον ίδιο τον καγκελάριο Βίσμαρκ. Δύο χρόνια αργότερα, ο αποικιοκρατικός διοικητής της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής, κάποιος Χάινριχ Ερνστ Γκέρινγκ (το ένατο παιδί του οποίου, ο Χέρμαν, θα γεννιόταν οχτώ χρόνια αργότερα), υπέγραψε άλλη μια συμφωνία με έναν πολέμαρχο των Χερέρο που εγκαθίδρυε ουσιαστικά τους Γερμανούς στα εδάφη ως τοποτηρητές της -γερμανικών συμφερόντων- εμπορικής δραστηριότητας. Οι Γερμανοί είχαν τώρα ό,τι χρειάζονταν για να αρπάζουν ανενόχλητοι τη γη από το Έθνος των Χερέρο και να εισάγουν γερμανούς αποίκους κατά καραβιές. Οι Χερέρο διαμαρτυρήθηκαν και πάλι, έχοντας στην κατοχή τους όπλα από την εμπορική επαφή τους με τους Ευρωπαίους, και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να παραδεχτούν το σαθρό καθεστώς της αποικιοκρατικής τους δράσης. Και συνέχισαν να παίζουν με τους κανόνες. Την ώρα που οι άλλες ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άρπαζαν από τους ντόπιους ό,τι ήθελαν, οι γερμανοί άποικοι της Ναμίμπιας έπρεπε να νοικιάζουν χωράφια και βοσκοτόπια από τους γηγενείς, μέχρι να διαπραγματευτεί η Γερμανία με τους Χερέρο ένα νέο σύμφωνο στη δεκαετία του 1880, καθώς η ήδη υπάρχουσα συμφωνία δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή στις εμπορικές σχέσεις με τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλή της περιοχής, τους Νάμα. Ο λευκός δεν μπορούσε ωστόσο να υπομείνει τα καμώματα του «απολίτιστου» μαύρου. Οι Γερμανοί πέταξαν στα σκουπίδια τη συμφωνία το 1888, υπέγραψαν καινούρια το 1890, αν και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένοι. Σκέφτηκαν τότε να σπείρουν τη διχόνοια στον τοπικό πληθυσμό, όντας εχθρικοί απέναντι στις δυνατές φυλές και φιλικότατοι στους εχθρούς των Χερέρο και Νάμα. Εφτά Χερέρο χρειάζονταν τώρα για να σταθεί η μαρτυρία τους στο γερμανικό αποικιοκρατικό δικαστήριο, εκεί που μόλις ένας λευκός ήταν αρκετός. Την ίδια ώρα, μέλη εχθρικών προς τους Χερέρο φυλών έκλειναν πλουσιοπάροχες εμπορικές συμφωνίες με τους αποικιοκράτες και έβρισκαν ακόμα και δουλειά στη λευκή διοίκηση. Το σκηνικό της φρίκης είχε μόλις στηθεί…
Η δολοφονική απληστία του λευκού
Όλη αυτή η σύγχυση με τις τόσες συμφωνίες και εμπορικές συμμαχίες ήταν φυσικά σκόπιμη, εξυπηρετώντας την πλεονεξία του Ευρωπαίου για πλούτη και εδαφική εξάπλωση. Η Ναμίμπια χαρακτηρίστηκε μάλιστα ως η μόνη γερμανική κτήση ικανή για μαζικό αποικισμό, φέρνοντας τους Γερμανούς κατά χιλιάδες στα νέα και αμφισβητούμενα εδάφη. Η γεωργική δραστηριότητα που έστησαν μάλιστα στα εύφορα χωράφια της Ναμίμπιας θεωρήθηκε ως η πιο εντατική καλλιέργεια της γης που έβλεπε ποτέ η οικουμένη. Οι Γερμανοί είχαν κουραστεί όμως με τα σύμφωνα και τις τυπικότητες. Ήθελαν τα βοσκοτόπια και τα χωράφια των Χερέρο και τίποτα δεν θα στεκόταν πια στον δρόμο τους. Τώρα μιλούσαν για «καταυλισμούς αυτοχθόνων» και μαζικές εκτοπίσεις και επιδίδονταν συνεχώς σε προκλήσεις, που περιλάμβαναν ακόμα και τουφεκισμό χερέρο βοσκών που περνούσαν τα φανταστικά σύνορα που είχαν χαράξει. Γυναίκες των Χερέρο και των Νάμα που πιάνονταν στα εδάφη που διεκδικούσαν ανοιχτά οι Γερμανοί βιάζονταν μαζικά και κακοποιούνταν, την ίδια ώρα που οι γερμανοί δικαστές συνήθιζαν να κάνουν τα στραβά μάτια στα εγκλήματα. Ακόμα και στον αναίτιο φόνο των γηγενών. Συνεχίζοντας τα θερμά επεισόδια, η αποικιοκρατική διοίκηση επέβαλλε τώρα φόρους χρήσης στα κτήματα των Χερέρο, τα πατρώα χωράφια τους που ήταν στην κατοχή τους δηλαδή από τις απαρχές της Ιστορίας! Ήταν σαφές πως επιδίωκαν να εξωθήσουν την κατάσταση στα άκρα και μέχρι το 1900 είχαν καταφέρει να προκαλέσουν τόση εχθρότητα στο τοπικό στοιχείο εναντίον τους που ξεπερνούσε ακόμα και την αποστροφή που ένιωθαν οι ίδιοι για την επαφή τους με το μαύρο στοιχείο. Αμφότεροι ήταν έτοιμοι να πιάσουν τα όπλα…
Εξέγερση και καταστολή
Όταν ξέσπασε τελικά ο πόλεμος, δεν θα ήταν παρά μια σύντομη σφαγή. Τον Ιανουάριο του 1904, δαφνοστεφής φύλαρχος των Χερέρο έφτιαξε έναν στρατό 5.000 αντρών και εξεγέρθηκε κατά της Αυτοκρατορικής Γερμανίας. Οι δυνάμεις του ήταν εξοπλισμένες με ό,τι βρήκαν, από δυτικά τουφέκια μέχρι και παραδοσιακά όπλα των ντόπιων. Μαζί τους είχαν κάπου 50.000 άμαχο πληθυσμό και επανακαταλάμβαναν αργά αλλά σταθερά όλα τα κλεμμένα εδάφη τους. Λίγες μάχες έλαβαν χώρα, καθώς οι γερμανοί άποικοι δεν θα μπορούσαν να τα βάλουν με τις χιλιάδες των χερέρο μαχητών. Μέχρι το τέλος του χειμώνα, ο σχεδόν αναίμακτος αυτός πόλεμος είχε αποφέρει στη φυλή το σύνολο σχεδόν των εδαφικών της διεκδικήσεων. Και τότε οι Γερμανοί πήραν το πράγμα στα σοβαρά και έριξαν στη μάχη τον αντιστράτηγο Λόταρ φον Τρότα, δίνοντάς του τη θέση του στρατιωτικού διοικητή. Ο φον Τρότα είχε μια ξεκάθαρη, αν και σχετικά αντιδημοφιλή, πεποίθηση για το πώς έπρεπε να χειριστεί το πρόβλημα των Χερέρο, αλλά και όποιου άλλου ντόπιου φαινόταν να στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της Γερμανίας. Με τα δικά του λόγια: «Εξαλείφω τις εξεγερμένες φυλές με ποτάμια αίματος και ποτάμια χρημάτων. Μόνο μετά την κάθαρση αυτή θα μπορέσει κάτι καινούριο να αναδυθεί». Δεν αστειευόταν καθόλου: μέχρι τον Αύγουστο, είχε στην κατοχή του 1.500 πάνοπλους άντρες, 30 χόβιτζερ και 14 πυροβόλα, με τα οποία περικύκλωσε τους Χερέρο στη μόνη μάχη που δόθηκε μεταξύ των δύο δυνάμεων, αφήνοντάς τους πανούργα μία μόνο διέξοδο διαφυγής, αυτή της ερήμου. Μετά τη σφαγή, δεκάδες χιλιάδες γυναικόπαιδα και άμαχος πληθυσμός των Χερέρο πήραν τον μόνο δρόμο που τους άφησε ανοιχτό ο φον Τρότα, μόνο και μόνο για να βρουν τα πηγάδια σφραγισμένα ή δηλητηριασμένα. Οι στρατιώτες του είχαν ακροβολιστεί κατά μήκος του μονοπατιού και πυροβολούσαν όποιον έκανε το λάθος να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση αναζητώντας νερό. Αυτές οι δεκάδες χιλιάδες πέθαναν από δίψα περιπλανώμενοι στις ερημιές, στρώνοντας το έδαφος για τη γενοκτονία που θα ακολουθούσε. Όσο για τις γερμανικές απώλειες στη μάχη, μετρούσαν δεν μετρούσαν δυο δεκάδες νοματαίους. Η αποικιοκρατική κυβέρνηση έσπευσε κατόπιν να καθησυχάσει τους Χερέρο και τους Νάμα που δεν είχαν πάρει μέρος στην εξέγερση ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από τον λευκό. Ο φον Τρότα είχε μόλις αρχίσει…
Η Γενοκτονία των Χερέρο, τα πρώτα στρατόπεδα συγκέντρωσης
Επιστρέφοντας θριαμβευτής από τη μάχη, ο φον Τρότα ενίσχυσε τη φρουρά του στους 10.000 άντρες και εξέδωσε στις 2 Οκτωβρίου 1904 την παρακάτω διαταγή: «Όλοι οι Χερέρο πρέπει να εγκαταλείψουν τα εδάφη τους. Αν αρνηθούν, θα τους υποχρεώσω να το κάνουν με τα μεγάλα όπλα. Κάθε Χερέρο που θα βρεθεί μέσα στα γερμανικά σύνορα, με ή χωρίς όπλο, θα εκτελείται. Δεν θα πιαστεί κανένας φυλακισμένος. Αυτή είναι η απόφασή μου για το Έθνος των Χερέρο». Αμέσως μετά, οι Γερμανοί προσάρτησαν όλα τα εδάφη της φυλής μεταφέροντας ζώα και χωράφια σε χέρια γερμανικά. Οδήγησαν τελικά τους 40.000-50.000 Χερέρο στις ερημιές, όπου κάποιους τους υποδούλωσαν, κάποιους τους σκότωσαν και κάποιους τους άφησαν να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα. Το ίδιο έκαναν και στους Νάμα, φέρνοντάς τους στα νεόκοπα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής. Μέσα σε καθημερινούς ξυλοδαρμούς, κακοποιήσεις και βιασμούς, ήταν βορά στους δεσμοφύλακες και τις ανομολόγητες ορέξεις τους. Πολλά γεννητούρια μιγάδων έλαβαν χώρα στα κολαστήρια αυτά, παρά το γεγονός ότι επισήμως οι διαφυλετικές ερωτικές σχέσεις ήταν κατακριτέες. Μόνο που δεν ήταν σχέσεις, ήταν βιασμοί. Μόλις άκουσαν για τα παιδιά των μεικτών αυτών ενώσεων, γερμανοί παθολόγοι, ζωολόγοι και βιολόγοι κατέβηκαν κατά ορδές στις φάμπρικες του θανάτου για να «αποδείξουν» τις ρατσιστικές θεωρίες τους για τη φημολογούμενη κατωτερότητα της μαύρης φυλής. Τους χορηγούσαν ψυχοδιαγνωστικά τεστ, τα οποία δεν καταλάβαιναν καν οι έγκλειστοι, και προέβαιναν σε ανατομίες ελέγχοντας συνεχώς τις απαράδεκτες θεωρίες τους. Χωρίς καμία έκπληξη, «ανακάλυψαν» πως οι μιγάδες που γεννιόνταν με τη συμβολή των λευκών ήταν σαφώς ανώτεροι σε γνωστικές ικανότητες από τους ντόπιους Χερέρο και Νάμα, αν και κατώτεροι από τους καθαρούς λευκούς Γερμανούς. Η ευγονική της Ευρώπης πήρε πολύ τα πάνω της από τα πειράματα αυτά και ένα μάλιστα βιβλίο, «Οι αρχές της ανθρώπινης κληρονομικότητας και φυλετικής υγιεινής» του Eugen Fischer, θα διαβαζόταν μετά μανίας λίγα χρόνια αργότερα από κάποιον Αδόλφο Χίτλερ στα χρόνια του εγκλεισμού του (1923-1925).
Απόηχος και καθυστερημένη αναγνώριση
Ήταν στη Ναμίμπια που διδάχτηκαν οι Γερμανοί τους τρόπους και τις πρακτικές της μαζικής εξόντωσης, της γενοκτονίας δηλαδή, αν και ακόμα δεν υπήρχε ο όρος. Ήταν η παρέμβαση των Βρετανών, που εποφθαλμιούσαν τα πλούσια εδάφη των Χερέρο, αυτή που θα ενημέρωνε τον κόσμο το 1917-1918 για τις αποτρόπαιες θηριωδίες των Γερμανών, αναγκάζοντας τον κάιζερ να ανακαλέσει εσπευσμένα στο Βερολίνο τον φον Τρότα. Τα νούμερα δεν μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια, ο Αυτοκρατορικός Στρατός της Γερμανίας εξόντωσε όμως κάπου 70.000 Χερέρο (ακόμα και 100.000 έχει υποστηριχθεί), το 80% του λαού, και άλλους 10.000 Νάμα (ακόμα και στις 19.000 έχουν εκτιμηθεί οι απώλειες), πάνω από το μισό της φυλής. Όλα τα εδάφη των δύο φυλών εκμεταλλεύονταν πια από γερμανικά χέρια και οι αυτόχθονες δούλευαν τώρα ως σκλάβοι στο βιός τους. Η κατάσταση θα συνεχιζόταν μέχρι μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου, όταν η αποικία πέρασε σε βρετανικά χέρια. Η Νότια Αφρική θα ήταν μετά το μεγάλο αφεντικό της περιοχής μέχρι το 1990. Η λευκή κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής δεν ήταν καθόλου πρόθυμη να αναγνωρίσει τη σφαγή, έχοντας τα δικά της προβλήματα με το Απαρτχάιντ. Εμπόδισε έτσι κάθε έρευνα και συζήτηση για το θέμα, μέχρι να φύγουν τουλάχιστον από τη ζωή οι επιζώντες της γενοκτονίας. Οι απόγονοι του μαζικού φονιά, στρατηγού Λόταρ φον Τρότα, επισκέφτηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα τη Ναμίμπια, ζητώντας τη δική τους «συγγνώμη» από τους Χερέρο: «Νιώθουμε ντροπή για τα τραγικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στη Ναμίμπια πριν από 103 χρόνια. Αν και ο στρατηγός δεν άφησε άμεσους απογόνους, το γεγονός ότι φέρουμε το όνομά του μας υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε την ιστορική πραγματικότητα», είπε ένας από αυτούς. Ο φύλαρχος των Χερέρο τους συνέστησε πάντως να προσλάβουν προστασία, καθώς δεν ήταν καθόλου ασφαλείς στα μαρτυρικά εδάφη, είπε με νόημα. Λίγο αργότερα, φυλετικοί ηγέτες από τη Ναμίμπια πήγαν στο Βερολίνο για να παραλάβουν τα κρανία 20 ομοεθνών τους που είχαν εξοντωθεί κατά τη διάρκεια της αποικιακής ηγεμονίας του Β’ Ράιχ στη χώρα. «Ήρθαμε πρώτα απ’ όλα για να παραλάβουμε τα θνητά ανθρώπινα λείψανα των προπατόρων μας και να τα επιστρέψουμε στη γη των προγόνων τους», δήλωσαν οι φύλαρχοι. Η Γερμανία ζήτησε επισήμως «συγγνώμη» για τις θηριωδίες που έλαβαν χώρα στη Ναμίμπια μόλις το 2004, αρνούμενη ωστόσο να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση στους συγγενείς των θυμάτων ή να αναγνωρίσει την κτηνωδία με τη νομική της υπόσταση, ως γενοκτονία… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend