«Μουστακλή, θα σε πάρουν τέσσερις την επόμενη φορά που θα σε συλλάβουμε». Αυτή ήταν η επωδός του Νίκου Χατζηζήση, διοικητή της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΑΤ-ΕΣΑ), όταν απειλούσε τον αντιστασιακό αντιστράτηγο, Σπύρο Μουστακλή. Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Οι εγκάθετοι της Χούντας δημιούργησαν το συγκεκριμένο σώμα, το οποίο στρατολογούσε νέους άντρες της διπλανής πόρτας. Τους μπόλιαζε με το ελιξίριο της εξουσίας, δίνοντας υπόσταση σε άτομα που από τη μία στιγμή στην άλλη φορούσαν πηλίκιο και στολή, αποκτούσαν ανάστημα που ποτέ τους δεν θα είχαν. Όλοι τους υπηρετούντες τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος εξέτρεφε βασανιστές με απάνθρωπα χαρακτηριστικά. Στη διάρκεια της Χούντας ο Σπύρος Μουστακλής, ένα από τα βασικά στελέχη του αντιδικτατορικού αγώνα, οργανώνει την ανατροπή του καθεστώτος μαζί με το Γιάννη Αλεξάκη. Και οι δύο εκπρόσωποι του Στρατού Ξηράς. Σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν καταστρώσει στελέχη του στρατού ξηράς, της αεροπορίας και του ναυτικού, η επέμβαση θα γινόταν το πρωί της 23ης Μαΐου του 1973. Ωστόσο η απόπειρα ανατροπής του χουντικού καθεστώτος και η απελευθέρωση της Ελλάδας απέτυχε, καθώς το κίνημα προδόθηκε. Ο Σπύρος Μουστακλής συνελήφθη και οδηγήθηκε στα κρατητήρια της ασφάλειας. Στη συνέχεια ανακρίθηκε και βασανίστηκε στο Πάρκο της Ελευθερίας, όπου βρισκόταν το αρχηγείο του Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Μέσα σε λίγες ώρες τα πρωτοπαλίκαρα της Χούντας τον άφησαν παράλυτο από τα χτυπήματα, όταν ένα γκλομπ τον βρήκε στην καρωτίδα. Ο ίδιος ήταν ανέκαθεν καταγεγραμμένος στις μαύρες λίστες της επταετίας. Λίγες ημέρες πριν από την επέτειο του Πολυτεχνείου, συναντήσαμε τη σύζυγό του, Χριστίνα, η οποία ξετύλιξε την κοινή πορεία ζωής με το Σπύρο Μουστακλή. Διαβάστε τη συνέντευξη της Χριστίνας Μουστακλή στο newsbeast.gr: – Κυρία Μουστακλή πώς γνωρίσατε το σύζυγό σας; «Τελείωσα το γυμνάσιο στην Κομοτηνή. Παρά το γεγονός ότι έλκω την καταγωγή μου από το Αλεποχώρι Αρκαδίας, εγκαταστάθηκα στο σπίτι της θείας μου στην Κομοτηνή μαζί με την αδερφή μου. Το Μουστακλή τον γνώρισα, όταν επισκέφθηκε το οδοντιατρείο της θείας μου, καθώς αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με το δόντι του. Παρά το γεγονός ότι γνωριστήκαμε τότε, η γνωριμία μας δεν εξελίχθηκε αμέσως. Όταν γύρισα στην Αθήνα μερικά χρόνια μετά, εκείνος διατήρησε οικογενειακές σχέσεις με τους θείους μου, με αποτέλεσμα να γνωριστούμε καλύτερα». – Εάν με κάποιο τρόπο σκιαγραφούσαμε το ιδεολογικό του προφίλ, σε ποιο χώρο θα λέγαμε ότι ανήκε; «Ο Σπύρος Μουστακλής ήρθε αντιμέτωπος με τα γεγονότα μιας δύσκολης εποχής, καθότι είχε προηγηθεί ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος. Ωστόσο δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα μπορούσε να είναι ενταγμένος κάπου. Συμπαθούσε το Γεώργιο Παπανδρέου και την Ένωση Κεντρώων δεδομένων των πεποιθήσεων που εξέφραζαν. Ουδέποτε όμως υπήρξε φανατισμένος πολιτικά και κυρίως δεν ταυτίστηκε ποτέ με κάποιον πολιτικό χώρο. Αντιθέτως αντιμετώπιζε όλα τα ζητήματα με ευρύνοια. Αυτό που κυρίως τον απασχολούσε ανέκαθεν, ήταν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη θητεία του στο στρατό, έπεσαν στα χέρια του αρκετές φορές οι φάκελοι πολιτικών φρονημάτων διαφόρων στρατιωτών. Ωστόσο εκείνος όχι μόνο δεν τους στοχοποίησε ποτέ, αλλά προσπαθούσε να τους βοηθήσει». – Πότε τον συνέλαβε η Χούντα για πρώτη φορά; «Ο Μουστακλής στοχοποιήθηκε από νωρίς, ερχόμενος αντιμέτωπος με μεταθέσεις και διώξεις. Πολέμησε το 1952 στον πόλεμο της Κορέας και στη συνέχεια πήγε στην Κύπρο μετά από έντονη επιθυμία του. Στην Κύπρο δημιουργήθηκε ένα τεχνητό επεισόδιο και χρειάστηκε να περάσει πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο ανακριτικό συμβούλιο στην Αθήνα. Καταδικάστηκε μόνο με ενδείξεις οποίες υπήρχαν, ενώ ο ίδιος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η υπόθεση θα εκδικαζόταν στις αρχές Μαΐου, ωστόσο μεσολάβησε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και η υπόθεση πάγωσε, δεδομένου ότι έκλεισαν όλα τα δικαστήρια». – Ήταν όμως καταγεγραμμένη η πολιτική του δράση στο φάκελό του; «Ναι. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα στη διάρκεια των ετών που υπηρέτησε στο στρατό. Μάλιστα όταν ανέβηκε η Χούντα τον απέταξε, ενώ την επόμενη ακριβώς ημέρα εντάχθηκε στο κίνημα της αντίστασης. Μαζί με πολλούς αξιωματικούς, αλλά και πολίτες ξεκίνησαν να οργανώνουν αντιστασιακές οργανώσεις. Η πρώτη από αυτές ονομάστηκε “Ελεύθεροι Έλληνες”. Είχε όμως την ατυχία να τον συλλάβουν τον Ιούνιο του 1969. Ακολούθησαν ανακρίσεις. Τον έστειλαν για περίπου 20 ημέρες στα κρατητήρια της ασφάλειας στη Μπουμπουλίνας και μετά σε ένα ξενοδοχείο στη Βαρυμπόμπη, το οποίο ονομαζόταν “Βαρυμπόμπη”. Κατά τη συνήθη πρακτική απομόνωναν τους αντιστασιακούς σε αυτό, αλλά και σε ένα ακόμα ξενοδοχείο που βρισκόταν στη Δροσιά. Θυμάμαι, είχαμε πάει το Σαββατοκύριακο στο Καρπενήσι εκδρομή με φιλικά μας ζευγάρια. Επιστρέψαμε στην Αθήνα τη Δευτέρα το βράδυ και την Τρίτη το πρωί ήρθαν στο σπίτι και τον συνέλαβαν. Μέναμε στην πλατεία Πλαστήρα. Στην αρχή πήγαινα στη Μπουμπουλίνας και τον αναζητούσα. Δεν με άφηναν όμως να τον δω. Εκεί συνάντησα τον αστυνόμο Μπάμπαλη. Του ζήτησα να μου ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία για να δω τον άντρα μου. Ο Μπάμπαλης απαντούσε: “Θα ‘ρθεις, θα ξανάρθεις και θα δούμε πότε θα σε αφήσουμε να τον δεις”. “Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να τον πειράξουμε”, με διαβεβαίωνε στη συνέχεια. “Ανησυχώ”, του απαντούσα. Ζήτησα να δω το Μάλλιο που ήταν διοικητής στην ασφάλεια. “Μην ανησυχείτε, είναι πολύ καλά εδώ”, μου είπε ο Μάλλιος. “Εγώ σας πιστεύω ότι είναι πολύ καλά”, αντέτεινα με τη σειρά μου. “Ωστόσο εάν δεν αισθάνομαι ασφάλεια στην ασφάλεια Αθηνών τι θα πρέπει να κάνω;” Τελικά με άφησε να τον δω για ένα λεπτό μία από τις επόμενες ημέρες. Λίγες μέρες μετά ο Σπύρος είχε φύγει από τη Μπουμπουλίνας. Ταυτόχρονα με καλούσε κάποιος επιμόνως στο σπίτι, λέγοντάς μου ότι τον είχαν στείλει στη Βαρυμπόμπη. Έμεινε εκεί για σχεδόν 11 μήνες σε καθεστώς απομόνωσης. Στη συνέχεια μας έδωσαν τη δυνατότητα να τους επισκεπτόμαστε. Αρχικά κάθε 15 μέρες και στη συνέχεια κάθε εβδομάδα. Ακολούθησε η εξορία. Το Σπύρο τον έστειλαν στη Σαμοθράκη. Όταν μάλιστα έλεγα στους ασθενείς μου στο ιατρείο ότι βρισκόταν εκεί, ορισμένοι δεν γνώριζαν καν, που βρισκόταν το νησί. Μαζί του είχαν εξορίσει κάποιους πολίτες. Τον Παναγιώτη Κλάδο, ένα νεαρό δικηγόρο, το Στέφανο Ιωακειμίδη, μηχανικό, αλλά και τον Ιπποκράτη Σαβούρα μαζί με αρκετούς στρατιωτικούς. Τον άφησαν ελεύθερο με αμνηστία το Δεκέμβριο του 1971 και επέστρεψε στο σπίτι στις 21 Δεκεμβρίου». – Ποια ήταν η αντίδρασή του και ποιες οι κινήσεις του από την στιγμή που τον άφησαν ελεύθερο; «Η ελευθερία ήταν ο δρόμος για να ασχοληθεί ξανά με την τέχνη του. Άρχισε να έχει συναντήσεις με διάφορους αντιστασιακούς, δημιουργώντας νέες οργανώσεις. Όλες τους οι κινήσεις βρίσκονταν υπό το άγρυπνο βλέμμα των χουντικών. Κάποια στιγμή ο Νίκος Χατζηζήσης, διοικητής της ΕΑΤ- ΕΣΑ, είχε πει του Σπύρου: “Αλίμονό σου! Όταν εάν σε ξαναπιάσουμε, θα σε βγάλουν τέσσερις από το ΕΑΤ- ΕΣΑ”. Το είπαν και το έκαναν». – Έτσι ήρθε και η δεύτερη σύλληψη, η οποία έμελλε να είναι και η καθοριστική… «Ναι. Η δεύτερη σύλληψή του ήρθε μετά το Κίνημα του Ναυτικού». – Μιλήστε μας για το ρόλο του Σπύρου Μουστακλή στο Κίνημα του Ναυτικού «Οι χουντικοί πίστευαν ότι το ναυτικό θα ήταν μαζί τους. Ότι θα τους στήριζε. Όταν διαπίστωσαν πως όχι μόνο δεν τους στήριζε, αλλά υπέσκαπτε το καθεστώς, εξοργίστηκαν. Η αντιστασιακή δράση των ναυτικών ήταν ένα πολύ μεγάλο χτύπημα για εκείνους. Όσοι ναυτικοί συμμετείχαν στο Κίνημα, είχαν επιλέξει πέντε άτομα από το στρατό ξηράς και άλλους τόσους από τη αεροπορία για να οργανώσουν την αντιστασιακή δράση. Μετά από συζητήσεις που είχαν οι ναυτικοί με το στρατηγό Καρύδη, τους πρότεινε το Σπύρο Μουστακλή κι εκείνος με τη σειρά του επέλεξε τους συνεργάτες του από το στρατό ξηράς. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Αλεξάκης. Οι μετέχοντες στην πρωτοβουλία είχαν αποφασίσει ότι το Κίνημα του Ναυτικού θα εκδηλωνόταν στη Σύρο. Ο Μουστακλής μάλιστα γνώριζε πάρα πολύ καλά τη Σύρο. Είχε υπηρετήσει ήδη δύο φορές στο νησί, ενώ ήταν πολύ αγαπητός στους ντόπιους. Τους ήξερε και τον ήξεραν σχεδόν όλοι. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του δημάρχου της Σύρου, Νίκου Φιλάρετου, ο οποίος είχε πει στη μητέρα μου: “Κυρία Αλίκη, όταν περπατάμε με το Σπύρο στην πλατεία, από τους δέκα ανθρώπους που συναντάμε οι εφτά χαιρετούν το Σπύρο, ενώ μόνο οι τρεις χαιρετούν εμένα που είμαι ο δήμαρχος!”». – Τι προέβλεπε το σχέδιο; «Προέβλεπε ότι τα καράβια του στόλου θα πήγαιναν στη Σύρο, αναγγέλλοντας καινούργια κυβέρνηση. Είχε προηγηθεί σημαντική προετοιμασία, ενώ στόχος των αντιστασιακών ήταν να καταλάβουν το στρατόπεδο της Σύρου. Ο Μουστακλής είχε συνεννοηθεί με τον Αλεξάκη που υπηρετούσε στη Σύρο. Παράλληλα είχαν μιλήσει με διάφορους ανθρώπους για να ελέγξουν τις τράπεζες, τις τηλεπικοινωνίες, την προμήθεια καυσίμων και άλλες εργασίες που ήταν απαραίτητες για την επιτυχία του εγχειρήματος. Παρόλ’ αυτά το κίνημα προδόθηκε. Ποτέ δεν μάθαμε από ποιους». – Κι έτσι ακολούθησε η δεύτερη σύλληψη του Μουστακλή λίγες ημέρες μετά το αποτυχημένο Κίνημα του Ναυτικού. «Την Παρασκευή, 18 Μαΐου διάβασα στην εφημερίδα ότι συνέλαβαν το Σαββούρα. Έτσι, όταν ήρθε ο Σπύρος στο σπίτι του έδειξα την εφημερίδα, λέγοντάς του με νόημα: «Περίμενε τη σειρά σου…». Ο Σαββούρας με το Σπύρο έκαναν παρέα από την εποχή που ο Σπύρος πήγαινε στο κυνηγετικό του σκυλί στο Σαββούρα, καθότι εκείνος είναι κτηνίατρος. Σταδιακά ανέπτυξαν στενή σχέση. Ωστόσο οι χουντικοί παρακολουθούσαν διαρκώς το Σπύρο και γνώριζαν για τις επαφές που είχε με το Σαββούρα». – Σας ενημέρωνε για τις κινήσεις του; «Δεν μου έλεγε ποτέ τίποτα. Ούτε πού πάει, ούτε τι κάνει. Μια φορά του είπα, “Γιατί δεν μου λες κι εμένα κάτι; Να ξέρω…” Κι εκείνος απάντησε: “Δεν είναι ότι δεν σου έχω εμπιστοσύνη, αλλά είσαι γυναίκα. Με το πρώτο σκαμπίλι που θα φας, θα τα πεις όλα”. Θυμάμαι ότι με τον έτερο αντιστασιακό και φίλο του, τον Τάσο Μήνη, έφτιαχναν βόμβες, τις οποίες τοποθετούσαν σε διάφορους στόχους. Μάλιστα η μία από αυτές εξερράγη με αποτέλεσμα να συλλάβουν τον Καράγιωργα και το Μήνη. Για να φτιάξει τις βόμβες, ο Σπύρος έπαιρνε ένα μπολ και έτριβε μέσα σπίρτα. Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να προμηθευτεί δυναμίτιδα επί Χούντας, ο Σπύρος μάζευε το υλικό που χρειαζόταν από τα σπίρτα. Είχε γυρίσει ολόκληρη την Αθήνα, αγοράζοντας σπίρτα. Τη μία μέρα στο Κολωνάκι, την άλλη στο Μαρούσι, την επόμενη στον Πειραιά. “Εσείς οι Μεσολογγίτες δεν μπορείτε να ξεφύγετε από την τέχνη αυτή”, σχολίασα εγώ μια μέρα, βλέποντάς τον. Εκείνος μόλις με άκουσε, έσφιξε τα χείλη του, και προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του…» – Περιγράψτε μας το χρονικό της δεύτερης σύλληψής του «Ήταν Μάιος του 1973. Είχα ένα ατύχημα με την κόρη μου, ενώ ο Σπύρος βρισκόταν στο Μεσολόγγι. Μόλις του είπα τι είχε συμβεί γύρισε εσπευσμένα από το Μεσολόγγι στην Αθήνα. Η επόμενη μέρα ήταν γιορτή. Του Αγίου Κωνσταντίνου. Στις 22 Μαΐου είχα κλείσει ραντεβού σε ένα γιατρό στη Σκουφά για να δει το παιδί. Ο Σπύρος έφυγε νωρίτερα από εμένα από το σπίτι, ενώ εγώ γύρισα στις 10 το βράδυ. Επιστρέφοντας όμως δεν τον βρήκα εκεί. Έκανα μερικά τηλέφωνα, και αφού κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί, κατάλαβα… Στις 23 Μαΐου ήρθε στο σπίτι μου ασφάλεια. Οι ασφαλίτες άνοιγαν συρτάρια, μπουκαλάκια, ντουλάπια. Έψαχναν τα πάντα. Άρχισα τότε να επισκέπτομαι την ασφάλεια -είχε πλέον μεταφερθεί από τη Μπουμπουλίνας στη Μεσογείων- και του πήγαινα ρούχα. Αφού πέρασαν μέρες χωρίς κανένα νέο, ένας αστυνόμος μου είπε να μην ξαναπάω εκεί. “Να τον αναζητήσετε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ”, ήταν η προτροπή του. Άρχισα λοιπόν να τον αναζητώ στην ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η απάντηση που δεχόμουν στις επίμονες ερωτήσεις μου, ήταν ότι δεν υπήρχε κανένας με το όνομα Μουστακλής εκεί. Χρειάστηκε να περάσουν 47 μέρες. Τότε, παρουσιάστηκε ένας αξιωματικός, ονόματι Γκίζας. Μου είπε ότι ο Σπύρος δεν ήταν πια εκεί και μου ζήτησε να ξαναπάω τη Δευτέρα για να μπορέσω να τον δω. Ήμουν πλέον σχεδόν βέβαιη για το τι είχε συμβεί. Όταν ήρθε η Δευτέρα, συνάντησα το Σπανό στο διοικητήριο της ΕΑΤ-ΕΣΑ. “Δεν ξέρω τι συνέβη”, μου είπε εκείνος. “Την ώρα που κουβεντιάζαμε, έπεσε ξαφνικά κάτω”, συνέχισε. “Γιατί δεν με φωνάξατε κι εμένα να τον δω ή να τον βοηθήσω”, ρώτησα εγώ. “Μα σε καλούσαμε συνεχώς στο σπίτι και δεν βρίσκαμε ποτέ κανέναν. Δεν έχεις ένα τηλέφωνο;”, πετάχτηκε κάποια στιγμή ο διοικητής της ΕΣΑ, ο Χατζηζήσης». – Επομένως οι ΕΣΑτζήδες σας οδήγησαν στο 401 όπου νοσηλευόταν ο άντρας σας; «Έτσι ακριβώς. Πήγαμε στο γραφείο του Δαβαρούκα στη νευρολογική κλινική. Μαζί μου ήταν και ο περιβόητος γιατρός, ο Κόφας, ο οποίος για πάσα ασθένεια έδινε πορτοκαλάδα και ασπιρίνη! Πήρα τον ιατρικό φάκελο του Σπύρου στα χέρια μου. Κοιτάζοντας τις εξετάσεις, έψαχνα να βρω ημερομηνία εισαγωγής. Ένα από τα χαρτιά έγραφε “27 Μαΐου”. Ο Σπύρος είχε βασανιστεί και από τις πρώτες σχεδόν ώρες τον είχαν σακατέψει. Παρόλ’ αυτά σε όλο αυτό το διάστημα των 47 ημερών, εγώ συνέχιζα να επισκέπτομαι την ΕΑΤ-ΕΣΑ, νομίζοντας ότι τον κρατούσαν εκεί. Φύγαμε από το γραφείο με προορισμό τη νευρολογική πτέρυγα. Ο διάδρομος έμοιαζε ατελείωτος. Φτάσαμε στο θάλαμο και αυτοί που με συνόδευαν, ξεκλείδωσαν την πόρτα. Αυτό που διαπίστωσα τελικά είναι ότι τον πήγαν στις 23 Μαΐου στα κρατητήρια, τον ανέκριναν και τον βασάνισαν. Ο Σπύρος δε μιλούσε ότι και αν τον ρωτούσαν. Τον χτυπούσαν 6-7 ΕΣΑτζήδες. Ανάμεσά τους ο Σπανός και ο Χατζηζήσης. Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 27 Μαΐου τον είχαν αποτελειώσει. Όμως δεν τον πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο. Τον άφησαν και κοιμήθηκε μέσα στα αίματα και στα ούρα. Στο νοσοκομείο τον έστειλαν την Κυριακή». – Γιατί εισήχθη στο 401 με το ψευδώνυμο Μιχαηλίδης και αιτιολογία εισαγωγής «τρακάρισμα στον ιππόδρομο». Ήταν τέτοια η σύγχυση της χούντας μπροστά στο σοβαρό αυτό περιστατικό; «Σε όλους τους ιατρικούς φακέλους του νοσοκομείου αναγραφόταν ως “Μιχαηλίδης”. Αυτό το έκαναν γιατί στο νοσοκομείο υπήρχαν γιατροί, αξιωματικοί και πολιτικό προσωπικό, οι οποίοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αποκρύψουν την ταυτότητα του Μουστακλή. – Πότε πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο και τον άφησαν ελεύθερο; «Ακολούθησε ένα διάταγμα που αμνήστευε τους αντιστασιακούς. Έτσι, τόσο ο Σπύρος όσο και άλλοι αντιστασιακοί όπως ο Παναγούλης, αφέθηκαν ελεύθεροι». – Ποια ήταν η δική σας αντίδραση βλέποντας για πρώτη φορά τον άντρα σας; «Έβαλα τις φωνές και άρχισα να απευθύνομαι στους γιατρούς. Ρωτούσα όποιον έβρισκα γιατί δεν με είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα. Η απάντηση που πήρα από τον Δαβαρούκα ήταν απολύτως κυνική: “Τι φωνάζεις; Είσαι πολύ αγενής συνάδελφος!” Αυτό που δεν θα ξεχάσω όμως, ήταν όταν σήκωσα τις πιτζάμες του Σπύρου. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν ένα πελώριο τραύμα στο πόδι. Οι μηροί του ήταν ριγέ από τα χτυπήματα με τα γκλομπ. Ήταν σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό. Είχαν παραλύσει το δεξί του χέρι και πόδι. Την επόμενη μέρα διασταυρώθηκα σε κάποιο διάδρομο μια υπολογαχό του υγειονομικού. Στην κουβέντα της ξέφυγε και μου είπε πως όταν έφεραν τον άντρα μου στο 401 “ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Σας ορκίζομαι στο παιδί μου”, τη θυμάμαι χαρακτηριστικά να ομολογεί. Ωστόσο στην κατάθεσή της, δεν ανέφερε τίποτα από αυτά. Την είχαν δασκαλέψει. Μετά το 401 παρά το γεγονός ότι προσπαθήσαμε να πάμε στο εξωτερικό για θεραπεία, δεν μας το επέτρεψαν. Έτσι καταλήξαμε στην Πολυκλινική Αθηνών. Ο διευθυντής της νευροχειρουργικής, ο Οικονόμου, είχε προφανώς συμβουλευτεί το μαθητή του στο Πανεπιστήμιο, το Δαβαρούκα από το 401. Όταν ρώτησα τον Οικονόμου γιατί κανείς δεν μας ειδοποίησε ώστε να αντιμετωπίσουμε εγκαίρως την κατάσταση, μου απευθύνθηκε απαξιωτικά: “Και ποια είσαι εσύ που θα σε ειδοποιήσουμε; Μία κοινή θνητή!”. Μπορεί να ήμουν κοινή θνητή, αλλά ήμουν η γυναίκα του… Ποτέ δεν ήρθε ένας συνάδελφος να με ειδοποιήσει για τον άντρα μου. Κι εγώ γιατρός ήμουν, αλλά πάνω απ’ όλα ήμουν η γυναίκα του Σπύρου, ο πρώτος άνθρωπος που έπρεπε να ενημερώσουν και κανείς δεν ευαισθητοποιήθηκε. Στη συνέχεια ζήτησα τη σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου». – Ποιες είναι οι ευθύνες του ιατρικού προσωπικού στην υπόθεση του συζύγου σας; «Θα σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Διευθυντής του 401 ήταν τότε ο Παρασκευάς Τζιφόπουλος. Παρά το γεγονός ότι είχαν αλλάξει το όνομα του Σπύρου, κάνοντας εισαγωγή με το όνομα Μιχαηλίδης, ο Τζιφόπουλος γνώριζε τον άντρα μου και δεν είπε τίποτα. Κι αυτό γιατί και οι δυο τους είχαν συμμετάσχει στον πόλεμο της Κορέας. Ο Τζιφόπουλος μάλιστα ισχυρίστηκε ότι ο Σπύρος βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, κατά την κατάθεσή του. Ποτέ όμως δεν είπε ότι τον είχαν φέρει από το ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μάλιστα, όταν ζήτησα ευθύνες από το Τζιφόπουλο μου απάντησε επιδεικτικά: “Καλά του κάναμε! Τέτοιος που ήταν! Γιατί διαμαρτύρεστε; Τέτοια βασανιστήρια γίνονται και στην Αμερική και στη Ρωσία”. Και Δαβαρούκας με τη σειρά του: “Καλά να πάθει. Στο κάτω-κάτω εσύ τον διάλεξες. Τέτοιος που ήταν, δεν ήταν άνθρωπος να σκεφτεί την οικογένειά του”. Έτσι και ο Παττακός πριν από μερικά χρόνια είχε πει σε συνέντευξή του: “Καλά του κάναμε. Να ησυχάσουμε. Η δύναμις επιβάλλεται δια παντός τρόπου. Ό,τι δε λύνεται, κόβεται. Σπαθί”». – Αθωώθηκαν όσοι γιατροί βρέθηκαν στο εδώλιο; «Βεβαίως. Μηδενός εξαιρουμένου!» – Θα συγχωρούσατε τους βασανιστές του άντρα σας; «Η αλήθεια είναι ότι δεν ήρθε κανείς μέχρι στιγμής να μου ζητήσει συγνώμη. Άλλωστε δεν είμαι εδώ για να μοιράζω συγχωροχάρτια». – Τα χρόνια που ακολούθησαν πώς ήταν για εσάς, ζητήσατε τη συμβολή άλλων γιατρών πέρα από τους Έλληνες; «Ζητήσαμε από την Αμαλία Φλέμινγκ να μας βοηθήσει να βρούμε ένα γιατρό για να εξετάσει το Σπύρο. Ο γιατρός ήρθε όντως από το εξωτερικό και συνέταξε το ιατρικό πόρισμα. Ήταν σαφής: το χτύπημα προήλθε από χτύπημα. Στις αγγειογραφίες φαινόταν ότι τον είχαν χτυπήσει στο διχασμό της έσω καρωτίδας, δημιουργώντας αιμάτωμα στο αγγείο. Ήταν σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό καθότι η θρόμβωση που δημιουργήθηκε παρεμπόδιζε τη ροή του αίματος. Θα είχαμε προλάβει τα χειρότερα, εάν είχαμε αντιμετωπίσει το περιστατικό αμέσως, χορηγώντας αντιπηκτικά φάρμακα. Στη συνέχεια πήγαμε στην Αμερική με τη βοήθεια του Έντγκαρ Κένεντι, επισκεφθήκαμε το Κογκρέσο. Συναντήσαμε βουλευτές των Δημοκρατικών, ενώ οι αμερικάνικες εφημερίδες έγραψαν αρκετά για τη συγκεκριμένη επίσκεψη. Επισκεφθήκαμε το νοσοκομείο. Έξι μήνες μετά όμως, η πορεία της υγείας του ήταν μη αναστρέψιμη». – Ωστόσο επέζησε ακόμα 13 χρόνια. Πέθανε το 1986. «Ναι. Είχε το αυτοκίνητο και τον οδηγό του για να μετακινείται. Ήταν πολύ δραστήριος ακόμα και όταν ήταν άρρωστος. Επισκεπτόταν τους τόπους εξορίας στη Σαμοθράκη και στην Αρκαδία, στο Καστρί, όπου ήταν εξόριστος ο ίδιος. Εγώ μεγάλωνα ταυτόχρονα ένα μικρό παιδί, ενώ περιποιόμουν το Σπύρο. Το παιδί από την πλευρά του έβλεπε έναν πατέρα που δεν το αγκάλιασε ποτέ, δεν μπορούσε ούτε να του μιλήσει. Συχνά ήταν δύσκολος ο χειρισμός ενός ασθενή όπως ο Σπύρος, καθότι συχνά ήταν τα ξεσπάσματά του λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν. Καταλάβαινε τα πάντα παρόλ’ αυτά. Κάποιες φορές απαντούσε μονολεκτικά, κάποιες άλλες παρέμενε σιωπηλός. Στο νοσοκομείο και στο σπίτι τον επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι, ενώ έκανε πολλά ταξίδια έως και την τελευταία στιγμή. Προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Πέθανε το 1986 από έμφραγμα. Ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένος από την περιπέτειά του. Ωστόσο ποτέ του δεν διαμαρτυρήθηκε. Μάλιστα προσπαθούσε και είχε καταφέρει να περπατάει μόνος του. Και κάτι ακόμα. Ο Σπύρος δεν ήθελε ποτέ να τον αποκαλούν στρατηγό. Μάλιστα, όταν κάποιος τον φώναζε στρατηγό, άπλωνε το χέρι κάτω από την καρέκλα και μούτζωνε. Ήθελε πάντα να τον φωνάζουν Σπύρο. Επιθυμία, ενδεικτική της στάσης που ακολουθούσε στη ζωή του».