Το «CSI: Crime Scene Investigation», η λατρεμένη τηλεοπτική σειρά που παίζεται ανελλιπώς εδώ και 16 χρόνια στις διάφορες εκδοχές της, συνεχίζει να μαγεύει τους τηλεθεατές με τις δαιμόνιες ερευνητικές διαδικασίες και την απίθανη αστυνομική δουλειά που λαμβάνει χώρα στα απαστράπτοντα εργαστήρια. Σήμερα, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, όλα είναι δυνατά στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης και η λύση έρχεται πολλές φορές από τη χρήση καινοτόμων τεχνικών αλλά και λίγης ανατρεπτικής σκέψης. Ανατρεπτική σκέψη θεωρούνταν βέβαια λίγο παλιότερα, εκεί στις απαρχές του 20ού αιώνα, η ίδια η Σήμανση, μια επιστήμη που γεννήθηκε και ανδρώθηκε θεωρητικά στην Ευρώπη, αν και έμελλε να δοκιμαστεί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί που θα λάμβαναν χώρα οι μεγαλύτερες τομές της στα επόμενα πενήντα χρόνια. Σε μια εποχή δηλαδή που δεν υπήρχε το τεστ DNA για να εξακριβωθεί η παρουσία ή ακόμα και η ταυτότητα του δράστη και οι διωκτικές αρχές ήταν αναγκασμένες να βασίζονται σε αποσπασματικές πληροφορίες και σποραδικά ίχνη. Οραματιστές ευρωπαίοι επιστήμονες άρχισαν να υπαινίσσονται δειλά δειλά πως φωτογραφίες από τον τόπο του εγκλήματος, βαλλιστικά ίχνη, δείγματα από τρίχες, κηλίδες αίματος, ίνες υφασμάτων, κομμάτια μπογιάς και αποτυπώματα ελαστικών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την αστυνομία για τη διαλεύκανση κακουργημάτων, μπολιάζοντας έτσι δημιουργικά τα μυαλά μερικών ακόμα πιονέρων, αστυνομικών αυτή τη φορά. Την ώρα λοιπόν που τα σύννεφα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κύκλωναν την Ευρώπη, στη Γαλλία λειτουργούσε ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια (από το 1910) το πρώτο εγκληματολογικό εργαστήριο της οικουμένης, καθώς εκεί ζούσαν μια σειρά από καθηγητές που είχαν αφήσει γερή παρακαταθήκη στην πρώιμη εγκληματολογία. Το πρώτο κρατικό εργαστήριο εγκληματολογικών ερευνών άνοιξε τις πύλες του στο Μόντρεαλ του Καναδά τον Ιούλιο του 1914 (Laboratoire de Recherches Medico-Legales), καθώς ο διευθυντής του, δρ Wilfred Derome, ήταν απόφοιτος του τμήματος Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστήμιου του Παρισιού, εκεί που λάμβανε χώρα δηλαδή όλη η σχετική έρευνα. Πουθενά όμως δεν θα γινόταν σοβαρότερη εγκληματολογική έρευνα από το εργαστήριο που έστησε στο Αστυνομικό Τμήμα του Λος Άντζελες το 1923 ένας εξίσου οραματιστής αξιωματικός της αστυνομίας, ο August Vollmer, βάζοντας έτσι τα θεμέλια για να γίνει επαγγελματική και επιστημονική η ντετεκτιβίστικη δουλειά της εξιχνίασης εγκλημάτων. Η δουλειά του ήταν μάλιστα τόσο καινοτόμα και αποτελεσματική που τρία χρόνια αργότερα, όταν ιδρύθηκε το Γραφείο Ερευνών των ΗΠΑ -ο προάγγελος του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών (FBI)-, πάτησε πάνω στη δική του δουλειά για να οργανώσει και να στελεχώσει το μεγαλύτερο αστυνομικό εργαστήριο που θα έβλεπε ο κόσμος (στην Ουάσιγκτον)! Το φοβερό και τρομερό CSI του Λος Άντζελες, στην κόψη πάντοτε της τεχνολογίας αιχμής, έλυνε τώρα τα εγκλήματα το ένα πίσω από το άλλο και τα εγκληματολογικά δεδομένα του δεν αμφισβητούνταν από κανέναν. Παρά το γεγονός ότι οδήγησε τη Σήμανση σε δυσθεώρητα ύψη, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην παγκόσμια καθιέρωσή της ως ο ιδανικότερος τρόπος αστυνομικής έρευνας, η φήμη του εργαστηρίου κηλιδώθηκε σχετικά πρόσφατα, το 1994, στην πολύκροτη υπόθεση της διπλής δολοφονίας του αστέρα του ράγκμπι O.J. Simpson: οι δικηγόροι του κατηγόρησαν το εργαστήριο και επιτέθηκαν στην κακή ποιότητα του εξοπλισμού αλλά και την έλλειψη επαγγελματισμού στη δουλειά του. Τα χρονικά της δίκης έριξαν πράγματι άπλετο φως στον απαρχαιωμένο εξοπλισμό του εργαστηρίου αλλά και τον τρομακτικό φόρτο δουλειάς των εγκληματολόγων του. Του ίδιου εργαστηρίου δηλαδή που εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια ήταν στην εμπροσθοφυλακή της πρωτοποριακής αστυνομικής έρευνας, όταν υιοθέτησε το σλόγκαν «κάθε έγκλημα αφήνει ίχνη» και έβαλε σκοπό ζωής να ανανεώσει τον τρόπο που συλλαμβάνονταν οι εγκληματίες. Τρόποι έρευνας όπως η δακτυλοσκοπία, τα βαλλιστικά ίχνη, η δικαστική γραφολογία, η ανάλυση οπτικοακουστικών υλικών, οι βιοχημικές εξετάσεις, αλλά και η στατιστική καταγραφή και το αρχείο χρωστούν πολλά στον Vollmer και την Αστυνομία του Λος Άντζελες, που άλλαξε λίγο πολύ την πορεία εξιχνίασης των εγκλημάτων…
Πώς ξεκίνησαν όλα
Ήδη από τον 16ο αιώνα, ευρωπαίοι γιατροί και καθηγητές πανεπιστήμιου άρχισαν να συλλέγουν πληροφορίες για τα αίτια θανάτου των ανθρώπων. Ορόσημο ήταν εδώ ο γάλλος στρατιωτικός γιατρός Ambroise Pare, ο οποίος μελέτησε συστηματικά τις επιπτώσεις των βίαιων θανάτων στα εσωτερικά όργανα του νεκρού. Τα θεμέλια της ιατροδικαστικής είχαν τεθεί και το γάντι σήκωσαν πρόθυμα ιταλοί, γάλλοι και γερμανοί παθολόγοι συμβάλλοντας τα μέγιστα στην καθιέρωση αυτού που ονομαζόταν τότε «αστυνομική ιατρική». Η ανθρωπότητα θα έπρεπε βέβαια να περιμένει τον Διαφωτισμό και τον 18ο αιώνα για να στραφεί η εγκληματολογική έρευνα στα πειστήρια από τον τόπο του εγκλήματος και να εγκαθιδρυθεί ο Ορθός Λόγος, απαλλάσσοντας τη Δύση από δεισιδαιμονίες και μεταφυσικές αγκυλώσεις που έκαναν τη διαλεύκανση των εγκλημάτων (αλλά και τη δικαστική υποδοχή τους) να μοιάζει επικινδύνως πολύ με αυθαίρετες παραδοχές των αστυνομικών ερευνητών. Οι πρώτες καταδίκες με βάση εγκληματολογικά δεδομένα έλαβαν χώρα στην Αγγλία στις αρχές του 19ου αιώνα, αν και πάλι θα χρειαζόταν δύο ανθρώπους για να εγκαθιδρυθεί η εγκληματολογία στην αστυνομική έρευνα. Ο πρώτος ήταν ο αυστριακός νομομαθής, ακαδημαϊκός και ανακριτής Χανς Γκρος, ο «πατέρας της εγκληματολογίας», ο οποίος αφού έπεισε την αστυνομία της Ευρώπης να στραφεί στα πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία, ίδρυσε την πρώτη πανεπιστημιακή έδρα εγκληματολογίας, ως μια επιστήμη βοηθητική του Ποινικού Δικαίου. Ο ίδιος ο Γκρος, λειτουργώντας ως ντετέκτιβ-σύμβουλος της αστυνομίας, εφάρμοσε επιστημονικές μεθόδους συλλογής στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος και έγραψε δύο μνημειώδη συγγράμματα που αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της εγκληματολογίας και της ανακριτικής! Μέχρι και πρακτικό εγχειρίδιο συνέταξε για τους ερευνητές της αστυνομίας αλλά και τους ανακριτικούς υπαλλήλους για την αποτελεσματική συλλογή δεδομένων. Ο δεύτερος ήταν ο Edmond Locard, ο περιβόητος «Σέρλοκ Χολμς της Γαλλίας», ο οποίος πατώντας πάνω στην εμβληματική εργασία του Γκρος, έθεσε τα θεμέλια της Σήμανσης όταν ισχυρίστηκε ότι «κάθε φορά που δύο αντικείμενα έρχονται σε επαφή, υλικά ανταλλάσσονται μεταξύ τους». Η Αρχή του Locard, όπως ονομάστηκε η κατακλείδα του ότι «κάθε επαφή αφήνει ίχνη», ήταν το αρχιμήδειο σημείο της αστυνομικής εγκληματολογικής έρευνας! Τόσο πίστευε στη δουλειά του ο καθηγητής που το 1910 παραιτήθηκε από τα διδακτικά του καθήκοντα για να ιδρύσει το εγκληματολογικό του εργαστήριο, το πρώτο που έβλεπε ποτέ ο πλανήτης. Αφού κατάφερε να πείσει, ένας Θεός ξέρει πώς, την Αστυνομία της Λυών να του εκχωρήσει δυο δωμάτια στη σοφίτα του κτιρίου αλλά και δυο βοηθούς ντετέκτιβ, ο ακαδημαϊκός έγραψε ιστορία όταν αθώωνε ή χαντάκωνε υπόπτους με βάση τα πειστήρια από τον τόπο του εγκλήματος. Αφού άφησε και το κολοσσιαίας σημασίας εφτάτομο έργο του «Πραγματεία Εγκληματολογίας» κληρονομιά στην ανθρωπότητα, ο Locard συνέχισε την καινοτόμα έρευνά του μέχρι και τον θάνατό του το 1966. Στα «ψιλά» της ιστορίας του, ο Locard ήταν μαθητής του επίσης πιονέρου της εγκληματολογίας Alexander Lacassagne, ο οποίος βοηθούσε τους δικαστές στην ετυμηγορία τους παρέχοντάς τους ιατροδικαστικά δεδομένα σε πραγματικές εγκληματικές περιπτώσεις. Τα κελεύσματα του γάλλου ακαδημαϊκού έμελλε να βρουν πρόθυμα αυτιά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όταν ένας αξιωματικός της Αστυνομίας θέλησε να ανανεώσει την εγκληματολογική έρευνα έπειτα από μια σειρά πολύκροτων αποτυχιών…
Ο οραματιστής διοικητής και το πρώτο πραγματικό αστυνομικό εργαστήριο
Ήταν το 1923 όταν ο πρώην διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος του καλιφορνέζικου Μπέρκλεϊ αποδέχτηκε τη νέα θέση του ως αρχηγός της Αστυνομίας του Λος Άντζελες. Ήταν σαφώς μια τιμητική προαγωγή για τον αναμορφωτή αξιωματικό, ο οποίος είχε ήδη μεταμορφώσει την αστυνομική δουλειά που γινόταν στο Μπέρκλεϊ και με το παραπάνω. Ο πρώην σερίφης της πόλης (πριν αναλάβει τη θέση του διοικητή όταν ιδρύθηκε το Αστυνομικό Τμήμα του Μπέρκλεϊ), ανακάλυψε μια μέρα την πλήρη απουσία εγκληματολογικής βιβλιογραφίας στις ΗΠΑ. Θέλοντας να θέσει καθιερωμένα πρότυπα στην αστυνομική έρευνα, όργωνε τις βιβλιοθήκες του φημισμένου πανεπιστήμιου της πόλης, αν και μάταια. Αποφάσισε λοιπόν να ξεψαχνίσει τα συγγράμματα των ευρωπαίων ακαδημαϊκών που μιλούσαν για τέτοια θέματα, όταν και σκόνταψε πάνω στα μνημειώδη συγγράμματα του Γκρος και του Locard! Ακόμα και το βιβλίο του Eugene Francois Vidocq παρήγγειλε, του επικεφαλής του τμήματος ερευνών της Αστυνομίας του Παρισιού που είχε αρχίσει να υιοθετεί δειλά δειλά τις επιταγές των ακαδημαϊκών εγκληματολόγων. Κι έτσι ξεκίνησε την οδύσσειά του να εκσυγχρονίσει τόσο το ίδιο το τμήμα όσο και τον τρόπο διεξαγωγής των επιτόπιων ερευνών. Αφού εγκαθίδρυσε περίπολο με ποδήλατα (και μηχανές και περιπολικά αργότερα) και έφτιαξε το πρώτο συγκεντρωτικό αστυνομικό αρχείο, για την καλύτερη οργάνωση των ογκωδέστατων φακέλων, εκπαίδευε τους βοηθούς του στη σκοποβολή και έκανε πολλά πολλά ακόμα, τόσα που θα του εξασφάλιζαν τον τίτλο του «πατέρα της σύγχρονης αστυνομικής». Όταν κατέφτασε λοιπόν στο Λος Άντζελες το 1923, είχε ήδη την καλή του φήμη να προηγείται. Και βέβαια εκεί τα έδωσε όλα! Ήταν πράγματι ο πρώτος διοικητής που ζητούσε από τους αστυνομικούς του πανεπιστημιακό πτυχίο, έχοντας καταφέρει λίγο νωρίτερα (1916) να πείσει το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια (στο Μπέρκλεϊ) να αρχίσει να διδάσκει ποινική δικαιοσύνη. Εννοείται ότι τοποθετήθηκε αυτός διευθυντής του νεοσύστατου τμήματος και ήταν πάλι αυτός που εκπαίδευσε τις πρώτες φουρνιές των ποινικών εγκληματολόγων που θα ανανέωναν ευθύς αμέσως το παιχνίδι. Στον απόηχο της πανεπιστημιακής δουλειάς του Vollmer, το Πανεπιστήμιο της Γουιτσιτά ίδρυσε το πρώτο τμήμα για αστυνομικές σπουδές. Ήταν η απαρχή της ποινικής εγκληματολογίας ως ακαδημαϊκός κλάδος. Στο Λος Άντζελες πια, ο Vollmer υιοθέτησε αμέσως -και πρώτος φυσικά- τη χρήση μιας πειραματικής συσκευής που είχε αναπτυχθεί στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια και οι δημιουργοί της αποκαλούσαν «ανιχνευτή ψεύδους»! Αφού υποστήριξε οικονομικά προγράμματα ανακούφισης και περίθαλψης παιδιών, αφού έδειξε απίστευτη επιείκεια σε μικροκακοποιούς και ξεστρατισμένους και αφού ενθάρρυνε ανοιχτά την είσοδο στην αστυνομία τόσο των γυναικών όσο και των Αφροαμερικανών, ήταν έτοιμος για τη μεγαλύτερη συνεισφορά του στην αστυνομική δουλειά. Κι αυτό γιατί πίστευε ακράδαντα πως η επιστημονική ανάλυση των εγκληματικών στοιχείων όχι μόνο έχει θέση στην έρευνα αλλά είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της. Ο Vollmer παρήγγειλε την ίδρυση του πρώτου αστυνομικού εγκληματολογικού εργαστηρίου των ΗΠΑ, προλαβαίνοντας το FBI κατά εφτά ολόκληρα χρόνια. Την 1η Ιουλίου 1923, ο αστυνόμος Rex Welsh γινόταν ο πρώτος που τοποθετούνταν στην πειραματική δομή ερευνών του διοικητή επειδή είχε περάσει από κάποια σεμινάρια και κάτι σκάμπαζε από εγκληματολογία. Ο Vollmer τον έστειλε στο πανεπιστήμιο να μάθει τα πράγματα σωστά και όταν επέστρεψε στα καθήκοντά του, έγινε η καρδιά του εργαστηρίου. Αλλά και τα μάτια και τα αυτιά του, μιας και ήταν μόνος! Αφού του έδωσαν ένα απαρχαιωμένο μικροσκόπιο, μερικά χημικά στοιχεία και μια χούφτα δοκιμαστικούς σωλήνες, τον στρίμωξαν σε μια τρύπα της Κεντρικής Διεύθυνσης του αστυνομικού τμήματος για να κάνει τις αναλύσεις του. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια εποχή που οι νεωτερισμοί αυτοί φάνταζαν καθαρές αποκοτιές και ο Vollmer έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός στο πώς ξόδευε τα πολιτειακά λεφτά. Το ξεκίνημα του εργαστηρίου του ήταν δύσκολο και τα σαμποτάζ των συναδέλφων δεν έλειπαν, την ίδια ώρα που ο αστυνόμος Welsh πάλευε να στήσει τα παλαιομοδίτικα μηχανήματά του, να κάνει αξιόπιστες μετρήσεις και να σκαρώσει επιστημονικές μεθοδολογίες στις έρευνές του που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα ποινικά δικαστήρια. Το 1929 το εργαστήριο του Vollmer δέχτηκε μια καλή χείρα βοηθείας όταν προσλήφθηκε ο πρώτος πολίτης υπάλληλος, ένας πτυχιούχος στη φαρμακολογία που καθιέρωσε πρωτόκολλα ανάλυσης των αποδεικτικών στοιχείων. Ο Ray Pinker ήταν αυτός που πρότεινε και εγκαθίδρυσε τελικά την πρακτική της χρήσης επιστημονικών μετρήσεων στον τόπο του εγκλήματος! Ο Welsh επικεντρώθηκε τώρα στις τοξικολογικές και βιοχημικές αναλύσεις, αφήνοντας στον καταρτισμένο Pinker την πιο απαιτητική τεχνική δουλειά της συλλογής πειστηρίων από τις σκηνές του εγκλήματος. Ο Rex Welsh σκοτώθηκε σε τραγικό δυστύχημα με τη βάρκα του το 1934 και στα καθήκοντά του τον διαδέχτηκε ο αστυνόμος Leland Jones. Με τον Pinker εξπέρ πια στην επιτόπια έρευνα, ο νέος υπάλληλος του εργαστηρίου εντρύφησε στην περισυλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων, γινόμενος άσος τελικά της δακτυλοσκοπίας. Χρειάστηκε χρόνο πάντως το εργαστήριο του Vollmer για να αποσπάσει τον σεβασμό των αστυνομικών ντετέκτιβ, καθώς ποιος θα μπορούσε να περιμένει ότι ένα απειροελάχιστο δεδομένο, όπως ένας μικροσκοπικός σπόρος που πιάστηκε στο παπούτσι του υπόπτου, ήταν τώρα σε θέση να τον αθωώσει ή να τον ενοχοποιήσει! Στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, το εργαστήριο του Αστυνομικού Τμήματος του Λος Άντζελες αναπτύχθηκε και διαφοροποίησε τις δραστηριότητές του, φιλοξενώντας πια θεωρητικούς εγκληματολόγους, εξπέρ στα δακτυλικά αποτυπώματα, ιατροδικαστικούς φωτογράφους και όλων των λογιών τις ειδικότητες, καθώς η χρηματοδότηση ήταν πια γενναία και ακόμα και ο απαρχαιωμένος εξοπλισμός είχε αντικατασταθεί με τεχνολογίες αιχμής. Το εργαστήρι εκτελούσε πια αναρίθμητες εγκληματολογικές αναλύσεις και απαντούσε με πειστικό επιστημονικό τρόπο στις ερευνητικές ερωτήσεις. Η λαμπρή του φήμη προηγούνταν πια και πάμπολλοι Καλιφορνέζοι έπιναν νερό στο όνομά του, καθώς αθώωσε πολλούς από άδικες καταδίκες. Στη δεκαετία του 1950, το δημοτικό συμβούλιο της Πόλης των Αγγέλων ενέκρινε την επέκταση του αστυνομικού εργαστηρίου μέσω παραρτημάτων σε όλη την πόλη αλλά και την ανέγερση νέου κεντρικού τομέα. Το στρατηγείο του ιδρύθηκε σε έναν νέο ουρανοξύστη που υψώθηκε στο κέντρο του Λος Άντζελες και φιλοξενούσε τώρα όλα τα αστυνομικά καλούδια: εγκληματολογικό εργαστήριο, τμήμα ιατροδικαστικής φωτογραφίας, τμήμα ηλεκτρονικών, τμήμα πολυγράφου, τμήμα πλαστών εγγράφων και τμήμα δακτυλοσκοπίας φυσικά. Η πλειονότητα των υπαλλήλων του συνέχιζαν να είναι αστυνομικοί, μέχρι τη δεκαετία του 1970 τουλάχιστον όταν οι παλιοί συνταξιοδοτήθηκαν ή μετατέθηκαν και τις θέσεις τους κατέλαβε εξειδικευμένο πολιτικό προσωπικό. Αν και μια υποδιεύθυνση παρέμενε ακόμα στα χέρια των ένστολων: ήταν το Τμήμα Βαλλιστικής και Εκρηκτικών, που υποδέχτηκε τον πρώτο πολίτη υπάλληλο μόλις στη δεκαετία του 1990! Πολλά είχαν αλλάξει πια από την εποχή που ένας μοναχικός διοικητής και μια ομάδα δύο ατόμων θέλησαν να αλλάξουν τον τρόπο που διεξαγόταν η -όποια- αστυνομική έρευνα. Κι όλα ξεκίνησαν μέσα σε μια τρύπα με τίποτα περισσότερο από μια σειρά δοκιμαστικών σωλήνων, αν και ο αντίκτυπός της έμελλε να έχει παγκόσμια απήχηση στις επαγγελματικές αστυνομίες του μέλλοντος… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend