Το Μπίσβιλλερ είναι μια μικρή πόλη η οποία βρίσκεται μόλις 22 χιλιόμετρα έξω από το Στρασβούργο και 8 χιλιόμετρα από το Ρήνο και τα σύνορα της Γαλλίας με τη Γερμανία. Αποστολή στο Στρασβούργο: Γιώργος Λαμπίρης Λίγοι γνωρίζουν ότι εκεί εγκαταστάθηκαν Έλληνες μετά τη δεκαετία του ’60, δημιουργώντας τη δική τους παροικία. Όλοι τους από την Τένεδο. Το νησί προσαρτήθηκε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών και ανήκε στη Λήμνο. Ωστόσο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης προσαρτήθηκε μαζί με την Ίμβρο στην Τουρκία. Σταδιακά και τεχνηέντως η τουρκική πλευρά φρόντισε -όπως λένε η έλληνες κάτοικοι του Μπίσβιλλερ- για την αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου στην Τένεδο. Εκείνοι αναζήτησαν την τύχη τους στην Ελλάδα. Και οι τρεις προσπάθειές τους να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα απέτυχαν. Όπως λέει μία από τις γυναίκες κατοίκους της περιοχής, είναι σαν να έχουν την Ελλάδα μόνο… ακουστά. Οι ελληνικές αρχές τους προέτρεπαν να παραμείνουν στο νησί ώστε να μην χάσει την ελληνικότητά του. Έφτασαν εκεί, λέγοντας ότι έχασαν τα χαρτιά τους, επιδιώκοντας να παραμείνουν στη Γαλλία, η οποία εφάρμοζε ιδιαίτερα αυστηρή μεταναστευτική πολιτική.
Ελληνικά ως ξένη γλώσσα
Πενήντα χρόνια μετά τα εγγόνια μαθαίνουν τα ελληνικά υπό την πίεση των πρεσβύτερων. Σταδιακά το ελληνικό στοιχείο θα εκλείψει από την περιοχή, όπως και η ελληνική γλώσσα, καθώς η ενσωμάτωση των μικρότερων σε ηλικία κατοίκων στη γαλλική κουλτούρα, είναι σχεδόν ολοκληρωτική. Τα παιδιά πηγαίνουν στην ελληνική τάξη στο Στρασβούργο και μαθαίνουν τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα. Φοιτούν όμως σε γαλλικό σχολείο. Ακούν και μιλάνε γαλλικά. Η Γεωργία Λυμπερίου πήγε στο Μπίσβιλλερ το 1971. Ο σύζυγός της είχε προηγηθεί δύο χρόνια νωρίτερα. «Εκείνος δούλευε στο εργοστάσιο παραγωγής γκαζιού κι εγώ στο εργοστάσιο υφασμάτων», αφηγείται. «Φύγαμε από την Τένεδο, αλλά δεν μας έδιωξαν οι Τούρκοι. Φρόντισαν παρόλ’ αυτά να το κάνουν με τρόπο. Έκλεισαν το ελληνικό σχολείο και να περιόρισαν κάθε ελληνική δραστηριότητα στο νησί. Οι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο της Κωνσταντινούπολης. Όσοι μπορούσαν… Σταδιακά ο κόσμος άρχισε να εγκαταλείπει την Τένεδο. Άλλος πήγαινε στην Αυστραλία, άλλος στην Αμερική, άλλος στον Καναδά. Εμείς ήρθαμε εδώ».
«Θα πεθάνω με το παράπονο ότι δεν είχε την αγκαλιά της μάνας μου»
Στο ίδιο τραπέζι, ακριβώς δίπλα της, κάθεται η Βασιλική Καρβέλη. Μόλις συναντηθήκαμε στην έξοδο της ορθόδοξης εκκλησίας των Ελλήνων του Μπίσβιλλερ, φρόντισε να με πάρει παράμερα λέγοντάς: «Δεν ζητήσαμε και δεν ζητάμε ποτέ τίποτα. Θα πεθάνω όμως με το παράπονο ότι δεν είχα την αγκαλιά της μάνας μου. Ότι είχα να δω τον αδερφό μου 40 χρόνια και τον είδα πρόπερσι για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια. Για όλα αυτά έχει ευθύνη και η Ελλάδα». «Από το 1964 και ύστερα και τα πράγματα στο νησί άλλαξαν πολύ. Έπρεπε να δούμε τι θα κάνουμε. Έτσι έμεναν οι άνδρες να δουλέψουν και οι γυναίκες με τα παιδιά πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη για να στείλουν τα μικρά στο σχολείο. Να μη χαθεί η ελληνική γλώσσα. Στην Τένεδο δεν είχαμε ελληνικό σχολείο. Πηγαίναμε σε τουρκικό. Θυμάμαι, ήμουν μόλις 10 χρονών όταν έκλεισε. Στην τετάρτη. Και οι Τούρκοι με γύρισαν μία τάξη πίσω, καθώς δεν καταλάβαινα γρι τουρκικά».
Η τελευταία που πήγε στο Μπίσβιλλερ
«Είμαι ίσως η τελευταία που ήρθα στο Μπίσβιλλερ. Παντρεύτηκα στην Τένεδο το 1974. Κι έμοιαζε ότι θα ήταν ο τελευταίος γάμος Ελλήνων στο νησί. Το 1994 όμως, 20 χρόνια μετά, παντρεύτηκε και η μικρή αδερφή μου, που την είχα αφήσει μόνη με τη μάνα μου, σε ηλικία 5 χρονών. Εκείνη πήγε στην Ελλάδα. Η μητέρα το ίδιο. Κράτησε όμως το σπίτι στην Τένεδο».
«Το ελληνικό προξενείο μας ζήτησε να παραμείνουμε στην Τένεδο για να μη χαθεί η ελληνικότητά της»
«Όταν άρχισαν τα κυπριακά, οι Τούρκοι έστειλαν ειδοποιητήριο κατάταξης στον άνδρα μου. Έπρεπε να τον πάρουν φαντάρο. Δεν πήγε ποτέ», συνεχίζει την αφήγησή της η κυρία Βασιλική. «Ήταν Χριστιανός και δεν τον ήθελαν. Φεύγοντας οριστικά το 1975 από την Τένεδο, πήγαμε στην Ελλάδα για να γλιτώσουμε. Απευθυνθήκαμε στο ελληνικό προξενείο. Εκείνοι μας προέτρεψαν να παραμείνουμε για να μην χάσουν την ελληνικότητά τους τα δύο νησιά. Έτσι, αναγκαστήκαμε με μία βαλίτσα στο χέρι να στραφούμε στη Γαλλία. Το γαλλικό προξενείο μας χορήγησε ελληνική βίζα για να μπορέσουμε να πάμε στην Ελλάδα. Είδαμε όμως ότι δεν θα μας έδιναν ποτέ την ελληνική υπηκοότητα. Κι έτσι επιστρέψαμε στο Στρασβούργο. Νομίζαμε πως η επιστροφή μας θα ήταν προσωρινή. Ο άνδρας μου όμως βρήκε δουλειά εδώ. Και τα λίγα χρόνια έγιναν πολλά…».
«Την Ελλάδα την έχουμε μόνο ακουστά»
«Η Ελλάδα μας έδιωξε. Θυμάμαι σαν τώρα τους υπεύθυνους του ελληνικού προξενείου να λένε: “Θα πιείτε το πικρότερο ποτήρι”. Κι έτσι έγινε. Οι Έλληνες ήμαστε φυγάδες από την Τένεδο. Πληρώναμε τούρκους διακινητές, η οποίοι φρόντιζαν να μας περνάνε λαθραία στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Η Ελλάδα όμως δεν μας δέχτηκε ποτέ. Αν μας είχε δεχτεί, τώρα δεν θα ήμαστε εδώ. Κινηθήκαμε μαζικά τουλάχιστον τρεις φορές, ζητώντας τη χορήγηση ελληνικής υπηκοότητας, καθότι είχαμε ήδη την τουρκική. Μάλιστα όταν ήρθαμε στο Στρασβούργο, όλοι νόμιζαν πως είμαστε Τούρκοι. Πολλά μας έταξαν, τίποτα δεν έγινε πράξη. Στο τέλος, οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που μας δέχτηκαν και μας προσέφεραν υπηκοότητα. Την Ελλάδα μόνο ακουστά την έχουμε όλα αυτά τα χρόνια». «Γυρίζοντας πίσω στο 1974, δεν μπορώ να ξεχάσω όσα έζησα στην Τένεδο. Σήμερα, 42 χρόνια μετά, επιστρέφω και γυρίζω διαρκώς το κεφάλι μου πίσω φοβισμένη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις εικόνες πολέμου που αντίκρισα. Οι τηλεοράσεις έδειχναν το βράδυ ότι οι Έλληνες βασάνιζαν τους Τούρκους. Αντιθέτως οι Τούρκοι ήταν εκείνοι οι οποίοι βασάνιζαν τα κορίτσια στην Κύπρο». Παρακολουθώντας τη συζήτηση, ο έλληνας πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, Αστέριος Αργυρίου, παίρνει το λόγο. «Η Τένεδος ήταν μια φυλακή ελεύθερων καταδίκων. Οι Έλληνες ζούσαν σκλαβωμένοι στο ίδιο τους το νησί κι ας μην τους έδιωξαν με τη βία οι Τούρκοι», προσθέτει ο καθηγητής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Βαρθολομαίος
«Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης έπαιξε κι εκείνο το ρόλο του. Ό,τι μπόρεσε να κάνει το έκανε. Χωρίς να μπορεί να τους προστατέψει περισσότερο. Θυμάμαι το σημερινό πατριάρχη Βαρθολομαίο, ο οποίος τότε ήταν ακόμα δεσπότης. Είχα πάει στην Κωνσταντινούπολη σε ένα συνέδριο. Εκείνος έμαθε ότι είμαι από το Στρασβούργο. Με φώναξε κοντά του και ρωτούσε για τους Έλληνες του Μπίσβιλλερ… Ωστόσο κανείς δεν βοήθησε αυτούς τους ανθρώπους. Ο μόνος φορέας που θα μπορούσε πραγματικά να κάνει κάτι ήταν οι ελληνικές αρχές. Είχα πάει τρεις φορές στο υπουργείο Εξωτερικών στην Ελλάδα, στάθηκε όμως αδύνατο να λάβουν οι Έλληνες την υπηκοότητα. Η μόνιμη απάντηση ήταν ότι με τη φυγή τους θα αποδυναμωνόταν η ελληνική παρουσία στην περιοχή». Όταν ακούει να γίνεται κουβέντα για την Εκκλησία, η Βασιλική Καρβέλη, αμφισβητεί το ρόλο της. Όπως λέει κανείς δεν ενδιαφέρθηκε επί της ουσίας. «Βρίσκομαι εδώ από τότε που ήμουν αρκετά νέα. Και όλα αυτά τα χρόνια ένας δεσπότης, ένας πατριάρχης δεν ήρθε. Τώρα η Τένεδος είναι άδεια. Κανείς όμως δεν ενδιαφέρθηκε τότε που έπρεπε. Να ρωτήσει εάν ζούμε ή εάν πεθάναμε. Ακούμε σήμερα ότι η Τένεδος είναι ωραίο νησί. Ναι… Ένα ωραίο νησί, στο οποίο κατοικούν μόνο Τούρκοι», προσθέτει με νόημα. «Το αποτέλεσμα είναι ότι τα εγγόνια μας μιλάνε μισά Ελληνικά. Και μισά Γαλλικά. Και τα Ελληνικά τους τα μιλάνε με το ζόρι, επειδή εμείς προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη γλώσσα. Ωστόσο τίποτα δεν δείχνει ότι θα κρατηθεί το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή που μένουμε. Μόλις πεθάνουμε εμείς, τα εγγόνια και τα δισέγγονα θα είναι εξ ολοκλήρου Γάλλοι». «Η Ίμβρος αντιθέτως στηρίχθηκε με κάθε τρόπο γιατί ο πατριάρχης είναι Ίμβριος, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι δεσποτάδες», συμπληρώνει. Ο κύριος Αργυρίου επιβεβαιώνει ότι αρκετοί δεν γνώριζαν την παρουσία των Ελλήνων του Μπίσβιλλερ. Οι περισσότεροι είχαν αποκομίσει επιδερμικές εντυπώσεις χωρίς να μπορούν να προφέρουν ακόμα και το όνομα της μικρής πόλης. «Θα σας περιγράψω ένα περιστατικό. Αστείο αλλά και τραγικό. Από το 1970 έως το 1974 ήμουν καθηγητής πανεπιστημίου στο Αλγέρι. Το 1974 επέστρεψα στο Στρασβούργο, απ’ όπου είχα φύγει προσωρινά. Μία μέρα είχα πάει στο Παρίσι και επισκέφθηκα τον ορθόδοξο μητροπολίτη, Μελέτιο. “Αργυρίου τώρα που θα ανέβεις στο Στρασβούργο υπάρχει ένα χωριό… να δεις πώς το λένε… Πήγαινε να τους βρεις και πες μου τι γίνεται”, είπε τότε ο δεσπότης. Φανταστείτε ότι δεν θυμόταν ούτε το όνομα του χωριού».
«Είναι Τούρκοι αλλά μιλάνε άλλη γλώσσα, δεν μιλάνε Ελληνικά»
«Όταν ήρθα στο Μπίσβιλλερ, πήγα στο αστυνομικό τμήμα, αναζητώντας αυτή τη μικρή κοινότητα Ελλήνων. Ο αστυνομικός με κοίταξε παραξενεμένος και μου είπε: “Δεν υπάρχουν Έλληνες εδώ”. Ξαφνικά πετάχτηκε πίσω μου ένας άλλος: “Ναι. Έχετε δίκιο. Είναι κάποιοι εδώ. Είναι Τούρκοι, αλλά μιλάνε άλλη γλώσσα, δεν μιλάνε Τούρκικα”, είχε πει». Κατά τα πρώτα χρόνια της ελληνικής παρουσίας η εκκλησία ήταν ένα μικροσκοπικό δωμάτιο. Εκεί που όλες οι χαρές, οι λύπες και οι διασκεδάσεις συνενώνονταν.
Η Εκκλησία για όλους τους… σκοπούς
«Όταν ήρθαμε, είχαμε για εκκλησία ένα δωμάτιο. Εξυπηρετούσε όλους τους σκοπούς. Γλέντια, λειτουργίες, βαφτίσια, γάμους, κηδείες. Όλα γίνονταν εκεί. Αργότερα, αγοράσαμε μεγαλύτερη εκκλησία. Το εργοστάσιο που δουλεύαμε είχε φτιάξει μία για τους πολωνούς εργάτες. Και όταν έκλεισε, ήθελαν να πουλήσουν την εκκλησία σε ιδιώτες. Ωστόσο καταφέραμε να την αγοράσουμε για 10.000 φράγκα από το δήμο της περιοχής», εξηγεί η Γεωργία Λυμπέριου.
Την υποδοχή των ελληνικών αρχών περιγράφει με τη σειρά του και ο Κωνσταντίνος Αβαγιανός…
«Ήρθα το ’72 στο Στρασβούργο. Το 1988 γύρισα στην Ελλάδα για δουλειά. Σκόπευα να μείνω εκεί. Τελικά έκατσα μόνο 3 χρόνια. Ήθελε ο μεγάλος μου γιος -μόλις είχε κλείσει τα 18-, να γυρίσει και πάλι στη Γαλλία. Και η μητέρα του είπε πως δεν θα γυρίζαμε παρά όλοι μαζί. Δεν με κράτησε η Ελλάδα. Και καλύτερα που δεν έμεινα, αν δείτε τα χάλια μας σήμερα. Αν μου έδιναν τώρα την ελληνική υπηκοότητα θα τους έλεγα “όχι”. Θα πλήρωνα αν χρειαζόταν για να την κρατήσουν εκείνοι. Θυμάμαι ότι είχα πάει να τη ζητήσω από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. Μου ζήτησαν να μείνω 6 μήνες και έθεταν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να την αποκτήσω. Όπως ήμουν, πήρα τα χαρτιά, τα πέταξα στα σκουπίδια, και έφυγα».
Γάμοι από έρωτα και προξενιό
Εισβάλλω προς στιγμήν στην προσωπική τους ζωή. Η κυρία Γεωργία, αφού γελάει με την επιμονή μου να μάθω πως γνωρίστηκε με τον άντρα της, απαντάει με προθυμία. «Με προξενιό! Ο κύριος ήρθε στη Γαλλία για να κερδίσει χρήματα και να γίνει πλούσιος. Αυτή ήταν η υπόσχεση για κάθε κορίτσι της εποχής που παντρευόταν με προξενιό. Έτσι συνέβη και μ’ εμένα». Τη ρωτάω ποιος πήγε να συναντήσει ποιον… «Εκείνος με βρήκε! Αυτό έλειπε να πάω να τον βρω εγώ!», λέει γελώντας. Οι γυναίκες είναι ομιλητικότερες από τους άντρες. Η κυρία Βασιλική βρίσκει την ευκαιρία να προσθέσει κι εκείνη μερικές λεπτομέρειες για τη δική της ζωή. «Γνωριστήκαμε στην Τένεδο», ξεκινάει την αφήγησή της. «Είχε πεθάνει ο πατέρας μου, ο αδερφός μου ήταν μικρός, η αδερφή μου αρραβωνιασμένη. Χτυπούσε η καρδιά μας όταν έβλεπε ο ένας τον άλλο. Από μακριά όμως… Δεν πλησίαζε ούτε εκείνος, ούτε εγώ. Ακόμα και στον κινηματογράφο ή σε βόλτα ερχόταν συνοδεία η πεθερά μου. Ούτε φιλί δεν είχαμε δώσει πριν το γάμο!» «Από πού είστε εσείς;» με ρωτάει η κυρία Γεωργία. «Από την Κέρκυρα», λέω. «Εκεί στην Κέρκυρα δεν έχει κανένα χωριό που έκαναν προξενιά;» «Πώς… Έκαναν…», ξαναλέω. «Έτσι κάναμε εμείς τότε. Έτσι είχαμε συνηθίσει», λέει λίγο μετά κι αφού κοιτάζει τον άνδρα της που είναι στην άκρη του τραπεζιού… Το Μπίσβιλλερ με τις λίγες ελληνικές οικογένειες, είναι μια μικρή πόλη της Γαλλίας. Εκτός από τους Έλληνες ζουν εκεί πολλοί Τούρκοι. Και Γάλλοι. Μεταξύ τους Έλληνες και Τούρκοι δεν έχουν καμία επικοινωνία. Η ελληνική κοινότητα είναι συμπαγής και ενωμένη. Αποκομμένη στο δικό της μικρόκοσμο. Οι Τενέδιοι του Στρασβούργου, του Μπίσβιλλερ πιο συγκεκριμένα. Θεματοφύλακες ελληνοπρέπειας που σε λίγα χρόνια θα αποτελεί ανάμνηση για τους νεότερους. Κι εκείνοι θα αφηγούνται -εάν αφηγούνται- πως κάποτε οι γονείς τους, οι γονείς των γονιών τους, οι παππούδες τους ήρθαν από την Τένεδο. Ίσως 60, ίσως 70, ίσως 100 χρόνια πριν… Κι ακόμα λιγότεροι θα θυμούνται ότι κάποιοι προσπάθησαν να αποκτήσουν ελληνικά χαρτιά, αλλά κάποιος άλλος τους αρνήθηκε. Δείτε όλα τα θέματα του Weekend