«Η Ελλάδα; Είναι η ωραιότερη χώρα του κόσμου. Βρίσκεται όμως στα πιο ακατάλληλα χέρια. Έχει χίλια καλά και ένα μεγάλο κακό: δεν υπάρχουν νόμοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον παράδεισο…». Ο Χουσείν Αμπραάρ, Μιχάλης, όπως τον ονόμασαν στην Ελλάδα, φεύγει. Επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε το 2007. Στο Πακιστάν. Και τώρα πια μετράει τις ώρες. Σε λίγες ημέρες θα θυμάται τα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα, διαχωρίζοντας στιγμές, κατατάσσοντας και απορρίπτοντας ανθρώπους και συναισθήματα. Με την ασφάλεια που θα του προσφέρει η απόσταση των χιλιάδων χιλιομέτρων από την Ελλάδα στο Πακιστάν. Η ιστορία που ακολουθεί μπορεί να θεωρηθεί ως η εξαίρεση στον κανόνα, δηλαδή δεν είναι όλοι οι μετανάστες τόσο τυχεροί όσο ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος «Το μόνο που σκέφτομαι είναι η οικογένειά μου. Η γυναίκα και το παιδί μου. Κανείς άλλος δεν θα με περιμένει εκεί. Ούτε οι γονείς μου. Ακόμα κι εκείνοι όταν είδαν ότι σταμάτησα να τους στέλνω λεφτά, άλλαξαν στάση απέναντί μου», εξωτερικεύει μερικές από τις σκέψεις του. Παντρεύτηκε τη γυναίκα του χωρίς να την έχει γνωρίσει προηγουμένως. Τους αρραβώνιασαν ερήμην οι συγγενείς τους και το πρώτο πράγμα που απέκτησε από εκείνη ήταν μια δική της φωτογραφία. «Δεν είχα σκοπό να έρθω στην Ελλάδα. Είχα ένα φίλο όμως, ο οποίος θα έφευγε κρυφά από τους γονείς του. Όταν ήρθε η στιγμή πήγαμε μαζί στον λαθροδιακινητή για να τον αποχαιρετήσω». «Ο διακινητής είδε ότι έκανα πλάκα και ήμουν χαμογελαστός. “Ρε φίλε είσαι ωραίος τύπος, πλακατζής. Δεν θέλεις να φύγεις κι εσύ από το Πακιστάν;”, ρώτησε. “Θα δώσεις τα μισά λεφτά. Μόνο και μόνο επειδή είσαι ομιλητικός και πλακατζής. Είναι καλό στη διάρκεια της διαδρομής θα υπάρχει και ένας ευχάριστος άνθρωπος”». Το μυαλό του άρχισε να επεξεργάζεται το ενδεχόμενο, να φύγει για το Πακιστάν. Και ζήτησε τη συγκατάθεση των γονιών του.
«Θα πουλήσω το σπίτι μου για να φύγεις»
«Ωστόσο η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Ο πατέρας και η μάνα μου ήθελαν να φύγω στην Ευρώπη, με το σκεπτικό ότι θα τους βοηθούσα οικονομικά. “Δεν έχουμε όμως λεφτά να σου δώσουμε”, έλεγαν τότε. Ο μεγάλος μου αδελφός, ο οποίος βρισκόταν δίπλα, πρότεινε να πουλήσει το σπίτι του για να μπορέσω να φύγω. Τον κοίταξα καλά καλά, προσπαθώντας να καταλάβω αν το εννοούσε. “Αφού θέλεις να φύγεις, φύγε. Και όταν φτάσεις εκεί θα πουλήσω το σπίτι μου για να δώσουμε τα λεφτά”, συνέχισε εκείνος». «Δώσαμε τα χέρια, και πήγα να ψωνίσω ρούχα για το δρόμο, μαζεύοντας δανεικά από ‘δω κι από ‘κει. Έτσι, ξεκινήσαμε με το τρένο με προορισμό το Καράτσι, ταξιδεύοντας για 36 ώρες συνεχόμενα. Ήμουν μόλις 20 χρονών. Ανάμεσά μας βρίσκονταν πολλά ανήλικα παιδιά. Οι περισσότεροι είχαμε φοβηθεί. Φύγαμε από το σπίτι μας, χωρίς να ξέρουμε τι θα συναντούσαμε». Στην ερώτηση γιατί έφυγε, έχει έτοιμη την απάντηση. Φταίει ότι κάποιοι άλλοι συμπατριώτες του… μόστραραν τα αποκτήματά τους. Τύχαινε να γυρίζουν τα καλοκαίρια με καινούργια χρυσαφικά, καινούργιο αυτοκίνητο ή μηχανή, ακριβά παπούτσια και ρούχα. «Μας προέτρεπαν να κάνουμε κι εμείς το ίδιο: Να περάσουμε τα σύνορα και να φύγουμε για την Ευρώπη. Όλη αυτή η πολυτέλεια μας ξεμυάλιζε. Παρά το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίζαμε σοβαρά προβλήματα, όπως ένα πόλεμο», αφηγείται ο Μιχάλης. Αργότερα ωστόσο ανακάλυψε πως όλα αυτά ήταν πλασματικά. «Αρκετοί ζητούσαν δάνεια απ’ όπου μπορούσαν. Έτσι γύριζαν πίσω για να σκορπίσουν τα χρήματα που είχαν πάρει, και να δείξουν σε όλους τους υπόλοιπους ότι βγάζουν πολλά στην Ελλάδα».
Το πέρασμα στο Ιράν
«Αφού φύγαμε από το Ιράν, μας έριξαν σε μία νταλίκα. Όπως ακριβώς τα πρόβατα, μαζί με 150 άτομα ακόμα. Φτάσαμε στα σύνορα. Μας πλησίασαν Ιρανοί στρατιώτες, οι οποίοι μας μετρούσαν έναν-έναν. Από το κάθε κεφάλι κέρδιζαν 100 δολάρια. Το τίμημα για να περάσουμε τα ιρανικά σύνορα. Οι μέρες περνούσαν και οι δυσκολίες γίνονταν όλο και περισσότερες. Περπάτημα, περπάτημα… Μόνο περπάτημα. Κάποιοι άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι δεν ήθελαν να συνεχίσουν». «Μείναμε σε ένα σπίτι στο Ιράν για περίπου 20 μέρες, και μας έδωσαν ψεύτικα διαβατήρια. Από εκεί φτάσαμε με το λεωφορείο στην Τεχεράνη. Στην Ελλάδα πατήσαμε το πόδι μας στις 15 Ιουνίου. Τέσσερις μήνες μετά. Μπήκαμε αρκετά εύκολα από τον Έβρο. Στην Αθήνα το Περιστέρι ήταν η πρώτη γειτονιά που γνώρισα. Μας ανέβασαν το βράδυ που φτάσαμε στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας, ζητώντας μας να σωπάσουμε για να μην έρθει η αστυνομία».
Η… επίσκεψη στην Πέτρου Ράλλη
«Το πρώτο πράγμα που έκανα στην Ελλάδα ήταν να πάω στην Πέτρου Ράλλη, στο αλλοδαπών, για να πάρω χαρτιά. Εκεί περίμενα από τις 2 το βράδυ να πάρω αριθμό προτεραιότητας. Ήμουν τυχερός. Δεν χρειάστηκε δεύτερη μέρα. Μπαίνοντας με ρώτησαν γιατί ήρθα. «Είχα προβλήματα στο Πακιστάν», είπα. Δεν με πίστεψαν… «Γιατί λες ψέματα; Για δουλειά δεν ήρθες στην Ελλάδα;». Έτσι αναγκάστηκα να το παραδεχτώ… «Αφού το ξέρεις τι ρωτάς; Ναι, για δουλειά ήρθα…», η απάντησή μου.
Ο ψεύτικος γάμος στην Ελλάδα
Στην αρχή του έδωσαν μία ροζ κάρτα, την οποία έπρεπε να ανανεώνει κάθε έξι μήνες. Λίγο αργότερα όμως, έτυχε να γνωρίσει τον οδηγό ενός δημάρχου. Μια γνωριμία που του προσέφερε την πολυπόθητη άδεια παραμονής. «Όταν είπα στον οδηγό του δημάρχου ότι ήθελα να φτιάξω τα χαρτιά μου, μου ζήτησε 5.000 ευρώ για να τα ετοιμάσει όλα εκείνος. “Θα κάνεις ένα πολιτικό γάμο και όλα είναι έτοιμα. Τα μισά λεφτά τώρα και τα υπόλοιπα όταν πάρεις την άδεια παραμονής”, μου είπε. Ένα μήνα μετά την έφερε στα χέρια μου χωρίς να παντρευτώ ποτέ στην πραγματικότητα. Με είχαν παντρέψει στα χαρτιά. Αφού έδωσα τα υπόλοιπα 2.500 ευρώ πήρα το χαρτί». Τον πρώτο καιρό ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα φυτώριο στην κάτω Κηφισιά. Πήγαινε σε σπίτια και φρόντιζε τους κήπους. «Σε ένα από αυτά γνώρισα τον Τάσο και τη γυναίκα του, την Αλέκα. Πολύ καλά παιδιά και οι δύο. Με φρόντιζαν. Όταν κάποια στιγμή έφυγα από το φυτώριο, καθώς τσακώθηκα για τα λεφτά, εκείνος με σύστησε σε ένα φίλο του μαγαζάτορα που έχει ψαροταβέρνα στο Νέο Ηράκλειο. Όταν πήγα με κοίταζαν περίεργα οι υπόλοιποι υπάλληλοι. Τους εξήγησα με λίγα λόγια ότι είχα μιλήσει με το αφεντικό και θα ξεκινούσα να δουλεύω. Έτσι μπήκα για πρώτη φορά στο μαγαζί».
Έμαθε ελληνικά ρωτώντας τη σημασία των λέξεων και άκουγε Χατζηγιάννη
Ήταν τυχερός, όπως παραδέχεται. Στα σχεδόν δέκα χρόνια του στην Ελλάδα είχε σταθερές δουλειές και δεν χρειάστηκε να αλλάξει συνολικά παρά τρία μαγαζιά. Έμαθε ελληνικά, ρωτώντας τη σημασία κάθε λέξης που άκουγε. Δεν άνοιξε ποτέ του βιβλίο. Μιλούσε τη γλώσσα, προσπαθούσε τουλάχιστον, και άκουγε τα τραγούδια του Χατζηγιάννη. «”Πιο πολύ απ’ όσο φαντάζεσαι”, τραγουδούσα τότε. Και όσοι με άκουγαν με κορόιδευαν που δεν μπορούσα να μιλήσω καλά ελληνικά».
«Αν δεν ήταν ο δημοσιογράφος, δεν θα την έβγαζες καθαρή…»
«Στο μαγαζί δεν δούλευα ποτέ μου οκτάωρο. Πήγαινα στις 11 το πρωί και έφευγα στις 3 το βράδυ. Ένα από αυτά, λίγο πριν κλείσουμε, είχε έρθει ένας γνωστός δημοσιογράφος με το σωματοφύλακά του. Κάποια στιγμή ο δεύτερος γύρισε προς το μέρος μου: “έλα να καθίσεις μαζί μας”, πρότεινε. “Ευχαριστώ, δεν θέλω”, απάντησα. Ήμουν κουρασμένος. Δεν ήθελα να καθίσω μαζί τους. “Τι είπες”, αναρωτήθηκε εκείνος σαν να μην ήταν σίγουρος γι’ αυτό που είχε ακούσει. Καθώς ήταν μεθυσμένος σηκώθηκε από τη θέση του, ήρθε κοντά μου, με άρπαξε από το γιακά και άρχισε να με βρίζει. Παρόλ’ αυτά στο τέλος της βραδιάς ήρθε και μου ζήτησε συγγνώμη: «Κακώς μου τη μπήκες! Εμείς σκοτώνουμε ανθρώπους για πλάκα. Αν δεν ήταν ο δημοσιογράφος μαζί μου, δεν θα την έβγαζες καθαρή».
Γνωριμία από απόσταση και από συνοικέσιο
Ο Μιχάλης γνώρισε τη γυναίκα του από απόσταση και από συνοικέσιο. Δεν γνωρίζονταν πριν αρραβωνιαστούν, Την είδε για πρώτη φορά σε φωτογραφία, ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα. «Η μάνα της δεν ήθελε να μιλάμε, καθότι στο Πακιστάν απαγορεύεται να έχει επικοινωνία το ζευγάρι αν δεν έχει προηγουμένως παντρευτεί. Με τα πολλά δέχτηκε. Μιλούσαμε σχεδόν ενάμισι χρόνο στο τηλέφωνο, στο skype και στο facebook πριν συναντηθούμε. Κι όταν πήγα στο Πακιστάν για να παντρευτώ, έμεινε έγκυος. Το παιδί όμως δεν το είδα ποτέ μέχρι σήμερα. Ούτε εκείνο ξέρει πώς είναι ο πατέρας του. Όταν γυρίσω πίσω πια…» Όταν μιλάει για τη ζωή του στην Ελλάδα, είναι σαν να έχει φύγει ήδη μακριά. Κάπως σαν να αναπολεί όσα πέρασε με νοσταλγία…
«Για τις Ελληνίδες ήμουν ο “Πακιστανός”»
Με τα χρήματα που έβγαλε στην Ελλάδα έχτισε μία πολυκατοικία στο Πακιστάν. «Αν δεν πήγαινα με το πρώην αφεντικό μου σε μπουζούκια και σε μπαράκια, θα μου είχαν μείνει περισσότερα χρήματα. Όπου πηγαίναμε όμως τα πληρώναμε όλα μισά-μισά. Κι ας νόμιζαν κάποιοι ότι με πλήρωνε εκείνος. Έζησα πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα. Γνώρισα γυναίκες… Ποτέ όμως δεν είχα πάρε-δώσε με Ελληνίδες. Για εκείνες ήμουν ο “Πακιστανός”. Η λέξη “Πακιστανός” ήταν για κάποιους μια βρισιά. Κι εκείνες με σιχαίνονταν, γι’ αυτό και με αντιμετώπιζαν κάπως έτσι. Φεύγοντας από εδώ, θα θυμάμαι για πάντα τον Τάσο. Μου στάθηκε σε πολύ δύσκολες στιγμές. Πάντα θα έχω να πω μια καλή κουβέντα για εκείνον όπου κι αν βρίσκομαι». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend