Στον οικισμό της Νέας Ζωής, στον Ασπρόπυργο, συναντάς συνήθως εργοστάσια. Τσιμινιέρες καπνίζουν, μηχανές χτυπούν ρυθμικά πίσω από τη μάντρα μιας βιομηχανίας. Συναντάς οικόπεδα, μεγάλες εκτάσεις, τις γραμμές του τρένου και παρακεί μια σειρά παραπήγματα. Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης Φωτογραφίες – βίντεο: Γιάννης Κέμμος Μοιάζουν αφημένα άτσαλα σε μία έκταση κυκλωμένη από λάστιχα που δεν θα φορέσει ποτέ πια αυτοκίνητο, κομμάτια από τοίχο κάποιου σπιτικού, σοβάδες με απροσδιόριστο σχήμα, πλαστικά και κάθε λογής και σκουπίδια άλλοτε καμένα και άλλοτε απλά παρατημένα στο αχανές οικόπεδο. «Γελάνε άραγε οι τσιγγάνοι; Γελάνε και μάλιστα πολύ!», αναρωτιέμαι καθώς προχωράμε με το αυτοκίνητο προς τον καταυλισμό. Όχι φτιαχτά, πηγαία. Σπίτι τους μια παράγκα, βιαστικά στημένη πάνω σε έναν ξύλινο ή μεταλλικό σκελετό. Ένα νάιλον κολλημένο πάνω, προστατεύει από την υγρασία και το νερό της βροχής. Αυθόρμητοι και ανεξάρτητοι. Νομάδες. Κανένας από τους τσιγγάνους της Αθήνας, δεν έμενε από πάντα εδώ. Ούτε κι εκείνοι της Νέας Ζωής. Μερικοί ήρθαν από τα Μέγαρα, άλλοι από τη Θήβα, τον Πύργο, τη Χαλκίδα, από αλλού… Βλέποντάς τους, αναρωτιέμαι για τα χρήματα που κατά καιρούς προορίζονταν για εκείνους. Οι κακοστημένες παράγκες ομολογούν ότι κάτι δεν πήγε καλά. Και ότι τα χρήματα που ήταν για ‘κείνους… λοξοδρόμησαν. Ο Κώστας Παϊτέρης, ήταν εκείνος που μας οδήγησε στη Νέα Ζωή Ασπροπύργου. Στον καταυλισμό Δυο Πεύκα και λίγο παρακάτω στο Πιθάρι.
Ένας τσιγγάνος, δημοτικός σύμβουλος και συνεργάτης του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η τύχη τον κοίταξε με άλλο μάτι σε αντίθεση με άλλους τσιγγάνους. Γεννημένος στον Πειραιά, από γονείς Μικρασιάτες, βρέθηκε στην Αγία Βαρβάρα. Εξελέγη δημοτικός σύμβουλος για τρεις συνεχόμενες τετραετίες, και υπηρετεί ως διαμεσολαβητής σε θέματα που αφορούν στους Έλληνες Ρομά, ενώ συνεργάζεται με το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο για θέματα της κοινότητας, καθώς και με άλλους φορείς κατά το παρελθόν. Τον είχαν για γεροντοπαλίκαρο γιατί άργησε να παντρευτεί -στα 25 του- και να κάνει παιδί. Απέκτησε ένα γιο αλλά χώρισε λίγο αργότερα, καθώς το σπίτι του τον έβλεπε ελάχιστα και η γυναίκα του ακόμα λιγότερο. «Είναι πονεμένη ιστορία οι τσιγγάνοι στην Ελλάδα. Και είναι κρίμα γιατί έχουν δαπανηθεί πολλά χρήματα. Αν τουλάχιστον γίνονταν τα μισά από αυτά που είχαν σχεδιαστεί δεν θα είχαμε αυτή την κακή εικόνα, ούτε ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες τρίτης κατηγορίας», λέει ο Κώστας Παϊτέρης. «Οι τσιγγάνοι είναι έλληνες πολίτες. Έχουν ταυτότητα όπως όλοι μας. Οι άντρες υπηρετούν στο στρατό και έχουν φορολογικές υποχρεώσεις όπως κάθε έλληνας πολίτης». «Και πού πήγαν τα δάνεια που πήραν οι τσιγγάνοι;», τον ρωτάω, ενώ περνάει το φανάρι για να μπούμε στο στενό που οδηγεί στον καταυλισμό.
«Γύφτοι…!»
«Δόθηκαν δάνεια. Ωστόσο επειδή μερικοί στέκονται μόνο στα δάνεια, θα σας πω ότι το 2002 η ελληνική πολιτεία δημιούργησε το πρόγραμμα βελτίωσης ποιότητας ζωής των ελλήνων τσιγγάνων. Είχε εγκριθεί από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, και προέβλεπε πόσα χρήματα θα δίνονταν. Μιλούσε για παρεμβάσεις στον τομέα της στέγασης, της εκπαίδευσης, της απασχόλησης, της υγείας και του πολιτισμού. Σε ό,τι αφορά στη στέγαση για παράδειγμα, το σχέδιο ανέφερε ότι όπου υπήρχαν διαθέσιμες εκτάσεις, θα γινόταν η ανέγερση πρότυπων οικισμών. Επιπλέον, προέβλεπε ότι όσοι διέμεναν σε αστικοποιημένες περιοχές, θα είχαν τη δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν από τράπεζες και να λάβουν δάνειο ύψους 60.000 ευρώ. Η τρίτη φάση σε ό,τι αφορά στη στέγαση, ανέφερε ότι σε ορισμένες περιοχές της χώρας, και εφόσον οι συνθήκες ήταν κατάλληλες, θα μπορούσε η πολιτεία να τους νοικιάσει ένα σπίτι για να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο». Η στέγαση όμως δεν ήταν ποτέ το μοναδικό δεινό της τσιγγάνικης κοινότητας. Τα παιδιά δυσκολεύονταν ή δεν είχαν την ευκαιρία να βρεθούν σε μία σχολική αίθουσα. Κατά καιρούς διώκονταν από διευθυντές, δασκάλους, συμμαθητές. «Γύφτοι!», άκουγαν πολλές φορές να τους φωνάζουν. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ίδιοι δεν είχαν την ανάγκη να πάνε στο σχολείο. Συνηθισμένοι ίσως σε μία ζωή, μακριά από την υποχρέωση παρουσίας στα στενά όρια μιας σχολικής αίθουσας. «Αν με κυνηγούσαν όλοι οι θεσμοί του κράτους, αν ήθελα να νοικιάσω ένα σπίτι στο κέντρο του Ασπροπύργου, αν για τους υπόλοιπους κατοίκους ήμουν ένας γύφτος, αν στο σχολείο ήμουν δακτυλοδεικτούμενος, δεν θα είχα καμία τύχη», λέει ο Κώστας Παϊτέρης.
«Η αφετηρία του καθενός καθορίζει την πορεία του»
Κι όταν τον ρωτάω για τους πλούσιους και τους φτωχούς τσιγγάνους, το μόνο που μου λέει είναι ότι η αφετηρία του καθενός, είναι εκείνη που καθορίζει την πορεία του. «Δεν φτάνει να θέλω να προοδεύσω, πρέπει και να μπορώ. Όταν μου κλείνουν τις πόρτες, παρά το γεγονός ότι είμαι έλληνας πολίτης, θα αναγκαστώ να συμβιβαστώ με αυτό που είμαι, νοιώθοντας έχθρα για τους μη τσιγγάνους. Παράλληλα πρέπει να αποδεχτώ τη μοίρα μου. Ακόμα και σήμερα νιώθω οργή για την αδικία, παρά το γεγονός ότι μένω στην Αγία Βαρβάρα, όπου οι σχέσεις μεταξύ τσιγγάνων και μη τσιγγάνων είναι κάπως καλύτερες». «Για εμάς η πρόσβαση στα αυτονόητα όπως το νερό, το λεωφορείο, το σχολείο, η στάση του λεωφορείου, το ρεύμα, είναι απαγορευμένη. Πρέπει να καταβάλουμε μεγάλο αγώνα για να την αποκτήσουμε», συμπληρώνει ο Κώστας Παϊτέρης.
«Δεν είμαι αρχηγός!»
Στα Δύο Πεύκα συναντήσαμε τον αρχηγό των τσιγγάνων του καταυλισμού, Γιάννη Τσιρικλό. «Δεν είμαι αρχηγός…», απαντάει, θέλοντας να το ξεκαθαρίσει εξ αρχής, όταν σπεύδω να του αποδώσω τον τίτλο τιμής: «Αρχηγέ…!». Εκείνος στέλνει τα παιδιά, τους γέρους, και όσους χρειάζονται νοσοκομείο. Κανονίζει τα διαδικαστικά. Ο Γιάννης έχει πολλές ευθύνες. Βοηθάει στη μεταφορά των παιδιών στο σχολείο, που βρίσκεται σε απόσταση 3 χιλιομέτρων. Δεν πάνε με τα πόδια. Δεν τα αφήνουν. Εκείνος είναι που αναλαμβάνει τη μεταφορά, με το φόβο μήπως περάσει κανένα πιτσιρίκι την αφύλακτη σιδηροδρομική διάβαση. Όσο για την προμήθεια ρεύματος, έρχεται… θεόσταλτη. Από την κορυφή κάποιας ηλεκτροκολόνας κοντά στον καταυλισμό. Κλέβουν από τη δημόσια παροχή, όπως παραδέχεται, ενώ συχνά είναι αντιμέτωποι με την αστυνομία. «Πολλές φορές έχουμε βρεθεί στο αυτόφωρο για ρευματοκλοπή και τις περισσότερες φορές δεν έχουμε τα χρήματα για δικηγόρο. Συχνά κάνουμε “σκάτζα” το δικηγόρο, ο οποίος δεν φτάνει για όλους μας».
Σήριαλ και ποδόσφαιρο κοντά στη σόμπα
Τα απογεύματα κυλούν μπροστά στην τηλεόραση, μετά τη συγκομιδή σιδήρου από διάφορα σημεία της πόλης, τον οποίο συνέχεια πωλούν σε σκραπ του Ασπροπύργου. Δίπλα στη σόμπα που καίει στο κέντρο κάθε παράγκας -μοναδικό μέσο θέρμανσης-, τις απογευματινές ώρες μαζεύεται ο γυναικείος πληθυσμός και βλέπει τις αγαπημένες του σειρές. Οι βραδινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα ανήκουν στους άνδρες. Οι περισσότεροι περιμένουν να δουν τον Ολυμπιακό και να πανηγυρίσουν σε κάποιο γκολ.
Ένας τσιγγάνος με ένα μόνο παιδί!
Στο δεύτερο καταυλισμό, στο Πιθάρι, αρχηγός είναι ο Βαλάντης. Εικοσιπεντάρης. Έχει ένα (!) μόνο παιδί. Δεν έκανε δεύτερο, γιατί σκέφτεται την κρίση. Ότι δεν θα τα φέρνει πέρα. Παρόλ’ αυτά ο αδερφός του δεν διέρρηξε την παράδοση. Αν και δύο χρόνια μικρότερος έχει ήδη τέσσερα παιδιά. Ο Βαλάντης γεννήθηκε στον Ασπρόπυργο, σε μια παράγκα που οι γονείς του έφτιαξαν από παλιοσίδερα όταν ήρθαν από τη Θήβα. «Η νεολαία σκέφτεται να κάνει σήμερα ένα παιδί. Τα πολλά παιδιά είναι χαρά όμως. Θέλουμε πολλά παιδιά. Ο πατέρας μου έκανε 7. Ο πεθερός μου έκανε 11, και κατέχει το ρεκόρ με τα περισσότερα παιδιά στον οικισμό», λέει όταν τον ρωτάμε για τους πολύτεκνους τσιγγάνους. Ήδη στον καταυλισμό έχει αρχίσει να βασιλεύει. Οι πρώτες σόμπες καίνε μπροστά στην πόρτα και τα πιτσιρίκια παίζουν στη χωμάτινη αλάνα. Ζητούν διαρκώς να βγουν φωτογραφία. Ξέρουν να ποζάρουν καλά! Το χαμόγελο προέρχεται όχι από χείλη τραβηγμένα χείλη, που κάποιος εξανάγκασε να εκφραστούν. Στην πραγματικότητα δεν ποζάρουν στο φακό. Ο φακός ποζάρει μπροστά τους. Τα καλύτερα μοντέλα θα τα βρείτε στον Ασπρόπυργο. Στη Νέα Ζωή. Κι ας είναι χωμάτινη η πασαρέλα που περπατούν.