Πόσες ζωές μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος; Ο Κώστας Μυλωνας έχει ήδη ζήσει τέσσερις. Η πρώτη είναι η βιολογική. Οι υπόλοιπες τρεις οι εμπειρίες που έχει συλλέξει. Έκανε τρεις φορές φυλακή, μία στην Ελλάδα και δύο στην Αμερική. Στην Αμερική βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα όταν τον κατήγγειλε ο εργοδότης του, φοβούμενος ότι νταραβερίζεται με τη γυναίκα του. Ήταν εύκολο να τον καταδώσει στην αστυνομία. Ο Μυλωνάς τότε δεν ήταν παρά ένας παράνομος μετανάστης. Συνέντευξη: Γιώργος Λαμπίρη / Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος Όταν γυρίζει την πλάτη σε πρόσωπα ή γεγονότα διαγράφει οριστικά ότι αφήνει πίσω του. Χωρίς να στρέψει το κεφάλι να κοιτάξει. Πολίτης του πλανήτη γη, πάει όπου κάνει κέφι, όπου τον εκνευρίζουν λιγότερο. Πατέρας έξι παιδιών, παντρεύτηκε τρεις φορές. Για ‘κείνον τα παιδιά είναι ένας τρόπος να αποδείξει ότι πέρασε από αυτή τη ζωή. Αν κοιτάξετε το δεξί του χέρι θα δείτε ένα τατουάζ. Κατά τον ίδιο αποτυχημένο. Σχηματίζει τα αρχικά «Κ & Β» ή ένα 13άρι -Κώστας & Βασιλική-, δικά του και της γυναίκας του. Έγινε ένα καλοκαίρι στη Σύρο βιαστικά, ίσως γι’ αυτό και βγήκε αποτυχημένο. Ο ίδιος δεν καίγεται να γυρίσει στην τηλεόραση. Θέλει να μπορεί να βάζει βενζίνη στο αυτοκίνητο χωρίς να σκέφτεται το δεκάρικο. Να μεγαλώνει τα παιδιά του με αξιοπρέπεια. Με τράπεζες δεν είχε παρτίδες ποτέ και δεν δανείστηκε. Χρωστάει όμως 30.000 από εγγυήσεις στο Δημόσιο. Από τότε που βγήκε από τη φυλακή. Ο Μυλωνάς ήταν εκείνος που έφερε το ραδιόφωνο στην τηλεόραση. Ξεκίνησε ως ραδιοφωνικός παραγωγός και αργότερα έστησε «τα Παιδιά της Νύχτας» στο κανάλι 5 του Γιώργου Κουρή. Σοκάροντας και προκαλώντας. Την Εκκλησία, τα χρηστά ήθη, τους τηλεοπτικούς αστέρες, τους τηλεθεατές του, τους πάντες. Κατάφερε όμως να κερδίσει την εκτίμηση πολλών. Όχι ότι δεν έκανε εχθρούς. Ήταν όμως πολλοί λιγότεροι από τους φίλους. Αν ακόμα και σήμερα έχει να καυχιέται για κάτι είναι ότι πλησίασε το κοινό του, αποκτώντας πολλές φορές προσωπική σχέση με ορισμένους από τους ακροατές ή τηλεθεατές του. Όπως λέει στο newsbeast.gr, πετάει ψηλά, τόσο που αν πέσει θα σκοτωθεί. Γι’ αυτό ίσως και οι γυναίκες δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν στα δρομολόγια της ζωής του. Όσο πιο ψηλά πετάει κανείς άλλωστε, η πίεση αυξάνεται. Και ενίοτε εκτός από ενοχλητική, γίνεται και επικίνδυνη. Η συνέντευξη του Κώστα Μυλωνά στο newsbeast.gr: – Κώστα, θα ήθελα να μου σχολιάσεις τα τηλεοπτικά τεκταινόμενα. Από τις εποχές της τηλεοπτικής ευμάρειας, φτάσαμε στις εποχές της τηλεοπτικής ένδειας… Πώς βλέπεις σήμερα τα πράγματα στη μικρή οθόνη; «Δεν τα βλέπω. Αυτό που ξέρω είναι ότι επιβεβαιώνομαι καθημερινά. Επικράτησε η άποψη των λίγων, δεδομένου ότι οι λίγοι είναι αυτοί που κάνουν κουμάντο. Ένα είναι βέβαιο: ότι η τηλεόραση δεν έχει να μας προσφέρει τίποτα. Αν γυρίσεις στα “Παιδιά της Νύχτας”, θα καταλάβεις ότι η προσφορά τους ήταν τεράστια. Κάτι γινόταν τότε. Ο κόσμος ήθελε να μάθει με ποιο τρόπο θα προσέγγιζε το κορίτσι του. Άλλος πάλι ήθελε να γνωρίσει και να αγαπήσει τον εαυτό του και μέσα από την εκπομπή. Και το κατάφερνε. Το βασικό στην τηλεόραση είναι η ύπαρξη ελευθερίας κάτι που δεν συμβαίνει. Να μπορεί να πει ο παρουσιαστής αυτό που θέλει, μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων, χωρίς να λογοκρίνεται για το παραμικρό. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα: Κάποτε είχαν βάλει έναν ψήλο σε ένα κουτί ύψους ενός μέτρου. Εκείνος λοιπόν συνήθισε να πηδάει σε ύψος ενός μέτρου. Αργότερα τον έκλεισαν σε ένα κουτί 70 εκατοστών. Στην αρχή χτύπησε το κεφάλι του στο καπάκι, σταδιακά όμως άρχισε να προσαρμόζεται. Έτσι έμαθε να πηδάει στα 69 εκατοστά χωρίς να χτυπάει στο καπάκι. Αμέσως μετά χαμήλωσαν το ύψος στα 50 εκατοστά. Ο ψήλος σακατεύτηκε στην αρχή, έμαθε όμως να πηδάει στα 49 εκατοστά χωρίς να τραυματίζεται. Στο τέλος τον έβαλαν σε πιο χαμηλό κουτί κι εκείνος άρχισε να περπατάει. Έπαψε όμως να είναι ψήλος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην τηλεόραση, όπως συμβαίνει και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας». – Γιατί βρίσκεσαι εκτός τηλεόρασης αυτή τη στιγμή; «Ως προσωπικότητα κουβαλάω μία κατάρα και μία ευχή. Η ευχή είναι ότι με αγαπάει όλος ο κόσμος και με βλέπουν ακόμα κι εκείνοι που δεν με γουστάρουν. Η κατάρα όμως είναι ότι με μισούν κάποιοι λίγοι που ασχολούνται με την τηλεόραση γιατί έρχονται δεύτεροι. Κατά καιρούς είχα προτάσεις από τον ΑΝΤ1, τον ΣΚΑΪ, το STAR. Όταν άκουσαν κάποιοι από τους ήδη υφιστάμενους τηλεοπτικούς αστέρες ότι επρόκειτο να πάω εγώ, παραιτήθηκαν για να με εμποδίσουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάποια στιγμή μίλησα και με το Blue Sky. Παρουσιαστής των ειδήσεων ήταν τότε ο Τέρενς Κουίκ. Αφού είχαμε συμφωνήσει για όλες τις λεπτομέρειες, ο Κουίκ έθεσε βέτο: “Εάν έρθει ο Μυλωνάς, φεύγω εγώ”. Κι αυτό γιατί φοβόταν ότι εάν πήγαινα θα ήμουν πρώτος, ενώ εκείνος θα ζούσε στη σκιά μου». – Θέλεις να πεις δηλαδή ότι όσοι βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην τηλεόραση είναι ανεπαρκείς; «Όχι μόνο στην τηλεόραση. Και στην Ελλάδα το ίδιο συμβαίνει. Αυτή τη στιγμή κυριαρχεί στη χώρα το 4%». – Γιατί να μην θέλει ένας επιχειρηματίας να προσλάβει τον Μυλωνά, ο οποίος όπως λες, θα φέρει πρωτιές στην τηλεθέαση και να προτιμήσει να κρατήσει κάποιον μέτριο; «Νομίζω το έπιασες στραβά. Το πρόβλημα είναι ότι όταν φέρνει τον Μυλωνά και του φεύγουν τέσσερις άλλοι, τα χέρια του οποιουδήποτε επιχειρηματία είναι δεμένα. Και μην ξεχνάς ότι ο Μυλωνάς δεν είναι κοινωνικά αποδεκτός. Ο Κυριακού μου είχε πει κάποτε μετά από μία συνάντηση που είχαμε: “Φίλε μπορεί να μην συνεργαστούμε, η αλήθεια όμως είναι ότι χρειάζεσαι πέντε για να σε αντιμετωπίσουν. Μαγκιά σου!”». – Τα τελευταία χρόνια, επιστρέφοντας από το εξωτερικό πέρασες δύσκολες στιγμές. Έκανες και φυλακή… Τι συνέβη; «Δεν ήταν οικονομικοί οι λόγοι, όπως λέει ο Χίος. Θα σου πω όμως αν και δεν θα έπρεπε να με ρωτάς. Περίμενα πως θα είσαι πιο ενημερωμένος. Είχα λοιπόν 13 καταδικαστικές ερήμην αποφάσεις, οι οποίες εκκρεμούσαν σε βάρος μου. Αλλά ας πιάσουμε το κουβάρι από την αρχή. Κάποτε είχα φτιάξει μια μαγαζάρα στη Σύρο. Σ’ αυτό δούλευαν 22 άτομα. Η κωλοκοινωνία του νησιού όμως είχε ξεχάσει ότι απασχολούσα τα παιδιά της. Έτσι, μετά από καταγγελίες που είχαν προηγηθεί σε βάρος μου από τους ντόπιους, η αστυνομία άρχισε να στήνει μπλόκα λίγο πριν το μαγαζί μου. Κι έτσι όσοι έφευγαν από τα μαγαζιά της παραλίας, το σκέφτονταν να έρθουν στο δικό μου για να μην πέσουν σε μπλόκο. Αυτό που είχε συμβεί είναι ότι κάποιοι μαγαζάτορες της περιοχής τα είχαν κάνει έτσι ώστε να στραφεί η αστυνομία εναντίον μου και να μη χάσουν τη δουλειά τους εκείνοι. Ανακάλυψαν λοιπόν ότι είχα εκκρεμείς αποφάσεις της Δικαιοσύνης σε βάρος μου. Έτσι, με καλούσαν από την αστυνομία να πάω στο τμήμα κάθε τρεις και λίγο. Παρά το γεγονός ότι εγώ είχα βγάλει νόμιμη άδεια, τους έβρισκα διαρκώς στα πόδια μου, να ζητάνε να αποδείξω ότι είμαι νόμιμος. Αυτό που ήθελαν οι γείτονες στην πραγματικότητα ήταν ότι εκτός από τη δική τους κατσίκα, έπρεπε να ψοφήσει και η δική μου. Στο τέλος λοιπόν έπαιξα ξύλο με ένα μπάτσο και από εκεί και μετά ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση. Κάποιοι φρόντισαν παράλληλα να ροκανίσουν τις 10 ημέρες μετά την κοινοποίηση των αποφάσεων, μέσα στις οποίες έπρεπε να παρουσιαστώ στη Δικαιοσύνη. Και ο δικηγόρος μου δεν πήρε χαμπάρι για να με προειδοποιήσει. Γι’ αυτό και βρέθηκα στη φυλακή». – Σε τι αφορούσαν οι καταδικαστικές αποφάσεις; «Θα σου αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες. Η πρώτη με καταδίκαζε σε 3 χρόνια φυλάκιση για παράνομη σύσταση ραδιοφωνικού σταθμού». – Αφού είχες παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό… «Και βέβαια είχα. Ποιος δεν είχε παράνομο ραδιοφωνικό σταθμό τότε; Τέλος πάντων… Μετά με καταδίκασαν για εκτόξευση βεγγαλικών στη Θεσσαλονίκη. Για βεγγαλικά, τα οποία κάποιοι άλλοι είχαν ρίξει σε μαγαζί όπου ήμουν κι εγώ καλεσμένος. Το πιο αστείο σε αυτή την υπόθεση είναι ότι οι κλητεύσεις από το δικαστήριο πήγαιναν σε άλλη διεύθυνση. Λες και δεν ήξεραν που θα με έβρισκαν εάν ήθελαν. Κι έτσι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν ερήμην μου χωρίς εγώ να τις μαθαίνω ποτέ. Μία άλλη από τις κατηγορίες αφορούσε σε μήνυση που μου είχε υποβάλλει τότε, ο χοντρός της εκκλησίας και εκπρόσωπος Τύπου του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ο Χατζηφώτης. Χωρίς να έχει δει καν την εκπομπή. Αυτό που τον είχε προκαλέσει ήταν ότι σε μία από τις εκπομπές μου είχε εμφανιστεί η Ελεάνα Παγουρά, η οποία πήρε μία ρώγα σταφύλι από τα χείλη μιας χορεύτριας που εμφανιζόταν στην εκπομπή. Η τρίτη κατηγορία, για την οποία είχα καταδικαστεί σε 4 χρόνια φυλάκιση, είχε να κάνει με… απάτη. Ήταν η εποχή που είχε εκπομπή με τον Τριανταφυλλόπουλο στο ραδιόφωνο, πριν ξεκινήσουν “τα Παιδιά της Νύχτας”. Στις εκπομπές διαφήμιζα μία κωλόγρια. Κάποια στιγμή λοιπόν εκείνη ζήτησε ένα κορίτσι για να δουλέψει στην επιχείρησή της. Με ρώτησε εάν ήξερα κάποια κι εγώ της σύστησα ένα κορίτσι. Η συγκεκριμένη γριά όμως φρόντισε να μην της πληρώσει ποτέ το ΙΚΑ και η κοπέλα την τράβηξε στα δικαστήρια. Η Δικαιοσύνη από την πλευρά της αποφάσισε ότι έπρεπε να πληρώσει η γριά το ΙΚΑ. Αφού λοιπόν πληρώθηκε, η κοπέλα επέστρεψε και πάλι στη δουλειά σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Τότε ήταν που η μικρή της… έφαγε 1.000.000 δραχμές. Και η υπόθεση επέστρεψε πάλι στο δικαστήριο. Η γριά στράφηκε εναντίον μου με το σκεπτικό ότι εγώ της είχα συστήσει το κορίτσι. Και η απόφαση εναντίον μου ελήφθη για μία ακόμα φορά ερήμην. Το πιο ωραίο στην ιστορία αυτή είναι ότι ποτέ και κανείς δεν με κάλεσε να καταθέσω». – Πώς έγινε η γνωριμία με τον Κουρή και ξεκίνησες «τα Παιδιά της Νύχτας» στο κανάλι 5; «Δούλευα τότε στο STAR. Ήταν η εποχή που ο Μαστοράκης ετοίμαζε το κανάλι για να βγει στον αέρα κι εγώ τον βοηθούσα. Κάποια στιγμή ο Κουρής, ο οποίος με έβλεπε να μπαινοβγαίνω, με συνάντησε στο δρόμο. Εκείνος ήταν με τη μηχανή του. Μόλις με είδε μου λέει: “Έλα αύριο από το γραφείο μου, θέλω να μιλήσουμε”. “Για να μιλήσω μαζί σου θέλω 5.000.000”, του απάντησα. Στην πραγματικότητα ήθελα να τον αποφύγω. Όπως ήταν μπροστά μου τον βλέπω ξαφνικά να βγάζει το μπλοκ των επιταγών. Γράφει σε μία από αυτές 5.000.000 δραχμές, την υπογράφει, και μου τη δίνει. “Αύριο λοιπόν σε περιμένω στο γραφείο”, επέμεινε. Νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Τα λεφτά ήταν πολλά για την εποχή. Την άλλη μέρα πήγα παρόλ’ αυτά και τον συνάντησα. Μου ανακοίνωσε ότι θα άνοιγε το κανάλι 5 και με ρώτησε εάν ήθελα να δουλέψουμε μαζί. “Είμαι μέσα”, του είπα. Κάπως έτσι άρχισαν όλα. Το τέλος στη σχέση μου με το “5” ήρθε, όταν εκείνος μάζεψε πολλούς και διάφορους μεγαλοδημοσιογράφους, οι οποίοι δεν ήθελαν ούτε να με βλέπουν. Έτσι, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν χρειαζόταν να καταλάβω περισσότερα, ήταν εμφανές πως ήμουν ανεπιθύμητος πια». – Τα μεγαλύτερα λάθη σου είναι ότι είσαι παρορμητικός, οξύθυμος και εγωκεντρικός; «Σε αυτή τη χώρα εάν δεν διαθέτεις αυτά τα εφόδια την πάτησες. Μάλιστα ακόμα και ο διευθυντής στη φυλακή μου είχε πει ότι θα με κρατούσε για πάντα μέσα, γιατί κοπανούσα σχεδόν όποιον έβρισκα μπροστά μου. Και να σου πω κάτι; Σε αυτή τη χώρα εάν δεν στηριχτείς στις δυνάμεις σου, χάθηκες. Και σου απαντάω για το “εγωκεντρικός” που με ρώτησες. Σε αυτή τη χώρα άλλωστε κυριαρχεί το τίποτα. Πάρα πολύ τίποτα για την ακρίβεια. Πρέπει καθημερινά να εξηγώ ποιος είμαι στο τίποτα, το οποίο δεν είναι ικανό να καταλάβει. Επομένως πρέπει να είμαι εγωκεντρικός». – Κάποιος μπορεί να πει ότι στο τίποτα σήμερα -εκτός μέσων ενημέρωσης και τηλεόρασης – βρίσκεσαι εσύ, κι όχι αυτοί που κατηγορείς. «Θα σου απαντήσω, λέγοντάς σου ότι αυτοί όλοι για να φτάσουν εδώ που βρίσκομαι εγώ, θα χρειαστεί να περάσουν τρεις ζωές ακόμα. Τα σκουπίδια βρωμάνε πολύ άλλωστε. Και στους δρόμους κυκλοφορούν τα σκουπίδια. Όπως αυτά που κατεβαίνουν καθημερινά στο Σύνταγμα, ενώ εγώ προσπαθώ να πάω στη δουλειά μου. Όλοι αυτοί είναι δυστυχισμένοι. Το “μέσα στα πράγματα” το δικό μου, είναι το έξω το δικό τους. Για να μπορέσουν να φτάσουν τις γνώσεις μου σε υπολογιστές και να ζήσουν τις εμπειρίες μου, έχουν πολύ δρόμο ακόμα. Αν με ρωτήσεις γιατί δεν κατεβάζω λίγο τους τόνους, η απάντηση είναι ότι με μετριοπάθεια στην Ελλάδα δεν πας πουθενά». – Γιατί λοιπόν δεν έμεινες στον Καναδά και προτίμησες να έρθεις στην Ελλάδα; «Για να φάω τα λεφτά φυσικά. Το 1999 έφυγα από τον Καναδά και γύρισα πίσω. Η Ελλάδα ήταν εκείνη που με ξαναθυμήθηκε και συγκεκριμένα ο Γιώργος ο Θεοδόσης της Newsphone Hellas, ο οποίος είχε ανοίξει το SMART. Γιατί λοιπόν να μην επιστρέψω;» – Βοηθάς κόσμο έχω ακούσει… Όταν λέω κόσμο, εννοώ απλούς πολίτες. «Ισχύει. Το κάνω όμως χωρίς να το φωνάζω. Όταν το κάνω κατεβάζω τις κάμερες, δεν τις αφήνω να με ακολουθήσουν όπως κάνουν κάποιοι άλλοι. Και το βράδυ κοιμάμαι σαν πουλάκι. Είμαι ήσυχος γιατί ξέρω ότι δεν έχω κάνει κάτι κακό». – Τώρα έχεις αλλάξει προσανατολισμό. Τι ετοιμάζεις σε επαγγελματικό επίπεδο; «Ακολουθώ το δρόμο που θα ακολουθήσουν μελλοντικά όλοι. Είτε θέλουν είτε όχι. Και το μέλλον είναι στο ίντερνετ. Έχω γνωρίσει έναν επιχειρηματία, τον Αντώνη Κανιαδάκη, ο οποίος είναι φοβερή φωνή και πρόσφατα έβγαλε ένα CD με τον Παντελή Θαλασσινό. Εγώ ήμουν εκείνος ο οποίος ετοίμασε το κλιπ. Επίσης, σκοπεύουμε να στήσουμε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, ενώ ήδη έχω το XRadio το οποίο εκπέμπει διαδικτυακά». – Πόσο εύκολο είναι να σπάσει το σύστημα, όπως εσύ τουλάχιστον διαλαλείς; «Αν χτίσεις εσύ τον εαυτό σου, εγώ το δικό μου και ξέρουμε προς ποια κατεύθυνση βαδίζουμε, κάποιοι αργά ή γρήγορα όσοι ανήκουν σε αυτό θα πεθάνουν από την πείνα». – Οι Αμερικάνοι στήνουν τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Πρόσφατα έβλεπα τον Τζίμι Φάλον να συμμετέχει στην ορχήστρα της Αντέλ, η οποία τραγουδούσε τη νέα μεγάλη της επιτυχία «Hello». Ωστόσο εμείς απέχουμε έτη φωτός από όλα αυτά. Είσαι παρόλ’ αυτά αισιόδοξος ότι θα αλλάξουν κάποιες καταστάσεις προς το καλύτερο; «Αυτό που κάνουμε στην Ελλάδα είναι ότι παίρνουμε παραδείγματα από την Αμερική και καταστρέφουμε τα πάντα. Και μην ξεχνάς ότι δεν υπάρχουν ανάλογες προσωπικότητες στην Ελλάδα. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι οι διευθυντές προγράμματος στη χώρα μας το μόνο που κάνουν είναι να συνάπτουν δημόσιες σχέσεις. Δημόσιες σχέσεις για τον εαυτό τους, με λεφτά από το κανάλι». – Η ομάδα σε μια δουλειά δεν έχει σημασία; «Απολύτως καμία. Και θα σου πω γιατί. Όταν έκανα ραδιόφωνο, ήμουν στην πρώτη θέση. Θυμάμαι ότι έστελνα τους συνεργάτες -τη βιτρίνα μου- να φέρουν δίσκους από τις δισκογραφικές εταιρείες. Τότε υπήρχαμε μόνο ο Τσαουσόπουλος κι εγώ. Εκείνος έστελνε κάτι γυναικάρες, να σου βγαίνουν τα μάτια. Αντιθέτως εγώ έστελνα έναν άνθρωπο με φοβερές μουσικές γνώσεις, τον Αργύρη. Ο Αργύρης έπασχε από μεσογειακή αναιμία, ενώ το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί από την αρρώστια και η μέση του ήταν κατατρυπημένη από τις ενέσεις. “Κύριε Μυλωνά, το όνειρό μου είναι να δουλέψω στο ραδιόφωνο. Όπου και να πάω όμως όλοι με στέλνουν από εκεί που ήρθα γιατί κοιτάζουν μόνο την εμφάνισή μου”, τον θυμάμαι τότε να μου λέει. Αποφάσισα τότε να τον κάνω παρουσιαστή σε ραδιοφωνική εκπομπή. Το παιδί αυτό είχε σημαντικές μουσικές γνώσεις σας θυμίζω. Αργότερα τον έβαλα στην τράπεζα, τον πάντρεψα και σήμερα έχει την οικογένειά του και ζει μια χαρά. Έναν άνθρωπο που μπορεί να έκαναν και στην άκρη να τον αποφύγουν όταν τον έβλεπαν στις δισκογραφικές. Αυτός όμως ήταν συνεργάτης μου. Δεν ήξερα εγώ να στείλω γκομενάρες; Παρόλ’ αυτά δεν το έκανα. Γιατί επένδυα και επενδύω σε πολύ διαφορετικά πράγματα. Θα θυμηθώ επίσης τα κορίτσια που χόρευαν στην εκπομπή μου. Ξεκίνησαν από ένα φτωχό, μικρό σκηνικό. Αργότερα τις φώναξαν στον ΑΝΤ1 για να δουλέψουν εκεί. Όταν πήγαν λοιπόν, στήθηκε μία υπερπαραγωγή πλαισιωμένη από τα κορίτσια που εγώ είχα αναδείξει. Θέλω με αυτόν τον τρόπο να καταλήξω στο εξής: πως όλα εξαρτώνται από τον αρχηγό, τον εγκέφαλο της υπόθεσης. Αυτός είναι που στήνει την ομάδα. Χωρίς αυτόν η ομάδα είναι ένα τίποτα. Θα σου πω όμως και κάτι ακόμα, για το οποίο δεν θα μετανιώσω ποτέ. Όταν δίνεται κάποιος στο κοινό, όπως έκανα εγώ, όταν το πλησιάζει, είναι κερδισμένος. Σήμερα οι παρουσιαστές μιλάνε στους τηλεθεατές σαν να είναι μικρά παιδιά. Τους ζητάνε να στείλουν ένα sms για να κερδίσουν ένα κινητό. Κι όταν τελειώσει η εκπομπή δεν θέλουν ούτε να τους βλέπουν. Αποφεύγουν κάθε επαφή με τον απλό κόσμο. Εγώ όμως εάν βγω έξω τώρα, δεν θα προλαβαίνω να δέχομαι αγκαλιές. Οι εννέα στους δέκα θα έρθουν αμέσως να με χαιρετήσουν. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι της τηλεόρασης, ιδίως οι γυναίκες, το μόνο που φρόντισαν να κάνουν ήταν να δείξουν λίγο μπούτι. Κι αυτό ήταν. Δεν προσπάθησαν ποτέ να έρθουν κοντά στον κόσμο. Πού πήγε άραγε το συναίσθημα;» – Πού γεννήθηκες; «Στον Καναδά. Μετά το έσκασα και πήγα στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Αμερική. Τίποτα από αυτά όμως δεν ευδοκίμησε. Και τελικά κατέληξα πάλι στον Καναδά. Εκεί έμπλεξα με κάτι Ελληναράδες, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν το γεγονός ότι ήμουν παράνομος και δεν είχα πολλά περιθώρια να μιλήσω. Όταν πήγα εκεί, έπλενα πιάτα στο εστιατόριο Four Brothers. Με έβαλαν σε ένα υπόγειο, να κοιμηθώ σε ένα παλιό, ενιαίο, πίσω κάθισμα αυτοκινήτου. Κάποια στιγμή έπαθα πνευμονία από το κρύο και χρειάστηκε να λείψω από τη δουλειά μου. Δεν υπήρχαν όμως τηλέφωνα για να ειδοποιήσω το αφεντικό μου. Λίγες μέρες μετά ξαναπήγα στη δουλειά. Εκείνος με χόρτασε στα χαστούκια και με έστειλε στο υπόγειο να καθαρίσω την κατάψυξη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ξαναέπαθα πνευμονία. Αφού έγινα καλά, γύρισα πάλι, εισέπραξα για μία ακόμα φορά χαστούκια από το αφεντικό μου, και με έδιωξε μια και καλή. Έφυγα θεονήστικος, ενώ μου χρωστούσε 300 δολάρια. Αντιθέτως συνάντησα μεγάλη αγάπη στο μαγαζί ενός Εβραίου όταν δούλευα στα δερμάτινα ως κόφτης. Οπότε τι θα μπορούσα να σου πω για τους Έλληνες;» – Πόσους γάμους έχεις κάνει; «Δύο στην Ελλάδα και έναν στο εξωτερικό». – Ωστόσο δεν έμεινες με καμία γυναίκα. Να έχεις μία συντροφιά για τα γεράματα. «Όσοι το κάνουν αυτό ενδιαφέρονται μόνο για την καβάτζα τους. Κι εμένα κάτι τέτοιο δεν με ενδιέφερε ποτέ! Δεν σκέφτομαι ποτέ τα γεράματα. Θα πεθάνω όρθιος, στο λέω να το ξέρεις! Όταν κάνεις σχέσεις θα πρέπει να σκέφτονται οι άλλοι εάν θέλουν να είναι μαζί σου. Και να μην σκέφτεσαι εκ του πονηρού, ότι θα είσαι με κάποιον για να γεράσεις καλά. Το μόνο που πρέπει να σε ενδιαφέρει είναι πως θα μείνεις μαζί με τον άλλο, και αν και αυτός μπορεί και θέλει, τότε να γεράσετε μαζί». – Άρα δεν μπόρεσε καμία γυναίκα να σε ανεχτεί… «Το πρόβλημα είναι ότι εγώ κοιτάζω ψηλά. Και όλοι θέλουν να πετάνε χαμηλά, εκ του ασφαλούς. Εγώ όμως εάν πέσω από εκεί που πετάω, θα σκοτωθώ. Άλλωστε όλες οι γυναίκες θέλουν την ασφάλειά τους. Κι ας τους έχεις πει ότι θέλεις να πετάξεις μαζί τους, για να φύγει η σκόνη από τα φτερά σου. Εκείνες συνηθίζουν να ρωτάνε: “Μήπως είναι ψηλά ρε Κώστα; Μήπως θα πέσουμε;” Και κάπου εκεί τα πράγματα τελειώνουν. Αντί να πετάξουν μαζί μου στον αέρα, να γελάσουμε λίγο και να περάσουμε καλά, προτιμούν να μένουν προσγειωμένες. Πάντως τα έχω βρει μ’ εμένα και πλέον δεν έχω τέτοιου είδους ανασφάλειες. Είναι σημαντικό να μπορείς να γδυθείς μπροστά στον καθρέφτη, να αποδομήσεις την εικόνα σου. Και στη συνέχεια αυτό το τίποτα να προσπαθήσεις να το καλλιεργήσεις. Γι’ αυτό δεν περιμένω από κανέναν να μου πει μια καλή κουβέντα. Στηρίζομαι αποκλειστικά στις δικές μου δυνάμεις». – Κατηγορείς όσες γυναίκες είχαν ένα ωραίο κορμί και το εκμεταλλεύθηκαν για να πάνε μπροστά; Γιατί και αυτό έχει το δικό του βάρος, αν σκεφτείς ότι μία γυναίκα πρέπει να υποστεί ακόμα και προσβολές της προσωπικότητάς της για να καταφέρει κάτι… «Η κάθε επιλογή φέρει το βάρος της ευθύνης γι’ αυτόν που τραβάει το συγκεκριμένο δρόμο. Και στο τέλος ο καθένας παίρνει ό,τι του αξίζει. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις από αυτόν τον πλανήτη χωρίς να έχεις εισπράξει αυτό που σου αξίζει. Διαφωνώ με την επιλογή αυτών των γυναικών γιατί είναι δυστυχισμένες. Ωστόσο δεν παύει να είναι επιλογή τους». – Τι είναι λοιπόν η ευτυχία; «Η ευτυχία είναι να ξέρεις ποιος είσαι. Να χαίρεσαι με το παραμικρό. Όταν σηκώνεσαι το πρωί να χαίρεσαι που ξύπνησες. Δεν σου εγγυάται κανείς ότι θα ξυπνήσεις την επόμενη μέρα. Και φυσικά να χαίρεσαι με οτιδήποτε κερδίζεις. Να μη λυπάσαι όμως για ό,τι χάνεις. Να προσπαθείς απλά να μην ξανακάνεις τα ίδια λάθη. Εάν είσαι ο εαυτός σου, θα είσαι ευτυχισμένος». – Εάν πεθάνεις σήμερα τι θα σου μείνει; «Τίποτα». – Έχεις δικό σου σπίτι ή αυτοκίνητο; «Όχι. Απολύτως τίποτα. Χτίζουμε καλύβες στην άμμο. Κι αν χτίσουμε παλάτι στην άμμο θα πέσει, ενώ η καλύβα θα μείνει. Για όσους χρεώνονται για να αποκτήσουν ένα σπίτι στην Ελλάδα, έχω να πω ότι το κάνουν στη λάθος χώρα. Γιατί εδώ τα πάντα είναι ρευστά. Όποιοι είναι ιδιοκτήτες το ξέρουν καλά αυτό γιατί πονάνε. Η χώρα αυτή έτσι λειτουργεί. Πάει και τελείωσε! Αντιθέτως σε άλλες χώρες τα λεφτά σου φαίνονται. Πιάνουν τόπο. Στην Ελλάδα δεν έχουν απολύτως καμία αξία. Αν μένω στην Ελλάδα είναι επειδή έχω υποχρεώσεις. Κι όταν τις εκπληρώσω μπορεί να σηκωθώ και να φύγω». – Δεν μένεις λοιπόν από πατριωτικό καθήκον… «Ποιος δίνει σημασία στο πατριωτικό καθήκον. Οι πιο ανεγκέφαλοι και οι πιο αμόρφωτοι άλλωστε είναι αυτοί που μοστράρουν την ελληνική σημαία. Εδώ πας να βγάλεις τη σημαία και σε θεωρούν χρυσαυγίτη. Επομένως ο πατριωτισμός είναι κάτι πολύ παρεξηγημένο». Δείτε το βίντεο μίας από τις εκπομπές «Τα Παιδιά της Νύχτας» το 1994…