Περπατώντας στα μικρά στενά της Τούμπας, εδώ και πολλά χρόνια, σ’ έναν τοίχο μιας από τις εκατοντάδες, χτισμένες και στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, πολυκατοικίες ο ασπρόμαυρος ανώνυμος «ποιητής» γράφει: «Από παιδί μικρό, στο δρόμο μόνος μου να τραγουδώ, να με κοιτάνε σαν χαζό, να με περνάνε για τρελό, κι εγώ για όλα να αδιαφορώ… – Gate 4». Καμία σχέση, πάντως, μ’ ένα περισσότερο σουρεαλιστικό μήνυμα, «του Νίκου προς την Εφη», που «κοσμούσε» για πολλά χρόνια τα ντουβάρια πάνω από την είσοδο της Θύρας 5. Η Τούμπα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα αποτελεί πηγή έμπνευσης. Ένας καμβάς ασπρόμαυρων εικόνων και αναμνήσεων, από μικρά παιδιά μέχρι τα βαθιά γεράματα. Από τις εξέδρες της πέρασαν εκατομμύρια άνθρωποι. Αγάπησαν, μίσησαν, χάρηκαν λυπήθηκαν στα τσιμέντα της. Εκατοντάδες μεγάλωσαν μέσα στον ασπρόμαυρο «ναό» και σήμερα όποτε περνούν το κατώφλι του, βλέπουν τη ζωή τους να ξετυλίγεται μπροστά τους σαν ασπρόμαυρο φιλμ. Για τη δυναμική της Τούμπας έχουν γραφθεί πολλά, έχουν ειπωθεί διθύραμβοι, τις έχουν αποδοθεί τιμές από αντιπάλους, η αξία της παραμένει διαχρονική, αλλά πρέπει να τη ζήσεις από κοντά, για να τη μάθεις καλά. Άλλωστε, ανέκαθεν για τους «δυτικούς» της πόλης, η Τούμπα αποτελούσε το τελευταίο «ανάχωμα» πριν την ανατολική, πιο λαμπερή, πλευρά της. Πρέπει ντυμένος στα ασπρόμαυρα να σουλατσάρεις στα στενά της, έχοντας αφήσει χιλιόμετρα μακριά το αυτοκίνητό σου, να φας «το βρώμικο» από τις δεκάδες καντίνες, που «όταν παίζει ο ΠΑΟΚ» λες και την περικυκλώνουν δε σε αφήνουν, κυριολεκτικά, να πάρεις ανάσα.
- Το άρθρο του Σταύρου Σουντουλίδη δημοσιεύτηκε στο gazzetta.gr