Τα Χριστούγεννα του 1937, ένα βαρύ πέπλο καταχνιάς κάλυψε όλη την Βρετανία. Στο Λονδίνο συνέβησαν άπειρα ατυχήματα και ιστορικά εκείνη η μέρα έχει καταγραφεί ως μία από τις χειρότερες όσον αφορά το συχνό φαινόμενο που πλήττει το Νησί. Πολλοί αγώνες ακυρώθηκαν, αλλά στο «Στάμφορντ Μπριτζ» ο διαιτητής αποφάσισε ότι μπορούσε να διεξαχθεί η αναμέτρηση της Τσέλσι με την Τσάρλτον. Κάποια στιγμή την διέκοψε για λίγα λεπτά και διέταξε ξανά την συνέχισή της. Καθώς κυλούσε ο χρόνος, με το σκορ στο 1-1 ο τερματοφύλακας των φιλοξενούμενων, Σαμ Μπάρτραμ αισθανόταν υπερήφανος για τους συμπαίκτες του. Η ομίχλη είχε σκεπάσει βαριά το γήπεδο και δεν έβλεπε κανέναν μπροστά του. «Τέλεια, τους σκίζουμε. Τους έχουμε βάλει στην περιοχή τους και τους σφυροκοπούμε», εξομολογήθηκε τις σκέψεις του χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του. «Αισθανόμουν τόσο χαρούμενος και σίγουρος ότι θα τους το βάζαμε το γκολάκι. Μάλιστα ήμουν βέβαιος ότι διέκρινα τις φιγούρες των αμυντικών μου, να έχουν ανέβει προς το κέντρο». Αν και είχε περάσει αρκετή ώρα από τότε που είχε να συμβεί το παραμικρό στον αγώνα, δεν προβληματίστηκε. Ούτε καν από το γεγονός ότι δεν άκουγε φωνές από την εξέδρα. «Δεν ξέρω τι συνέβη. Μάλλον ήμουν τόσο συγκεντρωμένος στο να κοιτάζω μέσα από την ομίχλη, που είχα απορροφηθεί και δεν κατανοούσα τι ακριβώς γινόταν», ομολόγησε στο βιβλίο της ζωής και της καριέρας του. Ξαφνικά διέκρινε αμυδρά μία φιγούρα να τον πλησιάζει. Ετοιμάστηκε για επέμβαση. Ωστόσο, έμεινε έκπληκτός, όταν είδε ότι ο άντρας που πήγαινε προς το μέρος του, ήταν αστυνομικός. «Τι στο καλό κάνεις εσύ εδώ;» ρώτησε ο Μπάρτραμ. «Φίλε μου, το παιχνίδι έχει διακοπεί εδώ και 15 λεπτά. Δεν υπάρχει κανείς άλλος στο άδειο αυτό γήπεδο. Μόνο εσύ», ήταν η απάντηση του αστυνομικού που χαμογέλασε ειρωνικά. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μπάρτραμ βρισκόταν στα αποδυτήρια, όπου γνώριζε την αποθέωση και τα πειράγματα των συμπαικτών του, έχοντας μόλις δημιουργήσει μία ιστορία που θα έμενε ανεξίτηλα γραμμένη στα κιτάπια του αγγλικού ποδοσφαίρου. Ο Σαμ Μπάρτραμ βέβαια δεν έμεινε διάσημος στο Νησί μόνο για εκείνη την αφήγηση. Οι ιστορικοί της μπάλας τον θεωρούν ως τον κορυφαίο πορτιέρο ever που δεν κλήθηκε ποτέ στην Εθνική. Ανθρακωρύχος που έπαιζε σέντερ φορ στα νιάτα του, φόρεσε τα γάντια, όταν τον χρειάστηκε η ομάδα και δεν τα έβγαλε ποτέ ξανά. Γεννημένος το 1914, υπηρέτησε σε όλη τη διαδρομή του μόνο την Τσάρλτον (1934-1956). Μαζί της κατέκτησε το Κύπελλο το 1947 και παραμένει ένας από τους καλύτερους ανεξαρτήτου θέσης που έχουν φορέσει τη φανέλα της. Ο περίεργος αυτός τύπος ήταν από τους σόουμαν της εποχής. Του άρεσε να παίζει με τα πόδια εκτός περιοχής πολύ πριν αυτό θεωρηθεί βασική δεξιότητα για τη θέση με το Νο1. Επίσης, έκανε ντρίμπλες στους αντίπαλους επιθετικούς, αλλά και χειρονομίες στους οπαδούς. Χαρακτηριστική στιγμή είναι όταν το επανέλαβε σε εκείνους της Πόρτσμουθ σε ένα ματς του 1938 και εκείνοι μπήκαν στο γήπεδο και του πέταξαν δύο τούβλα στο κεφάλι, αφήνοντας τον λιπόθυμο. Με τον Μπάρτραμ κάτω από τα δοκάρια της η Τσάρλτον έκανε σπουδαίες χρονιές και το 1936-37 βρέθηκαν για πρώτη φορά στην 1η κατηγορία, για να τερματίσει τελικά στην 2η θέση, κάνοντας τρομερά πράγματα. Ο θρυλικός πορτιέρο έπαιξε για τελευταία φορά τον Μάρτιο του 1956 σε ένα εκπληκτικό 2-0 κόντρα στην Αρσεναλ. Ηταν πλέον 42 ετών. Την επόμενη χρονιά η ομάδα υποβιβάστηκε. Ωστόσο, εκείνη η φιγούρα του κοκκινομάλλη με τα γάντια να παραμένει μόνος του κάτω από τα δοκάρια, ελπίζοντας σε μία επέμβαση και ας μην έβλεπε τίποτα από την ομίχλη, δεν θα ξεχαστεί ποτέ από τους Αγγλους, που ξέρουν να τηρούν τις παραδόσεις και να δοξάζουν τους ήρωες της Κυριακής. Ο Μπάρτραμ έφυγε από τη ζωή το 1981, αλλά το άγαλμα του βρίσκεται στην κεντρική είσοδο του «Βάλεϊ», ώστε να το προσέχει για πάντα. Πηγή: gazzetta.gr