Σοκ και αποτροπιασμό προκάλεσε η αποκάλυψη της υπόθεσης του απάνθρωπου εγκλεισμού και την κακοποίηση της ορφανής και ανάπηρης Μαρίας Παπαδοπούλου, που σώθηκε από θαύμα και νοσηλεύεται σε κρατικό νοσοκομείο από τον περασμένο Ιούλιο, έχοντας, ωστόσο, χάσει το αριστερό της πόδι από τα βασανιστήρια και την εγκατάλειψη.
Η γειτόνισσά της Μαρίας, Ιωάννα Πλεύρη, η οποία μαζί με τη μητέρα της ήταν οι άνθρωποι που ουσιαστικά την έσωσαν και στέκονται συνέχεια δίπλα της στο νοσοκομείο, μιλάει στο «Έθνος» για άγνωστες πτυχές από τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκανε για να φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το «κολαστήριο». Παράλληλα μιλά για τη συγκυρία που έγινε αφορμή να αποκαλυφθεί το δράμα της 36χρονης. «Την έβριζαν και τη χτυπούσαν. Της αρνούνταν το φαγητό, ακόμη και το νερό για να μη λερώνεται», αναφέρει χαρακτηριστικά.
«Τα μπαλκόνια μας, που “βλέπουν” στον φωταγωγό, στον οποίο την είχαν βγάλει, τα χωρίζει ένα κάγκελο. Δεν χρησιμοποιούσα ποτέ αυτόν τον χώρο και δεν θα είχα αντιληφθεί τίποτα εάν μία περιπέτεια της υγείας της μητέρας μου δεν την ανάγκαζε να έρθει να μείνει σπίτι μου στις αρχές του καλοκαιριού και συγκεκριμένα στο δωμάτιο που έχουμε κλείσει και βλέπει σε αυτό το μπαλκόνι.
Έτσι αρχίσαμε να ακούμε όλα όσα συνέβαιναν δίπλα μας. Οταν εγώ επέστρεφα από το γραφείο, η μητέρα μου ταραγμένη μου εξιστορούσε όλα όσα άκουσε… ό,τι έλεγαν και έκαναν στη Μαρία. Καθόμουνα λοιπόν μετά και περίμενα να ακούσω κι εγώ… Από πού να αρχίσω; Από τα λόγια; “Πονηρή”, “ψεύτρα”, “τουρκάλα”, “πουτ…α” ,”βαμπίρ, που πίνεις το αίμα των ανθρώπων” σε ένα ανήμπορο, ανάπηρο κορίτσι. Και γιατί; Επειδή κατουρήθηκε, επειδή λερώθηκε, επειδή, επειδή…
Ένα κορίτσι, που ήταν παρατημένο ολομόναχο, χωρίς τηλεόραση, που το μόνο που αντίκριζε από το ένα ξημέρωμα έως το άλλο ήταν το σεντόνι με το οποίο την έκρυβαν… Και από πράξεις; Χτυπήματα, αρνήσεις, για νερό, που απελπισμένα ζητούσε, “για να μην κατουριέται συνεχώς”, όπως έλεγε η γυναίκα, κάθε φορά που διαμαρτυρόμουνα. Αρνήσεις και στο φαγητό, επειδή λόγου χάρη είχε φάει νωρίτερα ή δεν είχαν… λεφτά, όπως έλεγε η 77χρονη.
Ένα βράδυ, στις 9, βγήκε η γυναίκα να της δώσει φαγητό. Η Μαρία δεν είχε όρεξη. Είπε όχι! Μάλλον είχε πυρετό. Είπε ότι έκαιγε το κεφάλι της. Πετάχτηκα κι εγώ και είπα να της βάλει θερμόμετρο. Είπε “τόσο σπίτι έχετε μέσα. Εδώ στο μπαλκόνι ήρθατε”. Έφυγε. Στις 10 η Μαρία πείνασε και φώναξε για φαΐ. Το τι άκουσε; “Όταν έφερα στις 9 δεν ήθελες. Τώρα θες;”. Αυτό επί 10 λεπτά… Εάν αυτός δεν είναι ψυχολογικός πόλεμος, τότε τι είναι; Μέχρι που μπήκα και την είδα…
Παρ’ όλη την αγωνία μου, γιατί με έψαχνε και ο εγγονός της 77χρονης, συνέχισα τις ενέργειες για να βοηθήσω. Έμαθα από το φαρμακείο της γειτονιάς ότι, χρόνια πριν, που πρωτοεμφανίστηκαν οι κατακλίσεις, της είχαν συστήσει να φέρει χειρουργό. Αλλά είχε απαντήσει ότι δεν έχουν λεφτά…», αναφέρει η κ. Πλεύρη.
Πολλές ήταν οι προσπάθειες της Ιωάννας για να ευαισθητοποιήσει τις Αρχές… «Αρχικά απευθυνθήκαμε σε φίλη εθελόντρια στο “Χαμόγελο του Παιδιού”, η οποία λόγω της ηλικίας της Μαρίας μάς είπε να πάμε στην Πρόνοια. Η μία κοινωνική λειτουργός είχε άδεια και η άλλη έλειπε σε επιτροπή. Μας στείλανε στον αντιδήμαρχο. Του τα είπα όλα. Είπε θα με ειδοποιήσει. Αλλά τελικά μας παρέπεμψε στον εισαγγελέα. Ακόμη και σε κανάλια απευθύνθηκα. Αλλά… Στην πολυκατοικία φτιάξαμε χαρτί για να απευθυνθούμε στην Αστυνομία ή στον εισαγγελέα, αλλά την επομένη το πρωί με φώναξε η μητέρα μου και είπε ότι είδε τη γυναίκα ασυνήθιστα σιωπηλή, να βάζει κάτι σαν κομπρέσα στο κεφάλι της Μαρίας, που πια δεν μίλαγε. Τρομάξαμε. ήταν χτύπημα Πήραμε τηλέφωνο το Υγειονομικό, μήπως και γίνει κάτι άμεσα.
Ευτυχώς έγινε. Έτσι μάθαμε ότι τελικά η κομπρέσα δεν ήταν για τον πυρετό, αλλά για το χτύπημα που της είχε κάνει την ίδια μέρα… Από 8 Ιουλίου είμαστε στο νοσοκομείο. Δίπλα της.. Μέρα-νύχτα και κυρίως όταν της έκοψαν το πόδι… Είναι πολλή τυχερή, γιατί μετά από 8 χρόνια η πρώτη επαφή με ανθρώπους ήταν με τις νοσοκόμες του έκτου, Αλεξάνδρα, Δέσποινα, Μαρία, Κατερίνα και Μαρία, που τη φρόντισαν σαν παιδί τους. Από την εφημερίδα θέλω να τους πως ένα μεγάλο ευχαριστώ. Ήμουνα κι εγώ τυχερή, που έχω φίλους, που στάθηκαν δίπλα μου, αλλά και δίπλα στη Μαρία, όταν έλειπα. Θα φροντίσω από δω και πέρα η ζωή της να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη».