Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν στην έκθεση λαϊκής τέχνης στο κέντρο της Αθήνας και κατέβηκαν στο υπόγειο ήρθαν αντιμέτωποι με ένα αποτρόπαιο θέαμα.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Η 63χρονη ιδιοκτήτρια της έκθεσης Ε.Σ. νεκρή, κείτονταν αιμόφυρτη στο έδαφος μισοσκεπασμένη μ’ ένα χαλί. Το κεφάλι της ήταν σχεδόν πολτοποιημένο. Γύρω της ήταν πολλά θραύσματα από πήλινα δοχεία.
Όπως θα έλεγε το απόγευμα της 30ης Ιουνίου 1978 ο ιατροδικαστής, η γυναίκα έφερε κακώσεις σε όλο της το σώμα και 16 χτυπήματα στο κεφάλι. Ήταν ξεκάθαρο πως αντιστάθηκε πριν το μοιραίο τέλος.
Οι αστυνομικοί ερευνώντας τον τόπο του εγκλήματος εντόπισαν ελάχιστα στοιχεία. Το θύμα, όπως διαπίστωσαν, είχε χτυπηθεί από συνολικά επτά πήλινες στάμνες οι οποίες βρέθηκαν θρυμματισμένες επάνω στο πτώμα και το πάτωμα. Αυτό, όμως, που τράβηξε το ενδιαφέρον τους ήταν ένα ζευγάρι γυναικεία γυαλιά ηλίου τα οποία βρέθηκαν κοντά στην άτυχη γυναίκα αλλά δεν ήταν δικά της. Αυτό το στοιχείο έβαλε στο τραπέζι το σενάριο να εμπλέκεται στη δολοφονία γυναίκα.
Ένα σενάριο το οποίο ενισχύθηκε όταν ένας υπάλληλος γειτονικού εστιατορίου κατέθεσε πως είδε μια γυναίκα το μεσημέρι της ημέρας της δολοφονίας να βγαίνει από την έκθεση και να κλειδώνει την πόρτα. Όπως περιέγραψε, η γυναίκα -μυστήριο ήταν λεπτή, φορούσε μακρύ μαύρο φόρεμα και κρατούσε τσάντες με πράγματα.
Η σύμπτωση
Οι αστυνομικοί πίστεψαν πως ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα όταν, πέντε ημέρες αργότερα, τα δεδομένα άλλαξαν από μία σύμπτωση. Μια γυναίκα, που ταίριαζε στην περιγραφή του υπαλλήλου, πέρασε το κατώφλι ενός γειτονικού καταστήματος με ρούχα. Η ιδιοκτήτρια αναγνώρισε στο πρόσωπο της την «πελάτισσα» που, λίγες ημέρες νωρίτερα, είχε κλέψει από την μπουτίκ μιας φίλη της μερικά φορέματα, με τη μέθοδο της απασχόλησης. Έτσι, την καθυστέρησε και τηλεφώνησε στη φίλη της και στην αστυνομία η οποία δεν άργησε να φτάσει.
Η καλοβαλμένη γυναίκα συνελήφθη και οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα καθώς εκείνη την περίοδο υπήρχαν πολλές καταγγελίες για κλοπές στην περιοχή. Επρόκειτο για την 43χρονη Γερμανίδα δασκάλα Μ.Ρ. μητέρα τριών ανήλικων παιδιών η οποία, μετά από πολύωρη ανάκριση, αποκάλυψε ότι έμενε σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι όπου ζήτησαν από τη γυναίκα να τους δείξει που έκρυβε τα κλοπιμαία. Εκείνη τους έδωσε πέντε, έξι φορέματα και στη συνέχεια ζήτησε να αποσυρθεί στο δωμάτιο της για να αλλάξει ρούχα. Όπως τους είπε, είχε ταλαιπωρηθεί όλη την ημέρα και ήθελε να φρεσκαριστεί.
Τότε η 43χρονη προχώρησε σε μια κίνηση πανικού. Πέταξε από το παράθυρο ένα φόρεμα το οποίο είχε κηλίδες αίματος αλλά και την τσάντα της 63χρονης γυναίκας που δολοφονήθηκε στην έκθεση, μέσα στην οποία βρέθηκαν διαφημιστικές κάρτες του καταστήματος. Μετά από έρευνα στο σπίτι του Κολωνακίου εντοπίστηκαν ορισμένα εργόχειρα, όμοια με αυτά που πουλούσε στο κατάστημά του το θύμα, αλλά και μερικά σερβίτσια που είχαν κλαπεί από τη βιτρίνα.
Η Γερμανίδα δασκάλα δεν άργησε να ομολογήσει πως ήταν εκείνη που σκότωσε την 63χρονη χωρίς, ωστόσο, να δώσει πειστική εξήγηση για τους λόγους που την οδήγησαν στο έγκλημα.
Η 43χρονη ισχυρίστηκε πως πρόθεση της ήταν να αγοράσει ένα χαλί, αν και καλοκαίρι, γιατί το πάτωμα του σπιτιού της είχε κάποιο πρόβλημα και ήθελε να το καλύψει μ’ αυτό τον τρόπο. Όταν, όμως, η ιδιοκτήτρια της έκθεσης, την ώρα που της έδειχνε τα χαλιά στο υπόγειο, την πρόσβαλε έχασε την ψυχραιμία της και την χτύπησε με τις στάμνες που βρήκε μπροστά της.
Όπως περιέγραψε, μετά τα δολοφονικά χτυπήματα ανέβηκε στο ισόγειο της έκθεσης πήρε ορισμένα εργόχειρα, το ρολόι και την τσάντα του θύματος, τα χρήματα του ταμείου αλλά και ορισμένα άλλα πράγματα τα οποία έβαλε σε τρεις σακούλες, βγήκε από την έκθεση και κλείδωσε την πόρτα. Προσπάθησε να βρει ταξί και όταν δεν τα κατάφερε μπήκε σε ένα μπαρ στις τουαλέτες του οποίου πλύθηκε από τα αίματα.
Στη συνέχεια, πήρε ταξί και πήγε στο διαμέρισμα της όπου αφού πήρε τρία υπνωτικά χάπια κοιμήθηκε μέχρι την επόμενη ημέρα οπότε και διάβασε στις εφημερίδες για το έγκλημα. Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, η Γερμανίδα δασκάλα πήγε στα μαγαζιά όπου αγόρασε ένα στερεοφωνικό και δίσκους ξοδεύοντας τα χρήματα που έκλεψε από την έκθεση.
Τον Δεκέμβριο του 1979 η 43χρονη κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου και τράβηξε τα φλας των φωτογράφων εξαιτίας της περιποιημένης εμφάνισης της. Με τη βοήθεια διερμηνέα, είπε στο δικαστήριο πως δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει την ενέργειά της. «Για εμένα το κεντρικό ερώτημα είναι πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό το έγκλημα (…). Έχω πλήρη γνώση ότι θα μπορούσατε να καταλήξετε να μου επιβάλετε την εσχάτη των ποινών.
Η ποινή είναι στα χέρια σας και ξέρω ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Δεν ζητώ την επιείκεια του δικαστηρίου», είπε απευθυνόμενη στους δικαστές και στη συνέχεια προέβαλε διάφορα ψυχολογικά προβλήματα τα οποία, όπως είπε, αντιμετώπιζε. «Εγώ πιστεύω ότι εδώ και πολλά χρόνια βρίσκομαι σε ένα κόσμο ψευδαισθήσεων. Παρουσίασα και μια στάση υστερικών κρίσεων που δεν μπορούσα να τις ελέγξω» τόνισε, συμπληρώνοντας πως αυτοί που την σημάδεψαν στη ζωή της ήταν η μητέρα και ο πρώτος σύζυγος της.
Νωρίτερα, ομάδα ψυχιάτρων, που κατέθεσε στο δικαστήριο, υποστήριξε πως δεν διαπίστωσε κανένα πρόβλημα κατά τη διάρκεια της εξέτασής της λέγοντας, μάλιστα, πως πρόκειται για μια γυναίκα με «υψηλή νοημοσύνη».
«Γιατί σκότωσα»
Η κατηγορούμενη στην απολογία της ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει. «Αν μπορούσα να καταλάβω την ευθύνη μου θα είχα και αισθήματα ενοχής. Δεν έχω την συνείδηση ότι σκότωσα άνθρωπο. Δεν έχω συνείδηση της πράξεως μου και συνεπώς δεν μπορώ να ταυτιστώ με το έγκλημα. Σαν υπεύθυνη, όμως, θα βλέπω εφ’ όρου ζωής το έγκλημα αυτό με λύπη… Η παραπέρα ζωή μου θα είναι μια εργασία λύπης. Αυτό το θεωρώ σαν πιο μεγάλο βάρος από ότι θα μπορούσε να ήταν η αυτοκτονία μου. Δεν μπορώ, δυστυχώς, να απαντήσω στους συγγενείς του θύματος στο βασικό ερώτημα γιατί σκότωσα το θύμα» είπε, υπογραμμίζοντας πως δεν προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε. «Δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα άλλο παρά μόνο για την αποκάλυψη της αλήθειας» κατέληξε.
Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την καταδίκη της κατηγορουμένης, σύμφωνα με το κατηγορητήριο.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχη την 43χρονη για την δολοφονία της 63χρονης επιβάλλοντάς της ισόβια και επιπλέον κάθειρξη 20 ετών, κατά συγχώνευση, για ληστεία, κλοπές και πλαστογραφία.
Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία καθώς τρία μέλη του δικαστηρίου είχαν την άποψη ότι έπρεπε να της επιβληθεί η θανατική ποινή.
Η Γερμανίδα δασκάλα άκουσε με ικανοποίηση τη δικαστική απόφαση. «Ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί σε βάρος μου ώστε ήμουν πεπεισμένη για μια θανατική καταδίκη παρά το γεγονός πως σε πολλές χώρες του κόσμου, όπως και στη δική μου, έχει από καιρό καταργηθεί» είπε, χαμογελώντας, μιλώντας στους δημοσιογράφους λίγο πριν οδηγηθεί στη φυλακή.