Ο βοηθός του δικηγόρου Ε.Κ., Θ.Π. εξυπηρετούσε έναν πελάτη του όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί μέσα από το μεγάλο γραφείο, στο κέντρο του Πειραιά. Η κλειστή πόρτα του γραφείου άνοιξε και από μέσα βγήκαν δυο άνδρες. Ο ένας φορούσε στολή αστυφύλακα και κρατούσε στο δεξί χέρι το υπηρεσιακό του όπλο. Έφυγαν τρέχοντας αφήνοντας πίσω τους αιμόφυρτο, πεσμένο στο πάτωμα, τον δικηγόρο.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ο Θ.Π. θα εξηγούσε λίγο αργότερα στους αστυνομικούς πως οι δυο πρωταγωνιστές του φονικού ήταν αδέλφια και είχαν οικονομικές διαφορές με το δικηγόρο, ο οποίος έπρεπε να εισπράξει ένα ποσό περίπου 4.000 δρχ. το οποίο είχαν δανειστεί από έναν έμπορο. Όπως περιέγραψε, είχαν έρθει λίγο νωρίτερα στο γραφείο ζητώντας να δουν το αφεντικό του το οποίο τους δέχτηκε αμέσως και ακολούθησε καβγάς.
«Τους άκουσα να του λένε να μην συνεχίσει τις απαιτήσεις του γιατί θα τους υποχρεώσει να κλείσουν το σπίτι τους. Τότε ο μακαρίτης άνοιξε την πόρτα και μας είπε πως τον απειλούν. Μπήκε και πάλι στο γραφείο του και μετά από λίγα δευτερόλεπτα άκουσα τον αστυφύλακα να λέει “να λοιπόν” και πυροβολισμούς» κατέθεσε ο μάρτυρας.
«Ο έμπορος ήταν εκείνος που δεν ήθελε να χάσει μια δραχμή»
Έξι μήνες μετά τη δολοφονία, τον Νοέμβριο του 1960, τα δυο αδέλφια κάθισαν στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου Πειραιά. Όπως περιέγραψαν οι μάρτυρες ο κατηγορούμενος Δ.Μ. διατηρούσε παντοπωλείο και λόγω οικονομικών προβλημάτων υποχρεώθηκε να δανειστεί χρήματα από έναν έμπορο. Όταν δεν κατάφερε να αποπληρώσει το χρέος του, το οποίο εν τω μεταξύ είχε διπλασιαστεί, οι κλητήρες έφτασαν στο μαγαζί του για να προχωρήσουν σε πλειστηριασμό. Τότε, ο Δ.Μ. ζήτησε τη βοήθεια του αστυφύλακα αδελφού του και το κακό… δεν άργησε να γίνει. Είχαν προηγηθεί συζητήσεις για τη διευθέτηση του χρέους οι οποίες είχαν αποδειχθεί άκαρπες.
Η δίκη, η οποία τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, διήρκησε 10 ημέρες οι οποίες σημαδεύτηκαν από εντάσεις αλλά και το θάνατο του πατέρα των δυο κατηγορουμένων στους οποίους δεν επετράπη να παραβρεθούν στην κηδεία.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής επιχείρησαν να εμφανίσουν τα δυο αδέλφια ως κακοπληρωτές που συστηματικά προσπαθούσαν να μην επιστρέφουν χρήματα τα οποία είχαν δανειστεί. Μάλιστα, μάρτυρες κατέθεσαν στο δικαστήριο πως το θύμα ήταν άνθρωπος ο οποίος βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη.
«Ο έμπορος ήταν εκείνος που δεν ήθελε να χάσει μια δραχμή. Δικές του εντολές εκτελούσε ο δικηγόρος, όπως ήταν υποχρεωμένος. Αν δεν το έκανε τον κατηγορούσε ως μαλακό και του ζητούσε να είναι σκληρός με τους αντιδίκους του», κατέθεσε στο δικαστήριο ο βοηθός του δικηγόρου. Μάλιστα, ο ίδιος ισχυρίστηκε, πως την μοιραία ημέρα του τηλεφώνησε ο έμπορος και του ζήτησε να μεταφέρει στον δικηγόρο πως πρέπει να «παγώσει» τη διαδικασία του πλειστηριασμού γιατί ο αστυφύλακας ήταν αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα.
Η υπεράσπιση πάλι έφερε στο δικαστήριο μάρτυρες που αντέκρουσαν τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς με ένα από αυτούς, μάλιστα, να ισχυρίζεται πως και ο ίδιος είχε πέσει θύμα του εμπόρου και του δικηγόρου οι οποίοι τον δάνεισαν και στο τέλος του άρπαξαν την επιχείρηση. «Ο Θεός να μη σε καταδίκαζε να πέσεις στα χέρια του, σε κατέστρεφε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Η περιουσία του είναι ποτισμένη με τα δάκρυα των θυμάτων του» είπε.
«Χωρίς να το καταλάβω τράβηξα το όπλο και πυροβόλησα»
Ο αστυφύλακας Α.Μ. στην απολογία του αναφέρθηκε στις οικονομικές δυσκολίες του αδελφού του και το δάνειο των 2.000 δρχ. που έλαβε, μέσω συναλλαγματικής, από έναν έμπορο και ανέλαβε να εισπράξει ο δικηγόρος με αποτέλεσμα η αξία της να φτάσει τις 4.800 δρχ.
Όπως περιέγραψε ο κατηγορούμενος, ο αδελφός του εκείνη την ημέρα τον επισκέφθηκε στο Εφετείο, όπου είχε υπηρεσία, για να του δανείσει 200 δρχ. και του είπε για τους κλητήρες που πήγαν στο μαγαζί για να βγάλουν τα πράγματα σε πλειστηριασμό: «Ομολογώ πως τα έχασα όταν τον άκουσα και σκέφτηκα ότι δεν υπάρχει μπέσα. Άλλα σου λένε τη μια ημέρα και άλλα την άλλη. Έτσι, πήρα τον αδελφό μου και πήγαμε στο δικηγόρο για να δούμε ποιος μας κοροϊδεύει αφού μας είχαν υποσχεθεί ότι θα “παγώσουν” τη διαδικασία».
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε πως μαζί με τον αδελφό του πήγαν στο γραφείο του δικηγόρου όπου του πρόσφεραν 300 δρχ. τις οποίες εκείνος δεν δέχτηκε. «Μας έβρισε και σε μια στιγμή με τράβηξε από το μανίκι της στολής μου προς την έξοδο, φωνάζοντας μου πως ήμουν χειρότερος και από έναν ζητιάνο γιατί τον παρακάλεσα να μας λυπηθεί και να δεχθεί αυτά που του δίναμε για να κλείσει επιτέλους η υπόθεση μας. Κάποια στιγμή άνοιξε την πόρτα και φώναξε στον βοηθό του και σε κάποιον άλλο που ήταν στο γραφείο του πως τον απειλούσαμε, ενώ εμείς τον παρακαλούσαμε να μας βοηθήσει.
Ξαναμπαίνοντας στο γραφείο έκλεισε την πόρτα και κάθισε. Με το ένα χέρι σήκωσε το ακουστικό και με το άλλο πήγε να ανοίξει το συρτάρι του. Δεν ξέρω πως εκείνη την στιγμή ερμήνευσα τις κινήσεις του και χωρίς να το καταλάβω τράβηξα το όπλο και πυροβόλησα. Το κακό είχε γίνει. Ανοίξαμε την πόρτα και φύγαμε. Αυτή είναι όλη η αλήθεια. Ο αδελφός μου, που όλοι προσπαθούν να τον βγάλουν ηθικό αυτουργό, δεν έχει καμία ευθύνη. Το κακό ήταν έναν αποτέλεσμα της παρεξηγήσεως εκείνης της στιγμής. Ίσως πέρασε από το μυαλό μου πως θα τηλεφωνούσε στην υπηρεσία μου… πως θα έβγαζε το περίστροφο του, δεν ξέρω κι εγώ τι… κι έκανα, ότι έκανα…».
«Δεν έχεις καρδιά μέσα σου, τι έχεις πέτρα;»
Ο αδελφός του αστυφύλακα Δ.Μ., ο οποίος υπεδείχθη ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, μίλησε για τον αγώνα του να πετύχει η επιχείρηση του αλλά και την καταστροφή που υπέστη η οποία και τον υποχρέωσε να δανειστεί: «Όταν είδα ξαφνικά τους κλητήρες στο μαγαζί τρελάθηκα. “Μα τι είναι αυτά πάλι” τους φώναξα, αφού μου είπαν πως είχε δοθεί εντολή να σταματήσουν όλα. Μετά από αυτό δέχτηκαν να μην μας κοινοποιήσουν νέο πρόγραμμα και επιβαρυνθούμε και με άλλα έξοδα και έφυγαν».
Όπως περιέγραψε ο κατηγορούμενος, αμέσως μετά το επεισόδιο πήγε στο Εφετείο όπου είχε υπηρεσία ο αδελφός του και τον ενημέρωσε για τις εξελίξεις: «Πήγαμε και οι δυο στο γραφείο του δικηγόρου Ε.Κ. για να ξεκαθαρίσουμε την υπόθεση, να του δώσουμε 300 δρχ. και να τελειώνουμε. Δεν τις δέχτηκε. “Θέλω και τα υπόλοιπα”, ήταν η απάντησή του. Του είπαμε τότε να πάρει τις 300 δρχ. και να μας περιμένει μερικές ημέρες. Τίποτα, όμως, αυτός “Θα μου τα φέρετε όλα”, φώναζε. “Δεν είσαι χριστιανός, δεν έχεις καρδιά μέσα σου, τι έχεις πέτρα;”, του είπα. Τον παρακάλεσε και ο αδελφός μου να δεχθεί αλλά αυτός τίποτα. “Ή 800 τώρα ή 2.800 αύριο”, φώναζε».
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ακόμη πως, όταν είδε τα πράγματα να αγριεύουν, ζήτησε από τον αδελφό του να φύγουν: «Δεν πρόλαβα, όμως, να τον πάρω. Ο Ε.Κ. είχε γίνει θηρίο και απειλούσε ότι θα έπαιρνε τον εισαγγελέα και τον διευθυντή της αστυνομίας. Μας έβριζε με τα χειρότερα λόγια. Τότε πήγε να σηκώσει το ακουστικό και να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Ο αδελφός μου του έπιασε το χέρι και του τράβηξε το μανίκι. Βρισκόμουν δυο μέτρα μακριά όταν, δεν ξέρω και εγώ πως, τράβηξε το πιστόλι του και έριξε. Ήταν αδύνατο να κάνω το παραμικρό».
Ο εισαγγελέας της έδρας υποστήριξε στην αγόρευση του ότι το έγκλημα ήταν προσχεδιασμένο από τα δυο αδέλφια και απέρριψε τους ισχυρισμούς τους ότι το θύμα τους φέρθηκε με σκληρότητα. Μάλιστα, εξέφρασε την πεποίθηση πως δολοφόνος του δικηγόρου δεν ήταν ο αστυφύλακας άλλα ο παντοπώλης. «Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο Α.Μ. σκότωσε τον άτυχο δικηγόρο αυτός το έκανε μετά από προτροπή του αδελφού του ο οποίος είναι και ο ηθικός αυτουργός», είπε ο εισαγγελικός λειτουργός.
Τελικά, το δικαστήριο στις 4 τα ξημερώματα της 11ης Νοεμβρίου έκρινε ένοχο τον αστυφύλακα Α.Μ. για ανθρωποκτονία από πρόθεση εν βρασμώ ψυχικής ορμής με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 11 ετών και 8 μηνών. Ο αδελφός του Δ.Μ. κρίθηκε αθώος καθώς οι ένορκοι δεν πείστηκαν πως ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας.