Ήταν λίγο μετά τις 9 το πρωί της 8ης Μαρτίου 1979 όταν από τον 5ο όροφο κτιρίου της οδού Σανταρόζα άρχισαν να ξεπηδούν πύρινες φλόγες. Στην περιοχή σήμανε συναγερμός και οι ένοικοι του κτιρίου έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν, καθώς η φωτιά εξαπλωνόταν με μεγάλη ταχύτητα.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Η πυροσβεστική δεν άργησε να φανεί και η φωτιά σύντομα τέθηκε υπό έλεγχο αφήνοντας, ωστόσο, πίσω της νεκρό έναν 63χρονο δικηγόρο το γραφείο του οποίου βρισκόταν στον 5ο όροφο του κτιρίου.

Λίγη ώρα αργότερα η 53χρονη Ν.Σ. εμφανιζόταν, συνοδευόμενη από το δικηγόρο της, ενώπιον του εισαγγελέα ομολογώντας πως είναι υπεύθυνη για την μεγάλη καταστροφή.

Ήταν πελάτισσα του άτυχου δικηγόρου και όπως ισχυρίστηκε είχαν οικονομικές διαφορές.  Η γυναίκα κατηγορήθηκε για  δολοφονία και τον Φεβρουάριο του 1980 κάθισε το εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας. Η δικαστική αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη και η 53χρονη εμφανίστηκε μαυροντυμένη και φορώντας στο κεφάλι της ένα μαντήλι προσπαθούσε να κρύψει το πρόσωπο της από τους φωτογράφους που ήθελαν να την απαθανατίσουν.

Σύμφωνα με την κατηγορία η 53χρονη, το μοιραίο πρωί, πήγε στο γραφείο του δικηγόρου, στο κέντρο της Αθήνας, και άδειασε πάνω του αλλά και στα έπιπλα του χώρου ένα μπιτόνι με βενζίνη και άναψε φωτιά με τον αναπτήρα που έκρυβε στην τσέπη της. Στη συνέχεια βγήκε από το γραφείο, έκλεισε την πόρτα και έφυγε από το κτίριο αφήνοντας, όμως, πίσω την τσάντα της.

Η Ν.Σ. βγαίνοντας από το κτίριο στάθηκε, για αρκετή ώρα,  έξω από το «Ρεξ» κοιτάζοντας την εξέλιξη της φωτιάς και αμέσως μετά επέστρεψε στο σπίτι της απ’ όπου τηλεφώνησε στο νέο της δικηγόρο ο οποίος την συμβούλευσε να παραδοθεί στις αρχές.

Αν και η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να κάψει το δικηγόρο αλλά πήγε στο γραφείο του για να της επιστρέψει τα χρήματα που, όπως ισχυρίστηκε, της χρωστούσε οι μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο έδωσαν μια άλλη διάσταση στην υπόθεση.

Τόσο ο καφετζής αλλά και ο θυρωρός του κτιρίου, όσο και άλλοι ένοικοι γειτονικών γραφείων υποστήριξαν πως είχαν δει πολλές φορές την 53χρονη γυναίκα στο χώρο και εκτίμησαν, εκ των υστέρων, πως παρακολουθούσε τις κινήσεις του άτυχου δικηγόρου. Η εικόνα του φλεγόμενου άνδρα ήταν σοκαριστική όπως περιέγραψε ένας από τους ανθρώπους που έσπευσε να τον βοηθήσει εκείνο το πρωινό.

«Στην αρχή όταν άκουσα την έκρηξη νόμιζα ότι επρόκειτο για βόμβα και μαζί με άλλους τρέξαμε προς τα επάνω. Οι φλόγες έβγαιναν κάτω από την πόρτα του γραφείου, ανοίξαμε και τον είδαμε που καιγόταν. Του φώναξα “πέσε κάτω”. Αυτός φώναζε “βοήθεια σώστε με” ήρθε προς το μέρος μου και έπεσε κάτω αλλά οι φλόγες που έβγαιναν από το σώμα του με εμπόδιζαν να τον πλησιάσω…» περιέγραψε ο μάρτυρας, ενώ ο ιατροδικαστής συμπλήρωσε πως τα εγκαύματα κάλυπταν τουλάχιστον το 85% του σώματος του 63χρονου.

«Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου»

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΔΙΚΗ

Η κατηγορούμενη, απολογούμενη με απόλυτη ψυχραιμία, έδωσε τη δική της εκδοχή για το τι συνέβη εκείνο το πρωινό. «Πήγα στο δικηγόρο το 1974 όταν ο σύζυγός μου, μου ζήτησε διαζύγιο και με ταλαιπώρησε με διάφορες δίκες. Από αγνώστους έμαθα πως μου έπαιρνε πολλά χρήματα και γι’ αυτό το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου» είπε η 53χρονη και ισχυρίστηκε πως πήγαινε συνεχώς στο γραφείο του ζητώντας να της επιστρέψει τις 50.000 δρχ., από τις 100.000 δρχ., που του είχε δώσει.

«Το πρωί εκείνο πήγα βαστώντας ένα μπιτόνι με βενζίνη που το προμηθεύτηκα για να καθαρίσω τις κουρτίνες του σπιτιού μου. Δεν είχα σκοπό να τον σκοτώσω αλλά να τον φοβερίσω για να μου επιστρέψει τα χρήματα. Μπαίνοντας στο γραφείο του ακούμπησα το μπιτόνι δίπλα στην πόρτα. Εκεί που μιλούσαμε μαλώσαμε και ήρθαμε στα χέρια. Το μπιτόνι φαίνεται χύθηκε και έπεσε κάτω. Τότε έβγαλα από την τσάντα μου τον αναπτήρα, τον άναψα και στη συνέχεια έφυγα και πήγα στο σπίτι μου…» είπε.

Ο εισαγγελέας της έδρας ζήτησε την ενοχή της κατηγορούμενης χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Τελικά, το δικαστήριο την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη. Η γυναίκα στο άκουσμα της απόφασης σχολίασε απευθυνόμενη στον συνήγορο της: «Δεν βαριέσαι, τι έξω, τι μέσα. Το ίδιο είναι».